Απόστολος Θηβαίος | Σε στυλ κυρίου Κουρμπέ ή Ο εύστοχος, κύριος Ρενουάρ

© René Bouri.

αφήγημα

Τι όνειρο παράξενο ήταν εκείνο. Θα φταίει ο Ρενουάρ, ο ζωγράφος ντε, που δήλωνε εκατό και βάλε χρόνια πίσω – πώς αθροίζονται έτσι οι δεκαετίες, πες μου πώς -, πως αρκεί να το θελήσει η φύση και όλες οι τάξεις μεμιάς ανατρέπονται.

Το πράγμα έχει λοιπόν ως εξής. Απόγευμα και σε στυλ Κουρμπέ, πάει να πει ολομόναχος μες στους επαρχιακούς τους δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά. Μαύρο κοστούμι για περπάτημα, στον ώμο το καβαλέτο και στην τσάντα όλα τα χρειαζούμενα. Πινέλα, χρώματα, σκόνες, το σημειωματάριο με τα σκίτσα που σκαρώνω, που δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν έργα, διότι δεν είναι δυνατόν κανείς να ζωγραφίσει δεύτερη φορά το ίδιο όνειρο.

Και πήγαινα και γύρω μου πετούσαν τα πουλιά και τραγουδούσαν. Και σκεφτόμουν, πως τούτη η γλώσσα θα’ναι η αρχαιότερη του κόσμου. Πήρα να φαντάζομαι τι τάχα να λένε, αν θυμώνουν και αν εξομολογούνται κάποιο τρυφερό μυστικό που δεν πρέπει κανείς να μάθει. Ένας ήλιος μεγαλοπρεπής με τα μάτια του σπαρμένα τριγύρω μου έδειχνε το δρόμο. Είπα να τον ρωτήσω για όσα ξέρει, μα έπειτα τα ‘βαλα με τον εαυτό μου που παρέμενα δοσμένος στο όνειρο, στο ρομάντζο της ζωής μου το ακατόρθωτο.

Και προχώρησα και μιλούσα στ’άνθη και τα άλλα τα πλάσματα του κόσμου. Και εκείνα μου αποκρίνονταν, πότε με ένα θρόισμα και άλλοτε πάλι με εκείνη τη σιωπή τους που την παίρνει παντού ο άνεμος. Κάτι γνωστοί διαβάτες μου έγνεψαν από μακριά και ευθύς ανταποκρίθηκα με ευγένεια. Πήγαιναν και εκείνοι να βρουν το πόστο που θα τους φανερώσει μια πρωτόφαντη εικόνα της φύσεως, το μικρό της θαύμα, που παραμένει μυστικό και ανομολόγητο. Ευχήθηκα να τα καταφέρουν και συνέχισα το δρόμο μου, σίγουρος, βέβαιος πως όπως ετούτοι οι πλανόδιοι ζωγράφοι προχωρούν όπως και η τέχνη, μελετώντας προβλήματα και εκφράσεις και εποχές, νοσταλγώντας, καταγγέλλοντας, διασώζοντας για πάντα το δάσος και τα βελάσματα και τη φλέβα του νερού που κατάγεται από στρώματα χαμένα.

Σκέφτηκα πως αξίζει τον κόπο να βιαστώ, να βρω και εγώ ένα πόστο ικανό να μου φανερώσει τις χίλιες ομορφιές του κόσμου. Έβγαλα τις σημειώσεις μου και ένα μολύβι, σκεπτόμενος πρώτα το σχέδιο που ως γνωστόν στάθηκε σαν πάντα αρχή και τέλος της ζωγραφικής. Όχι ακόμη τα χρώματα, με αυτά θα παίξω σαν τελειοποιηθούν οι κορυφογραμμές και τα δέντρα και οι βράχοι με την αρχαία μνήμη. Κοίταξα κατά την δύση, ο ήλιος έπεφτε να πεθάνει και ελπίδα δεν υπήρχε άλλη. Πάλευε να μείνει εκεί απάνω όρθιος και ηρωικός, μα ο χρόνος που επίμονα κυλά, θα τον σαρώσει. Κάπου μακριά η φιγούρα κάποιου μου έφερε στο νου μου τις κάθετες γραμμές του Τζιακομέτι, την απλότητα του έργου του που δεν βασίστηκε παρά μόνο στην προοπτική και την απόσταση που αλλοιώνει τα φαινόμενα. Ή πάλι τα αποκαλύπτει στην πιο ρεαλιστική τους ένταση.

Και ήταν όλα με το μέρος μου. Και τα πουλιά και τα δέντρα και οι βράχοι μου γελούσαν. Και ήταν τα πάντα εκείνη η μοναξιά που με συντρόφευε. Δεν χρειάζονται λόγια πολλά κάτι τέτοιες ώρες, μόνο να θυμάσαι πως μικρό και ολιγόβιο πράγμα είναι η ποιητική η περιγραφή. Σαν τα μουσικά κομμάτια με τις συγχορδίες και τα κλειδιά τους που ανοίγουν πόρτες πρωτοφανέρωτες. Και έτσι, σε ελαφριά απόκλιση προς το σύμπαν για να ανακαλέσω τον Φόρστερ σαν μιλούσε για τον μεγάλο μας τον Αλεξανδρινό, άφησα το θαύμα να με πλημμυρίσει, την καρδιά μου να κατακλύσει και έπειτα το στήθος και τα χέρια μου, ώσπου να φτάσει στην άκρη των δαχτύλων μου. Τότε και εγώ θα το μεταφέρω στον μουσαμά και δεν θα’ναι το ταλέντο μου το ανύπαρκτο που θα κάνει τη διαφορά, όσο μια μικρή αγάπη που φωλιάζει μες στην ψυχή μου, το αίσθημα που μεγεθύνεται και που σε όλη την έκταση του εαυτού μου θ’ απλωθεί.

Θα’χα καταφέρει εκείνα τα βουνά με τη χαμηλή τους βλάστηση, αν δεν ξεσηκωνόταν ένας άνεμος θυελλώδης. Στην αρχή φάνηκε σαν χάδι μα έπειτα δυνάμωσε, σάρωσε το καβαλέτο, πήρε μακριά τα πινέλα, το μουσαμά. Οι σημειώσεις μου για λίγο πλανήθηκαν μες στο στρόβιλο και ύστερα πήραν να ταξιδεύουν. Πού χάθηκε εκείνη η τάξη, η ομορφιά πού χάθηκε.

Ίσως αύριο κάποιος να βρει ένα σχέδιό μου, ίσως να το χρωματίσει μεταγγίζοντας τους τόνουςτου κόσμου μες σε εκείνες τις γραμμές, τις λιτές, τις απλές, τις απέριττες. Και ίσως να γεννηθεί ένα σχέδιο ικανό να ενσαρκώσει για πάντα εκείνους τους ολομόναχους αγίους που περπατούν στους δρόμους της πόλης και έχουν μια ζωγραφιά μες στην καρδιά τους. Σε κανέναν δεν θα την δείξουν, σε κανέναν.

Η βροχή δυνάμωνε, κάτι χοντρές σταγόνες πέφτανε στο μέτωπό μου, με δυσκολία μπορούσα να ξεχωρίσω το τοπίο μες στην ομίχλη που σερνόταν παντού τριγύρω. Είπα να σώσω ότι μπορούσα, μα στάθηκε αδύνατο. Και έπεσα χάμω, εκεί ανάμεσα στους κεραυνούς, σίγουρος πια πως έπρεπε να προσευχηθώ, τώρα και όχι μετά, καθώς η ζωή μου παιζόταν εκείνη τη στιγμή. Θα χαθώ, είπα μονάχος μου και έκλαψα πικρά που παρέμεινα μια μετριότητα μες στη ζωή μου, δίχως τίποτε να κατορθώσω έξω από πόζες και χειρονομίες.

Τότε ήταν που όλα κόπασαν και ακούστηκαν σαν πρώτα οι φωνές των πουλιών. Τώρα ήξερα καλά τι να λέγανε. Το “ευχαριστώ” τους ήταν που σώθηκαν μες στο χαλασμό. Τα πουλιά κατάλαβα τότε πως ήταν κόσμοι μικροί χωρίς λόγια και δίχως χρόνια. Σηκώθηκα και είδα τριγύρω τον χαλασμό. Μα ήταν κάτι λεπτό και αδιόρατο, κάτι σαν μυρωδιά από το αγιόκλημα του αμοιβαίου έρωτα, ήταν ένας διάφανος, καθάριος ουρανός, το πράσινο χρώμα της φυλλωσιάς ακμαίο τούτη την ώρα που φάνταζε εράσμιο , πλασμένο ποιος ξέρει από τι νύμφες, με τι ρόδα και τι φίλτρα. Και ευθύς κατέγραψα το κατεστραμμένο τοπίο και ήξερα καλά σαν τι να λέγανε τα πουλιά που χαλούσαν τον κόσμο, ευτυχισμένα με τούτα τα μικρά και τα λεπτά του τα χαρίσματα.

Επέστρεψα στο κατάλυμα μου. Είχα χάσει τα πάντα, μόνο εκείνο το μουσαμά είχα κατορθώσει να φέρω πίσω με την αναπαράσταση της ωραίας στιγμής, αμέσως μετά την καταιγίδα. Ανέτρεξα στη βιβλιοθήκη μου, γύρεψα εκείνο το βιβλίο με τις διατυπώσεις των μεγάλων μορφών της τέχνης.

Αγαπητέ Ρενουάρ, πόσο δίκιο έχετε στα αλήθεια. Διότι πας να ζωγραφίσεις τη φύση και εκείνη σου δίνει μια κλωτσιά και όλα ανατρέπονται. Χαμογέλασα περισσότερο σαν είδα από το μικρό φεγγίτη εκείνο τον γνωστό που είχα συναντήσει στον πρωινό μου περίπατο. Ήταν βρεγμένος ως το κόκαλο και κάτι αδέσποτα τον προγκίζανε καθώς θύμιζε ζητιάνο φερμένο από κάποια γειτονική πόλη. Κάποιος φίλος τον αναγνώρισε και έτρεξε κοντά του. Τον άκουσα που ‘λεγε, “εγώ με τη ζωγραφική τέλειωσα αγαπητέ”. Και ήταν τα μάτια του κόκκινα της πορφύρας και ο νους του ακίνητος εμπρός σε κάθε φαντασία. Για μια στιγμή μου θύμισε την εποχή μας. Έπειτα κοίταξα τον ουρανό με το βαθύ, γαλάζιο του χρώμα και ευθύς αισθάνθηκα ως μέσα βαθιά τι σόι πράγμα είναι ετούτη η ομορφιά, με τη δικαιοσύνη και τον καταιγισμό της.

Απόστολος Θηβαίος