Απόστολος Θηβαίος | el caballito rojo

© José afonso furtado

Μια ιστορία που ντύνεται τις νύχτες ποίημα και όλο προχωρεί
ίσια ως την άμοιρη καρδιά μας

 

[…Το κόκκινο αλογάκι τ’αφήσανε πριν μέρες στα σκουπίδια. Το βολέψανε ανάμεσα στα πράγματα της ζωής που δεν χρειάζεται πια κανείς. Και ξεχώριζε με την κόκκινη σέλα του και με τα χαλινάρια του τα καφετιά που ήταν κάτι πολυκαιρισμένα, καφετιά κορδόνια. Τότε ήταν που ξυπνήσανε τα ποιήματα…]

Το κόκκινο τ’αλογάκι δεν το θέλει πια κανείς.
Τ’αφήσανε εδώ μονάχο του
και ο καιρός περνά
και ο καιρός περνά

Το κόκκινο τ’αλογάκι δεν το θέλει πια κανείς.
Ήρθε φαίνεται και για εκείνο η κρίσιμη εποχή,
όπως εκείνη των βροχών και των σεισμών,
η εποχή της σποράς και του θερισμού.

Και είπα πως εκείνο τ’αλογάκι
μακριά θα με πάρει
αν το θελήσω
αν το θελήσω.

Μα ήταν όλα ψεύτικα
και το κόκκινο τ’αλογάκι
μια ελαφριά απόκλιση συνιστούσε και τίποτε
από την βέβαιη μοίρα των πραγμάτων.

Το κόκκινο τ’αλογάκι δεν το θέλει πια κανείς.
Και τ’αφήσανε να γεράσει και άλλο
κάπου ανάμεσα στα πράγματα τ’αδιάθετα
της ζωής.

Και εκείνο,
όλο τη θάλασσα θυμάται
και κάπου κάπου
το κεφάλι του στρέφει προς τ’ακρογιάλι
όπως τα αγάλματα στα ανοιχτά της Μεσσήνης.

Και οι ποιητές αν λείψανε για πάντα
υπάρχει τούτο εδώ το κόκκινο αλογάκι
να μας διδάσκει πράγματα λεπτά
όπως την αξιοπρέπεια και των χρωμάτων τ’άφθαρτο

[…Συμβαίνουν καμιά φορά στ’αλήθεια παράξενα πράγματα στο γαλάζιο μου στενό. Την ώρα που νόμισα πως όλα πια απέχουν από αυτόν εδώ τον κόσμο, κάποιο σινιάλο φθάνει. Καμιά φορά με τη μορφή του παιχνιδιού, που’χει την ικεσία μες στο βλέμμα του. Τ’άλλο πρωί τ’αλογάκι είχε πια γίνει καπνός. Θα’ταν μες στο όνειρό μου που τ’ακουσα να καλπάζει στους έρημους δρόμους. Αργότερα το ζωγράφισα για να το διασώσω στο πίσω μέρος μιας μπροσούρας διαφημιστικής. Το έπλασα εκ λίθου πορφυρίτου όσον αφορά το χρώμα. Τι παράξενο πράγμα, ένα κόκκινο αλογάκι που κανείς δεν ήθελε να παίξει τέτοιο ρόλο σημαντικό, σχεδόν να πρωταγωνιστεί μες στην επικράτεια της ζωής που μας σαρώνει, που προχωρεί και μας κυκλώνει…]

Απόστολος Θηβαίος