Ελευθερία Θάνογλου | Οι τίμιοι ψεύτες. Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου |Εκδόσεις ΑΩ

Γράφει ο Βασίλης Ρούβαλης


Θάνογλου, Ελευθερία. (2023). Οι τίμιοι ψεύτες. Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου. Αθήνα: ΑΩ Εκδόσεις

«Γνώριζαν καλά/ πως η μισή νίκη είναι οι υποσχέσεις/που δίνονται πριν απ’ αυτήν∙/υποσχέθηκαν/φωτιές χωρίς καπνούς/πουλιά που θα σκοτώνουν κυνηγούς/θεούς που θα φοβούνται τους ανθρώπους».

Ο καταγγελτικός λόγος δεν είναι δεδομένος στη σύγχρονη βιβλιογραφική καταγραφή της ελληνικής ποίησης. Αν μη τι άλλο, στην περίσταση της κοινωνικής εξέλιξης, του πολιτικού γίγνεσθαι, της ευαισθητοποίησης ή «ξύλινης» αποστασιοποίησης από το ψυχοπνευματικό σύμπαν του ατόμου εντός της υπερτροφικής πραγματικότητας της εποχής, η ποιητική προσέγγιση φαίνεται έμμεση είτε ελλιπής. Διαβάζοντας την πρόσφατη συλλογή της Θάνογλου διαπιστώνει κανείς με έκπληξη και έκδηλο ενδιαφέρον τον εστιασμό της σ’ αυτό το ανοιχτό πεδίο θεματικών.

Ο υπότιτλος του βιβλίου (Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου) δηλώνει ακριβώς τη νοηματοδότηση που επιδιώκει η συγγραφέας. Είναι το νόημα της επιδίωξής της, το αφετηριακό σημείο κατανόησης του προβληματισμού γύρω από τα «ισχυρά τεκταινόμενα» μίας φωνής που εντοπίζει, παρατηρεί και δεν στρεβλώνει, διαβλέπει και επισημαίνει. Το διακύβευμα κρίνεται δύσκολο, καθότι πολύσημο. Η Θάνογλου καταπιάνεται με ζητήματα όπως ο παραλογισμός του πολέμου, οι λεπτομέρειες από τη συνάρτηση του ατομικού και του συλλογικού, η κατάπτωση που ονοματίζεται νηνεμία, η εμπειρία του παρελθόντος ως κρίσιμο εργαλείο διαχείρισης του παρόντος.

«Μα εγώ δεν μπόρεσα να ξεγελάσω/ τον εαυτό μου, κύριοι,/ όταν εσείς γελούσατε με τις γκριμάτσες/ και τις γκάφες μου./ Όσο εσείς οι σπουδαιοφανείς/ με προσβολές κεντρίζατε την ηθική μου,/ τόσο εγώ υπέφερα διπλά,/τόσο πλησίαζα στη λογική με μια δόση τρέλας…».

Δεσπόζουσα στη συλλογή, η εντύπωση ενός μονολόγου, ο οποίος θα μπορούσε να εκτείνεται ατέρμονα όσες και οι θεματικές πτυχές που θα μπορούσε να καλύψει. Η Θάνογλου υιοθετεί την αφήγηση (οριακά πεζολογική) εις εαυτόν, προσπαθώντας να απευθυνθεί πληθυντικά, να θίξει και να σχολιάσει, να προκαλέσει έγερση της σκέψης και ίσως, κάποτε, της αντίδρασης. Τέτοιο δείγμα είναι το ποίημα «Κρέας στο νύχι» (σ. 47):

«Πιστέψτε στα γρυλίσματα των χοίρων/ πιστέψτε στους στοχαστικούς παπαγάλους/πιστέψτε ακόμη και στο λάλημα ενός σφαγμένου κόκορα// Μην πιστέυτε στην ακινησία/ των νεκρών// σκεφτείτε// ένα ξεραμένο φύλλο μπορεί και να θροΐζει/ απ’ το σκουλήκι που κινείται από κάτω του».

Από μιαν άποψη, ένας κριτικογράφος θα στεκόταν στο σχήμα κάποιας εμφατικής πολιτικής γραφής. Ωστόσο, η ποιήτρια αφήνει να διαφανεί η εσωτερική αγωνία που τη διακατέχει για τον εξωτερικό χωροχρόνο, για τα «εμείς» και τα «αυτοί» της σύγχρονης ζωής. Αυτός είναι ο προφανής λόγος της κάπως ατημέλητης υφολογίας στη στιχουργική της (που σαφώς επιλέγει προσεκτικά). Γράφει, για παράδειγμα («Το μάθημα», σ. 11):

«Άθελά μου κάποτε/ στο μάθημα Γεωγραφίας/ μπέρδεψα την υφαλοκρηπίδα/ με την κωλοτρυπίδα/ Το αστείο πια είχε παραγίνει…».

Ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί ν’ αφουγκραστεί το ποιητικό ζητούμενο ως παράθεση τοποθετήσεων στη γενικότητα της σύγχρονης συνθήκης. H Θάνογλου δοκιμάζει ένα παιχνίδισμα μεταξύ των προβληματισμών ενός καθημερινού ανθρώπου για το βίωμα του πρόσφατου βιώματος, των δύο τελευταίων δεκαετιών, και κατάδειξης του γίγνεσθαι στα διάφορα αδιέξοδά του. Εκθέτει πλαγιοτρόπως τις αναρωτήσεις της για την έκβαση του παρόντος δίχως να προτείνει. Και σαφώς, δεν πολιτικολογεί («Τυφλόμυγα», σ. 36):

«Γραπωνόμαστε από την κουπαστή του φόβου/ γιατί ένας άλλος φόβος καραδοκεί πιο κάτω./ Ίσως αυτό να μας οδηγεί τελικά στην πλήρη/ παράλυση που έχουμε υποστεί ως ζωντανά όντα./ Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός μιας/ τέτοιας προσμονής και ακινησίας για το/ ομολογουμένως αναπόφευκτο της εθελουσίας τύφλωσης».  

Βιαστικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Θάνογλου επιλέγει την πόζα διατύπωσης στοχευμένων ιδεών για τον χωροχρόνο με «φίλτρο» τη χαμηλότονη συνομιλία με τον αναγνώστη, την ήπια σχεδόν ανέξοδη καταγραφή. Αυτό το τελευταίο στοιχείο ωστόσο -η συγκροτημένη κατάθεση συλλογισμών δίχως μεγαλοστομίες ή ιδεοληψίες- πιθανώς θ’ αποτελέσει το εργαλείο για την εξέλιξη της ποιητικής της. Ο λόγος της, μέσα από τις θεματολογικές επιλογές της στα βιβλία που έχει κυκλοφορήσει έως στιγμής (Οι πέντε εποχές του κόκκινου, 2017 – Αναπαράσταση, 2019 – Ο θάνατος των πτηνών, 2021), δεν αυτοπεριορίζεται. Και πάντως, δημιουργεί αναμονές για μια ποιητική ταυτότητα, με πρόσημα και νοηματοδοτήσεις (που γενικώς απουσιάζουν στην «πλημμυρίδα» συλλογών των τελευταίων χρόνων).