Απόστολος Θηβαίος | Ο θάλαμος

© Louis Faurer

Ιστορία για ανθρώπους
που επιστρέφουν
μες σε γαλάζιο
σύθαμπο

 

Τινάχτηκε μες στη νύχτα. Το ποτήρι με το νερό έπεσε χάμω και γίνηκε χίλια κομμάτια. Κοίταξε την ώρα, πέντε περασμένες. Σηκώθηκε και ετοίμασε τα πράγματα. Τι ετοίμασε δηλαδή,  μονάχα στοίβαξε όλο και όλο το βιος του σε εκείνη την άσπρη τη βαλίτσα την τσαλακωμένη από τα χέρια και τα χρόνια. Να πάρει μαζί και τα φουλάρια του που και το μπαγλαμαδάκι του, μην τύχει και του΄ρθει ο σεβντάς βράδυ, πλάι στο κύμα. 

Γύρισε και κοίταξε, είπε πως σίγουρα κάτι σπουδαίο είχε λησμονήσει. Μα τώρα δεν ήταν πια η ώρα. Έπρεπε δίχως άλλο να φύγει. Θα πάρει τη μοτοσικλέτα και αν το θέλει ο Θεός και πάρει μπρος μεμιάς, δίχως ταλαιπωρίες και καντήλια και τα ρέστα, σε λίγο θα ΄ναι στο λιμάνι. Με τα φώτα του τα νυσταγμένα και με την ζέστη που ΄ρχεται σαν πυρετός σε κάθε μαχαλά. 

Στα μπαλκονάκια τριγύρω τραγουδάνε τα πιατελάκια και όλοι θαρρείς οι αγουροξυπνημένοι ένοικοι του εύχονται καλό ταξίδι. 

Να τος , λοιπόν, στηριγμένος στα ρέλια να αποχαιρετά τον Πειραιά και όλο να νοσταλγεί την ζωή που αφήνει. Και έπειτα το πέλαγο και οι πρωινοί γλάροι που ακολουθούν το βαπόρι καθώς ανοίγεται στο αρχιπέλαγος. 

Είδε τον εαυτό του στα μάτια εκείνου του κοριτσιού. Του γέλασε μα είδε πίσω της τον εαυτό του, κάπως γερασμένο και μελαγχολικό, με την τσαλακωμένη του βαλίτσα στα χέρια. Σαν τους φαντάρους που ταξιδεύουν με μια Κατερίνα και μια σκοπιά στο στοχασμό τους. Τίποτε δεν είπε, μόνον κοίταξε ίσια τον ήλιο που σηκωνόταν σαν να φρόντιζαν για αυτόν οι άνθρωποι ενός θιάσου μυστικού. Και ήταν ο θείος Ιούλιος, όπως στα ποιήματα, γεφυρωμένος με του θερισμού τους στίχους και ο ίδιος στην πλώρη του βαποριού με το μέτωπο του στα νησιά καρφωμένο. 

Αφήσανε τους περισσότερους στα πρώτα λιμάνια. Και τώρα εκείνοι οι λίγοι, σαν ναυαγοί καταδικασμένοι τραβούν για τα πέρατα του κόσμου. Μακρινή φιγούρα το νησί στο βάθος των οριζόντων. 

Μα είναι όλα ψέμματα. Και το νησί και οι αναμνήσεις από την ζωή που άφησε πίσω του. Θέλει να κρατήσει ετούτο το ταξίδι για χρόνια μέσα του βαθιά. Θέλει να μην φτάνουν ποτέ οι άνθρωποι στους προορισμούς που γυρεύουν. Γιατί τότε είναι που τελειώνει το ταξίδι και όλες οι πιθανότητες πεθαίνουν σαν πεταλούδες της νύχτας, αιώνια καταδικασμένες σε μια και μόνη βραδιά. 

Άγγιξε το πρόσωπό του και το ΄βρε γεμάτο χαρακιές. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει, πόσα χρόνια άραγε να ταξιδεύει, κανείς δεν θα το πει. Εκείνος, ανάμεσα στο πλήθος που λιγοστεύει και ίσως έρθει μια μέρα που στο λιμάνι του νησιού θα κατέβει μονάχος μέσα από το σκουριασμένο κήτος, βαρύς, σαν σχοινί θαλασσινό, δουλεμένο σε κάβους και αγκυροβόλια. Τώρα είναι ένας άλλος, εκείνος που ταξιδεύει στην πλώρη του καραβιού είναι ένας άλλος. 

Το βαπόρι σφυρίζει. Κάπου έχει φτάσει μα παντού έχει πέσει ομίχλη και δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς ποια είναι η αλήθεια και ποια η πραγματικότητα. Κανείς δεν περιμένει στις προκυμαίες και το βαπόρι αργά που σβήνει τα φώτα του. Θα μείνει εκεί για πάντα, αφού ποτέ κανείς δεν επιστρέφει αληθινά από τις θερινές του διακοπές.

Τώρα εμπρός από τον καθρέφτη του καφενείου που διανυκτερεύει περιεργάζεται τον εαυτό του. Άδειος, με τον αέρα του νησιού που τον διασχίζει, σαν να ΄ταν φαράγγι. Και τα μαλλιά του κάτασπρα, σαν το χιόνι του Δεκέμβρη που σήμερα φαντάζει τόσο απίθανο όσο και αυτό το νησί που μας καρτερά στην άκρη του πελάγους και μια φορά και έναν καιρό από τους χάρτες ξεγλιστράει και κρύβεται. 

Τώρα σκέφτεται εκείνες τις μέρες μες στον θάλαμο με τους υπόλευκους τοίχους. Και όλο θυμάται σκόρπιες σκηνές από κάποιο δράμα που ποτέ δεν ήταν δικό του. Ίσως αν προσπαθήσει να θυμηθεί πού άφησε για πάντα εκείνη την τσαλακωμένη βαλίτσα. Έχει μέσα κάτι δικό του, έχει κάπου εκεί τα κλειδιά ενός δικού του σπιτιού. Υπάρχουν τόσα εκεί μέσα μα πάει καιρός που όλα χαθήκανε και άλλωστε οι άνθρωποι εδώ του αρνούνται πεισματικά κάθε τι. Κάθε βράδυ τον δένουν σε ένα κρεβάτι και από τον μικρό φεγγίτη του θαλάμου του μετράει αδέξια τον καιρό. Για το καλό του, όπως λέει εκείνο το τραγούδι.

Θα έρθει μια μέρα που θα φανεί, κεφάτος, γεμάτος νοσταλγία, με τα σημάδια του ηλεκτροσόκ στο στήθος, θα έρθει μια μέρα που θα φανεί. Θα περάσει μέσα από το γαλάζιο μου στενό και ίσως για μια στιγμή συλλογιστεί ξεκάθαρα εκείνον τον νεαρό που ΄φευγε νύχτα ακόμη για τα νησιά, πριν από χρόνια. Που τώρα επιστρέφει με το χαρτί στην τσέπη του και τα σημάδια στους καρπούς του από τους σκληρούς ιμάντες που έχουν συγκρατήσει τόσους και τόσους. Ανθρώπους που στάθηκαν κίνδυνος για τον εαυτό τους. 

Για αυτούς σας μιλάω που βλαστημούν πίσω από κλειδωμένες πόρτες και άλλοτε κλαίνε και δίνουν υπόσχεση πως ως το πρωί θα ´χουν βρει τον εαυτό τους ή θα έχουν για πάντα χαθεί. Γι΄ αυτούς.

Απόστολος Θηβαίος