Απόστολος Θηβαίος | Ο ρυθμός Ιφιγένεια είναι πάντα 9/8

© Todd Hido

Η Ιφιγένεια Γιαννοπούλου σε γαλάζιο φόντο,
νυχτερινό
1964- 2004

Στην αρχή ίσα που έφθανε ο θόρυβος. Μα λίγο αργότερα ακούστηκε καθαρά μια φωνή, σαν λυγμός. Αν είναι να σπάσει η νύχτα, από μια τέτοια αιτία θα είναι. Αλλιώς τόση ερημιά δεν σώζεται με τίποτε, σκέφτηκε και περπάτησε αργά προς την μουσική που δυνάμωνε και έπεφτε σαν βροχή από παντού. 

Και τότε την είδε, θαμμένη κάτω από τους καπνούς του τσιγάρου της. Δεν ήταν αυτού εδώ του κόσμου εκείνο το κορίτσι και τριγύρω έπεφτε η σιγαλιά σαν πένθιμο ακόρντο. Πλησίασε, μα εκείνη η γυναίκα δεν έδινε την παραμικρή σημασία. Στεκόταν εμπρός στον τοίχο σαν τους μελλοθάνατους που βρίσκουν λίγο κουράγιο απέναντι στο απόσπασμα. Είπα να την ρωτήσω ποιο είναι το όνομά της και πώς βρέθηκε εδώ μα τίποτε δεν είπα. Είδα που ΄χε φτιάξει το όνομά της πάνω στη σκόνη. Άμα φυσήξει εκείνους τους ξαφνικούς αέρηδες όλα θα σβηστούν. Μα δεν την νοιάζει και πίσω από τους καπνούς του τσιγάρου της συλλογιέται τους χρησμούς που πέσανε έξω. Τίποτε δεν είπα και κάθισα στο πλάι της, να δω μέχρι πού μπορεί να φτάσει η μοναξιά της. Και τότε ήταν που ακούστηκαν ρυθμικά οι ριπές πάνω στον τοίχο. Εννέα όγδοα είπε και κάτι σάρωσε τα σκουπίδια του δρόμου. 

Περνάγανε από μπροστά της τα χρόνια και η Ελλάδα που ´μαθε να «πέφτει από μπαλκόνια». Ο άνεμος σάρωνε τις δεκαετίες και τα κάδρα της ζωής μας με την σαθρή κορνίζα. Και τι δεν πέρασε από μπροστά μας εκείνο το βράδυ, η μεταπολίτευση και ο «ήχος του πατέρα» μου σαν μέσα από το ηχείο του καιρού. 

Πες μου πώς σε λένε, της είπα. Και εκείνη μου είπε Ιφιγένεια και είδα μεμιάς τόσους να θυσιάζονται στ΄όνειρο. Τι ζητάς τη ρώτησα και εκείνη απάντησε, να ακούσω εκείνο το τραγούδι. 

Και η Ελλάς να παρελαύνει αιωνίως με την δήλωση των κοινωνικών φρονημάτων στα δόντια, πληγωμένη και τόσο παλιά πια, δίχως αντίκρισμα μες στη νύχτα. Και πίσω της στρατιές οι κολασμένοι, βιολέτες και ξερονήσια ντεμοντέ, όσο βλέπει το μάτι σου. Δεν σήκωσα το βλέμμα μου να την κοιτάξω, μονάχα που μέσα μου πήρε να κλαίει «ένα κλαρίνο». Η Ιφιγένεια πήρε να αραδιάζει πόλεις και ονόματα και εγώ που έλεγα ψιθυριστά παρών, παρών, παρών σαν τίποτε να μην είχε αλλάξει. Νησιά τα χρόνια μας και έρχεται μια στιγμή που συναντά κανείς τον εαυτό του. 

Θα μείνεις, τη ρώτησα και ήταν ολάκερη μια σκηνή βουβή και θλιμμένη. Όμως εκείνη έφευγε κιόλας, σαν καταιγίδα τραβιόταν κατά τον ορίζοντα να πνιγεί εκεί που χάνεται το βλέμμα. Τίποτε άλλο δεν την ρώτησα και είδα της μάνας μου «τα μάτια» να με κοιτάζουν πίσω από τα χρόνια. 

Και εκείνη τραβιόταν σαν άμπωτη και προχωρούσε αργά, βυζαντινά με μια τελετή στην καρδιά. Εδώ τελειώνουν όλα, είπα και την άφησα να φύγει σαν σινιάλο αδέσποτο που κανείς δεν είδε. Το γαλάζιο μου στενό στροβιλιζόταν σαν κουρασμένο μπαλέτο και ανάπηρη η καρδιά μου προχωρούσε. Η μέρα γύρευε να κερδίσει τη ζωή της, να προλάβει εκείνους τους ταπετσέρηδες που τριγυρίζουν και συλλέγουν τα απομεινάρια της νύχτας, κάτι μεγάλες επιφάνειες με τα όνειρά μας απάνω ξεψυχισμένα και ασήμαντα.

Ώρα σου καλή Ιφιγένεια, είπα και την κοιτούσα που περνούσε χαράματα μέσα από το Σικάγο και το Ντόρτμουντ, ακολουθώντας τον ήχο της βάρδιας. Ώρα σου καλή Ιφιγένεια και έφευγε σαν τα πουλιά. 

Γιατί ήρθες τη ρώτησα και η φωνή μου έσκισε τη νύχτα. Θαρρώ πως μου ΄πε, ήρθα ως εδώ για να σιγουρευτώ για την ανθρωπιά σας. Και ίσως αν το θέλε η τύχη να σκάρωνα και ένα τραγουδάκι. Όχι τίποτε σπουδαίο, δυο τρεις στίχους να φέγγουν μες στο σκοτάδι. 

Από μια τέτοια γυναίκα δεν επιστρέφεις ποτέ και δεν θα ΄χε τίποτε αλλάξει αν δεν είχε φανεί το φορτηγό που ξεφορτώνει εφημερίδες κάθε πρωί. Μια τέτοια ώρα η Ελλάς δεν μοιάζει καθόλου στυλιζέ, μια τέτοια ώρα η Ελλάς τα βάζει με την ντροπή της και ακούει τα λαϊκά της μεταπολίτευσης που ξόφλησε και αυτή, θυσία στο μετά του εθνικού μας μοντερνισμού. 

Ο εκφωνητής προλόγισε το τραγούδι, αφήνοντας την εισαγωγή να παίζει στη διαπασών. Η Ιφιγένεια Γιαννοπούλου και εννέα όγδοα στης Καισαριανής τον τοίχο. Στα μπαλκόνια κάτι φιγούρες ξενυχτισμένες, στραπατσαρισμένες από την ψεύτικη την ελπίδα. Σε λίγο θα ξεχυθούν στην πόλη, θα ακολουθήσουν το κοπάδι με το όνειρο το σαββατιάτικο που πάντα πεθαίνει νωρίς. 

Όλα τελειώνουν για εμάς τις Κυριακές της φώναξα μα εκείνη ήταν κιόλας μακριά και το καλοκαίρι τίποτε δεν άφηνε όρθιο από τα ψεύτικα παστέλ της εποχής μας.

Πάνε είκοσι χρόνια από τότε. Η Ιφιγένεια Γιαννοπούλου άφησε κάτι τραγούδια να έχουμε για τον δρόμο του γυρισμού και η Ελλάς γύρισε σελίδα για πάντα. Και τα πλοία που δεν περνούν ποτέ από τα ξερονήσια και τα φυλάκια να τραγουδούν μες στην μοναξιά τους, ουρλιάζοντας παρών, παρών, παρών σε κάλπικα προσκλητήρια, που γίνηκαν μνημεία και ξεθώριασαν.  

Πάνε είκοσι χρόνια τώρα Ιφιγένεια. Και αν σε διαβάζω απόψε, είναι επειδή σε βρήκα να ακροβατείς στα νεοελληνικά πεντάγραμμα, είκοσι χρόνια τώρα, με τη μια σιωπή πάνω στην άλλη. Και αν σε θυμάμαι απόψε Ιφιγένεια, είναι γιατί ήρθαν απόψε οι δεκαετίες και κάθισαν μαζί μου να τα πούμε μια στάλα. Και εγώ που ζω με τα φαντάσματα, κάτι πλάσματα ωραία θυμήθηκα και είπα πως είναι δύσκολο με τέτοιο φορτίο να γερνάς Ιφιγένεια. Όλα τα μοιράστηκα απόψε Ιφιγένεια μαζί σου, τίποτε δεν κράτησα για μένα, πέρα από εκείνο το πορτραίτο έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Φρανκφούρτης που ποτέ δεν θα το κάνω δικό μου. 

Απόστολο Θηβαίος