Απόστολος Θηβαίος | Εβδομάδα Μικρών Βιβλιοπωλείων

[…Και αφού παλέψαμε με σιωπές και εκεχειρίες, κατάκοποι από εκείνο το αγώνισμα
επιστρέψαμε στις ζωές μας.
Εκείνη στ΄αμφιθέατρα και εγώ στο γαλάζιο μου στενό, ναυαγισμένος σε χρόνια ξέρες…]

Είχα απομακρυνθεί από το γαλάζιο μου στενό. Κάθε τέτοια εποχή, βλέπετε διαλέγω να εξερευνήσω την πόλη που αλλάζει. Ίσως σε κάποια εσοχή, πιθανότατα σε κάποια κλειστή αυλή, σαν εκείνες που απλώνονται γεμάτες θαύματα στα ποιήματα του αυτόχειρα Γιώργου Μακρή, να στέκει αντιθετικά κόντρα στο γυαλί και τον χάλυβα ένας μικρός, πολύ μικρός κήπος κατάμεστος από φρέζιες και ενοχή.

 Πέρασα κάτω από τις καινούριες μαρκίζες, έξω από τα μαγαζιά που κλείσανε δίχως να αφήσουν σημειώματα και τα ρέστα, είδα τους ανθρώπους να περνούν κοπαδιαστά γύρω μου σαν στίχους, είδα το πώς και το γιατί της άνοιξης που φθάνει με κάθε τρόπο, αφήνοντας κάτι αδιόρατα χνάρια εδώ και εκεί.  Είδα τις αποκαταστάσεις των κτιρίων, τις φθαρμένες προσόψεις που βαστούν όλη μας την θλίψη. Όλα τα είδα και τα χαιρέτησα, σαν να γλιστρούσε ολόκληρος ο κόσμος μες στην χίμαιρα.

Έξω από το βιβλιοπωλείο στάθηκα, δίχως λόγο. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι με πράσινη απόχρωση στην πρόσοψή του. Ήταν στα αλήθεια μικρό μα είναι βέβαιο πως θα χωρούσε θαύματα. Η επιγραφή το ΄λεγε καθαρά, «εβδομάδα μικρών βιβλιοπωλείων». Δεν το σκέφτηκα καθόλου και δοκίμασα να περάσω την λεωφόρο που βρυχάται. Με επιδέξιες κινήσεις  τρελού χορευτή απέφυγα τα τροχοφόρα, τις ειδήσεις, τα φιλιά και τον άνεμο που ακολουθεί τα πράγματα. Βρέθηκα εμπρός από το μικρό βιβλιοπωλείο και η επιγραφή φάνταζε τώρα πια πελώρια. Ο βιβλιοπώλης στεκόταν στο βάθος πίσω από ένα μικρό γραφείο με σωρούς βιβλία. Μερικοί πελάτες, έριχναν κλεφτές ματιές στα οπισθόφυλλα και τους καταλόγους, καθένας βυθισμένος στον δικό του κόσμο, κάπως κουρασμένοι, με τα χαρακτηριστικά τους σε ένταση, συνεπεία της μισθωτής, της ανυπόφορης εργασίας. 

Κύριε Καρυωτάκη, επί τη ευκαιρία υποβάλλω τα σέβη μου, σκέφτηκα και τότε ήταν που μια παρέα από κοριτσόπουλα τρύπωσαν στο μικρό βιβλιοπωλείο. Ήταν μια όμορφη παρέα, γεμάτη νιάτα και ομορφιά. Μα την αποφασιστική σημασία στην σύνθεσή της έπαιζε εκείνο το κορίτσι, βγαλμένο από τοιχογραφία  θηραϊκού σπιτιού, με ένα και μόνο κύμα για μαλλιά. Κοιτούσε γύρω της το στυλιζαρισμένο απόγευμα όσο οι φιλενάδες της γερνούσαν πίσω από τους μεγάλους τόμους του βιβλιοπωλείου. Ήταν κάτι το μεγαλειώδες, μια στιγμή που σπάνια έρχεται στην ζωή ενός ανθρώπου. Αλλιώς δεν θα μπορούσε κανείς να περιγράψει εκείνη την παύση που επιβλήθηκε παντού σαν συναντήθηκαν τα μάτια μας. Μάρτυς μου ο Θεός μα η λεωφόρος σώπασε και ο χρόνος πάγωσε, όπως στα φιλμ της επιστημονικής φαντασίας. Και εγώ που μέχρι τότε κομμάτι της πόλης ήμουν και τίποτε, αμέσως αναγνώρισα στον κόσμο μια αληθινή και σπουδαία ελπίδα. 

Τι και αν είναι τριμμένο το σακάκι μου, τι και αν το χιόνι σκεπάζει τα μαλλιά μου. Έρχεται μια στιγμή που ένας παλιός καιρός επιστρέφει και η καρδιά ξυπνά με μια ένδοξη μεγαλοπρέπεια που μόνον η επιθυμία μπορεί να σημαδέψει. Το λοιπόν, θα μπω και εγώ σε εκείνο το βιβλιοπωλείο. Θα κάνω πως διαβάζω τα βιβλία, ανήμπορος να διαλέξω τι τάχα είναι εκείνο που ζητώ. Μα ο νους μου θα είναι στο γέλιο της που είναι χιλιάδες, σπασμένα ποτήρια, ο νους μου, ένας δρόμος σαρωμένος από τον ξαφνικό άνεμο, γεμάτος από εκείνο το κορίτσι που ανάβει φώτα σε όλα τα σταυροδρόμια της καρδιάς μου.  Θα πρέπει να βάλω τα δυνατά μου. Και ακόμη θα πρέπει όλοι αυτοί οι νεκροί ποιητές, όλα τα νεκρά μυθιστορήματα θα πρέπει να μου κάνουν την χάρη. Να πουν για την ιστορία μιας αγάπης που γεννιέται, να γράψουν για τον ήλιο που παίζει στ΄αυλάκι, να φτιάξουν χάρτινα τριαντάφυλλα που είναι πιο όμορφα από τα αληθινά γιατί δεν είναι τέλεια, με δεκάδες ξέφτια για πέταλα. 

Θα πρέπει να δείξω επιμονή. Οι κίνδυνοι είναι πολλοί μα τίποτε δεν έχει κριθεί ακόμη. Τώρα πια μας χωρίζει ο Έρι ντε Λούκα που μου γνέφει μέσα από το ολόλευκο ράφι πως εσύ, είσαι δικός της. Θα προσποιηθώ πως τίποτε δεν ακούω και με έναν ευφάνταστο τρόπο, όλο ευρηματικότητα εμπρός της θα βρεθώ. Τώρα όλα τα κάνει πιο τρυφερά η συγκαταβατική στα πάθη του κόσμου μορφή του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Σε λίγο θα φύγει, θα χαθεί στην αιώνια γραμμή Πορνό , Τεό , Κολοσάλ ίδιος σε όλους τους καιρούς, μια ανυπολόγιστη σημασία και ένα μακρινό, αναμμένο παραθύρι κάπου στις εξοχές. Εκεί που θα΄θελα  τώρα να βρισκόμαστε με την αμηχανία μας σαν φεγγάρι ολόγιομο πάνω από πυρετώδεις προτομές.

Κρατούμε το ίδιο βιβλίο, για φαντάσου τι σύμπτωση. Και από τα χέρια ως τις παρυφές του λαιμού της και τα ανάκλιντρα των χειλιών της, η ομορφιά ανοίγει όλα της τα φύλλα. Δεν θ΄αντέξω για πολύ ακόμη, νερό θα γίνω και θα χαθώ μες στην πόλη, το ξέρω. 

Δικό σου το βιβλίο, για μένα θα κρατήσω μονάχα τα φύλλα της μαργαρίτας. Μοιάζουν χάρτινα και ίσως έτσι να΄ναι μα τούτη την ώρα μου φαντάζουν αρκετά. Για να χαθώ μες στο μεγάλο ερώτημα του έρωτα που έμεινε για πάντα ανομολόγητο. Εγώ δεν έχω όνομα, μόνο το βλέμμα μου για να σου προσφέρω. Δικό σου το βιβλίο, εγώ θα διαλέξω το επόμενο πλοίο που φεύγει για την Αμοργό απόψε, δίχως ποτέ να κοιτάξει πίσω. 

Άφησα τον Γκάτσο μες στο τραγούδι του και όλο μου τον εαυτό έδωσα για να σώσω ό,τι μπορούσα από την εικόνα της που λιγόστευε. Τώρα προχωρούσαν, ένα μπουκέτο νιάτα στον δρόμο με τ΄αρχαίο όνομα. Τριαντάφυλλα, καρδιές, εξώφυλλα, όλα την αποχαιρετούσαν. Το μικρό βιβλιοπωλείο πετούσε πια και ήταν τα βιβλία του λευκά, τουφωτά σύννεφα γεμάτα ποιήματα βροχές. Χάθηκα και εγώ, περπατώντας πιο αργά από ποτέ, τραβώντας για το γαλάζιο μου στενό. Τι όμορφα εκείνα τα μικρά βιβλιοπωλεία σκέφτηκα και θέλησα να πέσω να πεθάνω από ευτυχία σαν την έφερα στο νου μου. Ήταν τόσα πολλά περισσότερα από ένα κορίτσι είκοσι μόλις χρόνων, ήταν ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. 

Και τότε ήταν που με βρήκε η αναπάντεχη έκπληξη. Κύριε, κύριε, ακούστηκε από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Ήταν εκείνο το κορίτσι, το ταλέντο μιας συνηθισμένης κατά τ΄άλλα πολιτείας. 

Σκέφτηκα πως αφού και οι δυο μας γυρέψαμε από την Μαργαρίτα του Φάουστ όλη την αλήθεια, θα είχε αξία να σας προσφέρω αυτό το βιβλίο. Αγόρασα και εγώ ένα αντίτυπο είπε και ως απάνω στα χείλη μου ξύπνησε γεύση γλυκού κερασιού. Δεν μπορούσα τίποτε να πω, όλες τις γραμμές της άμυνάς μου τις είχε γκρεμίσει εκείνο το ξαφνικό αεράκι με το μυθολογικό όνομα. Σας ευχαριστώ και την είδα που διαλυόταν, πρώτη ανάμεσα σε εκείνες που ξέρουν να διαβάζουν τα χείλη του φεγγαριού. Κοίταξα το βιβλίο μου και ένιωσα γεμάτος, ένας κόσμος, κάπως μοναχικός και κακοντυμένος μες στην σκληρή πραγματικότητα. 

Ένας κύριος με Μονόκλ και χαμόγελο αινιγματικό, με κοίταξε και έπειτα χάθηκε, αφήνοντας μια αίσθηση φιλντισένια σε εκείνες τις ναυαγισμένες ώρες. Παράξενα μέρη, σκέφτηκα που ΄ναι πάντα τα μικρά βιβλιοπωλεία, γεμάτα από τ΄αναπάντεχο. Στέκουν  συνένοχοι μαζί με τις σκιές, μαζί με τα φεγγάρια, τους στίχους και τα πιο πένθιμα ακόρντα. Οι τύψεις για όσα δεν πρόλαβα να πω με έκαναν να χάσω το κουράγιο μου. Μα έπειτα ένιωσα γενναίος, σχεδόν ανήθικα. Με το ένα ψεύτικο, χαρτονένιο λουλούδι στο πέτο μου και με όλα τα φύλλα μου ριγμένα, είπα αντίο. Τίποτε άλλο δεν θα την έφτανε πια έτσι που η φιγούρα της έλιωνε μες στην πρώιμα, καλοκαιρινή βραδιά. 

Απόστολος Θηβαίος