Διήγημα από το «Ταξίδι στο φούρνο», της Χριστίνας Ιωάννου, εκδόσεις Ιωλκός, 2022

Όνειρο στο σπήλαιο

Το ξημέρωμα της 27ης Μαρτίου του 2017, αποφάσισα να φύγω από το Παρίσι. Διέσχιζα το νεκροταφείο Montparnasse μες στην υγρασία και το θάνατο όταν συνειδητοποίησα ότι ο ουρανός δεν ήταν πια ο ίδιος. Έχει ένα περίεργο χρώμα ο παρισινός ουρανός το ξημέρωμα. Κόκκινο με μία ανταύγεια απελπισίας. Στάθηκα, κοίταξα γύρω τους αιώνια ξεκούραστους, τις φωτογραφίες τους, τις ημερομηνίες, τα λουλούδια που κάποιος άφησε, κάποια πέτρα, πάλι τον ουρανό. Προχώρησα προς το κέντρο του νεκροταφείου. Εκεί έχει ένα άνοιγμα, όπου ενώνονται όλοι οι δρόμοι και παράδρομοι του Montparnasse. Αν ήταν πρωί θα έλεγα ξέφωτο. Στο κέντρο υψώνεται ένα άγαλμα και γύρω σαν σε πλατεία συχνάζουν τετραθέσια παγκάκια. Να κάθεσαι και να αγναντεύεις το άγαλμα ανάμεσα στους νεκρούς. Αν θέλεις, μπορείς και να καπνίζεις. Διάλεξα το δεύτερο παγκάκι αριστερά. Κάθε βράδυ κι άλλο. Άναψα ένα τσιγάρο και ξανακοίταξα τον ουρανό. Είχε αρχίσει να κιτρινίζει κι εγώ σιχαίνομαι το κίτρινο. Μήπως ήταν η ιδέα μου; Μήπως η νεκρίλα που απλωνόταν γύρω μου; Μήπως εγώ;

«Μήπως η απελπισία σας που άλλαξε μορφή;» ακού­στηκε μια φωνή.

«Μπα, έτσι απελπισμένος ήμουν πάντα» αποκρίθηκα αδιάφορα. 

Και μετά τρόμαξα και κοίταξα γύρω μου. Αριστερά κανείς, το άγαλμα ακίνητο, τριγύρω ερημιά και ησυχία. Γύρισα δεξιά και τότε τον είδα. Στην άκρη από το παγκάκι καθόταν ο Σαρτρ. Μόλις τον αντίκρισα ανατρίχιασα. Μου χαμογέλασε.

«Μα πώς;» αναρωτήθηκα.

«Απελπισμένος δεν είστε;» ρώτησε. 

Παρέμεινα με το στόμα ανοιχτό. 

«Δεν είναι το κόκκινο που έχετε συνηθίσει, ε;» συνέχισε και κοίταξε τον ουρανό.

«Είναι κίτρινο» απάντησα σαστισμένος.

«Δεν είναι κίτρινο. Είναι άλλο. Η απελπισία σας το κάνει άλλο».

«Δεν καταλαβαίνω» αποκρίθηκα.

«Η απελπισία που χρωματίζει τον ουρανό έρχεται πάντα από μέσα μας» είπε. «Η ζωή, όμως, είναι στην άλλη πλευρά της απελπισίας. Αφήστε τη, λοιπόν και προχωρήστε».

«Εσείς το λέτε αυτό;».

«Γιατί σας εκπλήσσει;».

«Εσείς αυτό κάνατε;».

«Το τι έκανα εγώ δεν έχει καμία σημασία».

«Για εμάς έχει. Πολλοί μιλούν για εσάς, πολλοί σας ακολουθούν πιστά, ακολουθούν αυτά που είπατε και κάνατε».

«Πάλι, όμως, το τι έκανα δεν έχει σημασία. Όπως και το τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι δεν έχει σημασία. Κι αν μ’ αντιγράφουν αυτό που κάνουν είναι εν γένει ανούσιο».

«Ξέρετε, δε σας συμπάθησα ποτέ. Η ναυτία σας δε μου έφερε ποτέ ναυτία. Η άρρητη ναυτία του Καμύ, όμως, με κατατρέχει μια ζωή».

«Μη γίνεστε βλάσφημος» απάντησε κι εγώ πήρα ακόμα μία τζούρα από το τσιγάρο μου. «Τρεις η ώρα το πρωί είναι πολύ νωρίς και πολύ αργά για οτιδήποτε» είπε. «Γιατί δεν πάτε σπίτι σας να ξεκουραστείτε;».

«Εδώ είναι το σπίτι μου» απάντησα.

«Λάθος κάνετε. Εδώ είναι το δικό μου».

Δεν είχα όρεξη να του μιλήσω. Δεν ήξερα από πού και γιατί εμφανίστηκε, ούτε τι ήθελε. Ήξερα μόνο ότι εκείνη τη στιγμή η παρουσία του με ενοχλούσε. Δεν άντεχα να τον κοιτάω, τα μάτια του έμοιαζαν να κοιτούν εμένα και όλο τον κόσμο ταυτόχρονα. Γύρισα το βλέμμα μου στο άγαλμα. Ένα αγόρι νεαρό, δυο φτερά μεγάλα και μια ανθοδέσμη στο δεξί χέρι. Τόσες διανυκτερεύσεις σε αυτά τα παγκάκια και τι αντικατοπτρίζει δε φιλοτιμήθηκα να μάθω.

«Η ιδιοφυΐα του αιώνιου ύπνου» είπε ο Σαρτρ διαβάζοντας τη σκέψη μου.

«Και πώς είναι ο αιώνιος ύπνος;» τον ρώτησα ενοχλημένος.

«Όπως και ο εφήμερος» μου απάντησε «αλλά χωρίς όνειρα». 

«Όνειρα» είπα μέσα μου και χαμογέλασα «βλακείες».

«Όνειρα!» δήλωσε σθεναρά. «Γιατί σας φαίνεται αστείο;».

Είχε αρχίσει να μου τη δίνει στα νεύρα. Εμφανίστη­κε από το πουθενά, απρόσκλητος και με όρεξη για κουβέντα.

«Τι θέλετε; Σταματήστε να διαβάζετε τη σκέψη μου και αφήστε με μόνο μου».

«Μα ήρθατε εδώ, επειδή είστε μόνος».

«Και θέλω να παραμείνω μόνος» φώναξα. 

Ξεφύσηξα και γύρισα από την άλλη.

«Πείτε μου για τα όνειρα, εδώ γύρω δεν υπάρχει κα­νένα» παρακάλεσε.

«Ούτε εδώ υπάρχει» απάντησα νευριασμένος δείχνοντας με το δάχτυλο το κεφάλι μου.

«Δεν μπορεί, ζωντανός άνθρωπος να μην έχετε ούτε ένα όνειρο».

«Είχα, αλλά τελείωσε, υπάρχει μόνο η πραγματικότητα» ούρλιαξα. «Γιατί δε με αφήνετε μόνο μου;».

«Αφήστε την πραγματικότητα. Μιλήστε μου για το όνειρό σας» επέμεινε κι έσφιξα τα χέρια μου. Ένιωσα να πνίγομαι. Θύμωσα. Τι να του πω; Γύρισα και τον κοίταξα.

«Τι να σας πω; Ήρθα εδώ γιατί είχα ένα φίλο. Τον αγαπούσα δυνατά, απ’ όταν ήμαστε παιδιά, δεν άντεξε το ξύλο. Ονρί τον έλεγαν, ψηλός, μάτια καφέ και χείλη, σαν γινωμένη φράουλα και δέρμα από δείλι. Ήθελε θάλασσες βαθιές και μακρινά ταξίδια, μα ο κόσμος τον ετρόμαξε και τα ’κοψε αιφνίδια. Τον γνώρισα ένα πρωί, σ’ ένα ελληνικό νησί, στα βράχια να καπνίζει. Δεν ήθελε τη συντροφιά από κορίτσια εξωτικά, ήθελε να ορίζει, τη ζωή του για να ’ναι αληθινή, με ένα αγόρι ν’ αγαπηθεί, να νιώσει ελευθερία κι εμένα είδε τη μέρα αυτή, μ’ ένα μαγιό και μια φωνή που ακούστηκε αστεία. Περάσαν μέρες, δειλινά, μου έμαθε τα γαλλικά, με έφερε μαζί του, στην πόλη του φωτός αυτή, να δει πώς ζω, να δω πώς ζει, πώς είναι το φιλί του. Έχουν περάσει χρόνια πια από τη γνωριμία, μόνο δυο βλέφαρα κλειστά απ’ τη δολοφονία. Τέλη Φλεβάρη πήγαμε να δούμε τι συμβαίνει, στη γειτονιά την κοντινή που η ταραχή προσμένει, να ενταθεί, να συγκρουστεί με τη διαφορά της, να τη χτυπήσει σαν εχθρό σκληρά μες στην κοιλιά της. Τρεις άντρες που λαχταρούσανε μονάχα τα κορίτσια και ένα θεό πρεσβεύανε σαν να ’ταν η αλήθεια, ξεχύθηκαν επάνω μου να μου επιτεθούνε και γρήγορα έτρεξα μακριά μήπως και δε με βρούνε. Και ο Ορνί τούς όρμησε για να με προστατέψει, κι άξαφνα λάμα βουβή, πετάχτηκε στη μέση. Τον χτύπησε έξι φορές, στο στήθος, στο στομάχι και αναίσθητο τον άφησε πεσμένο απ’ τη μάχη. Οι τρεις τους γέλασαν βαθιά, εγώ έτρεξα κοντά του, μια ανάσα είχε, βιαστικά με φύσηξε μακριά του. Και μένω εγώ πια μοναχός σ’ ετούτο το παγκάκι, πάει καιρός, να ονειρευτώ δεν έχει μείνει κάτι».

Είχα λαχανιάσει. Ένιωσα εξαντλημένος και πήρα το θυμωμένο βλέμμα μου από πάνω του. Με ακούμπη­σε στον ώμο.

«Έχω κάνει κι εγώ το λάθος να πιστέψω πως το ξύπνημα από το όνειρο ήταν η πραγματικότητα. Η πρα­γματικότητα, φίλε μου, δεν υπάρχει, ενώ τα όνειρα και σκοτωμένα μάς καθοδηγούν» είπε κι εξαφανίστηκε.

Το κεφάλι μου βάρυνε, πήρα μια βαθιά ανάσα, ξάπλωσα στο παγκάκι και κοίταξα τον παρισινό ουρανό του ξημερώματος για μία τελευταία φορά. Ο κόσμος μύριζε παρελθόν.

 https://iolcos.gr/eshop/titlos/taxidi-foyrno/