Απόστολος Θηβαίος | los fósforos

© Bruno Barbey

Γαλάζια παραλλαγή
Χριστουγεννιάτικης
Ιστορίας

Απόψε χαλάει ο κόσμος. Αλήθεια σας το λέω, το γαλάζιο μου στενό έχει την τιμητική του. Κάθε τόσο συρρέουν κοπαδιαστά τα καλοβαλμένα ζευγάρια. Ρίχνουν μια ματιά στην ταπεινή πόλη που βρωμάει ανθρωπιά και έπειτα τραβούν αποφασιστικά για την γιορτή. Πρόκειται για ένα από εκείνα τα βραδινά, πολυσυζητημένα πάρτι που προσελκύουν την αφρόκρεμα της διανόησης και του επιχειρηματικού κόσμου. Η μουσική παίζει στην διαπασών, τα γέλια, τα τσουγκρίσματα, οι εγκάρδιοι χαιρετισμοί και κάτι συνωμοτικές κουβέντες στα βάθη του σπιτιού αθροίζονται στην πλούσια σκηνογραφία.

Η οικοδέσποινα στόλισε το σπίτι καθώς αρμόζει στην περίσταση. Κρέμασε γιρλάντες στους εξώστες, στα bow windows προσάρμοσε μικρές καμπάνες που σαν φυσά χορεύουν όλο θόρυβο. Φτιαγμένο από μπετόν αρτιφισιέλ με ένα ξύλινο μοτίβο εδώ και εκεί στην πρόσοψη, σαν ρούχο ακριβό και παράταιρο, να καθορίζει την πρόσοψη αυτού του μικρού παλατιού. Η σπιτονοικοκυρά είχε δώσει από καιρό τις εντολές της. Και τώρα μια από τις καμαριέρες τις προωθεί στο συνεργείο των μαστόρων που δουλεύει πυρετωδώς πάνω στο θέμα του μέλλοντος. Αυτό το σπίτι θα μπορούσε να κοντράρει στα ίσια την ασχήμια της πόλης μα το ‘θελε η μοίρα να φτιαχτεί σε τούτο εδώ, το γαλάζιο στενό με τις κλειδωμένες γωνιές.

Ο κύριος και η κυρία Τ. , αναγγέλλει ο κήρυκας στην είσοδο του σπιτιού. Ο κύριος Ν. , η κυρία Ε. , το ζεύγος Ρ. Και άλλα τέτοια ακούγονται ασταμάτητα καθώς οι καλεσμένοι πληθαίνουν. Μια ευχάριστη μουσική παίζει από τα ηχεία του σπιτιού και καλύπτει όλους τους άλλους θορύβους της πολιτείας. Οι καλεσμένοι δεν νοιάζονται για τις ριπές του ανέμου που έτσι στα ξαφνικά κουβαλούν σκισμένα φυλλάδια, μυθιστορίες, ανθρώπους, σκουπίδια.

Δεν νοιάζονται για την μικρή με το πλεχτό της πανέρι που σαν κάθε τέτοια εποχή, φθάνει με το παραχωρημένο επί πιστώσει εμπόρευμά της, δοκιμάζοντας αυτήν την φορά να τα καταφέρει. Το έχει σκάσει από κάποιο από κάποιο ποίημα και κάθε μέρα πληρώνει πολύ ακριβά τον αγώνα της να κρατηθεί στην ζωή.

Πάρτε καλέ κύριε, ένα κουτάκι σπίρτα μα εγώ δεν τα πάω καλά με την φωτιά. Και ένα σπίρτο μονάχα μου φθάνει για να ανάψω την νύχτα. Ευγενικά της αρνούμαι και πέφτω στους συλλογισμούς μου. Και εκείνη σε μια άκρη παγώνει όπως στα παραμύθια.

Τώρα πια ξημερώνει. Οι μουσικές σώπασαν και οι καλεσμένοι παρέες παρέες μιλούν κάτω στον δρόμο όσο οι οδηγοί περιμένουν υπομονετικά το τέλος της βάρδιας τους. Μια κυρία με τρελά, εξωφρενικά μαλλιά, κρατάει αγκαζέ τον καλό της. Στο βάθος του στενού μου φέγγει η καύτρα του τσιγάρου της. Καθώς περνούν εμπρός από την μικρή, η κυρία συγκινείται. Της λέει, πόσο κάνει ολάκερο το πανέρι και αγοράζει όλα τα σπίρτα, κοιτάζοντας τριγύρω αν κανείς παρατήρησε την σκηνή. Τώρα περπατά δυο πήχες ψηλότερα, σαν να πρόκειται για ένα από εκείνα τα ολομόναχα καράβια που μετεωρίζονται στα μάκρη της θαλάσσης. Ο οδηγός την συγχαίρει και της ανοίγει με μια βαθιά υπόκλιση την πόρτα. Το πλανόδιο κορίτσι μετρά τα χρήματα. Μα γρήγορα τα αφήνει επειδή βάφουν με σκοτεινή πορφύρα τα χέρια της. Όλοι οι οδηγοί έχουν γεράσει τόσο πολύ πια.

Είναι γεμάτα αίματα, κύριε επισημαίνει το παιδί με μια φωνή τρεμάμενο φτερό.
Καλύτερα να τα επιστρέψεις. Είναι η σκουριά που τρώγει τις καρδιές και συμβουλεύει πάντα λάθος. Μα ο οδηγός έχει γίνει καπνός μαζί με το ζεύγος και ένα ατέλειωτο κοπάδι θαμώνων τον ακολουθεί. Τι πετυχημένο πάρτι στα αλήθεια και τι υπέροχη συγκυρία μια τέτοια μάζωξη να ολοκληρώνεται με μια καλή, γενναία πράξη.

Το κορίτσι κάθισε στο πλάι μου. Η νύχτα κρατούσε γερά, μοναχικοί, καταθλιπτικοί νάρκισσοι έγραφαν το φινάλε της εκεί έξω. Είπα πως εκείνο το κορίτσι θα είναι άγγελος, μια μορφή χερουβική που εξέρχεται κάποιου Ευαγγελισμού. Τίποτε το ανθρώπινο.

Θα μου πείτε ένα παραμύθι;

Μια φορά και έναν καιρό, το χάραμα έφθασε μαζί με μια τρομερή παγωνιά. Το κορίτσι έκανε μια κίνηση σαν να διώχνει τον χρόνο και πέρασε στην άλλη πλευρά. Υπήρξε για μια, τελευταία φορά η ομορφότερη ατέλεια του κόσμου. Και εγώ που ποτέ δεν κατόρθωσα να θυμηθώ πώς τάχα προχωρούσε η ζωή μια φορά και έναν καιρό, μέσα μου άφησα ένα ουρλιαχτό που έλεγε πέταξε, πέταξε μακριά.

Μια φορά και έναν καιρό, μα γρήγορα δίστασα. Βλέπετε, η ζωή κουβαλούσε το δικό της πνεύμα, μια ατμόσφαιρα καμωμένη για να ταπεινώνεται και να αντέχει σε όλους τους καιρούς. Έπειτα φάνηκε η σκουριά, ένα μαύρο σύννεφο στον ορίζοντα που είχε το πρόσωπο ενός προϊστορικού, Αμερικανού προέδρου. Δεν συγκράτησε το όνομά του, μα θυμάμαι πως η κυρία τον χαρακτήρισε καλύτερο της φίλο και γέλασε με όση καρδιά της είχε απομείνει.

Η νύχτα που περνούσε δεν με έχει κάνει σοφότερο. Με εκείνα τα λεφτά που είχαν πια σχηματίσει μια κατακόκκινη κηλίδα, θα μπορούσα ίσως να αγοράσω λίγη ντροπή. Είναι το μόνο δώρο που θα μπορούσε να κάνει στον εαυτό του τούτος εδώ ο υπέροχος και ανυπόφορος κόσμος.

Τα μάτια του κοριτσιού είχαν πια γεμίσει βρόχινα σύννεφα, δυο βιολέτες πνιγμένες μες στην ομίχλη, τίποτε άλλο. Όλα έμοιαζαν κάπως κουρασμένα με όλη την σκόνη του κόσμου επάνω τους.

Ο κύριος Άντερσεν από το ατελιέ του τρίτου ορόφου με καλημερίζει. Πλάι του ένα από τα μοντέλα του βάφει τα φρύδια του με το σπίρτο. Σαν τα παραμύθια όταν τελειώνουν αλλιώς.

Απόστολος Θηβαίος