Απόστολος Θηβαίος | Η απαντοχή

© Robert Frank

Γαλάζιο φως, κάμαρη φτωχική. Από κάτω η λεωφόρος που πεθαίνει και που καίγεται Η καλύτερη αρετή της είναι όταν σιωπά, με το πλήθος στην νησίδα, απελπισμένο και ανυπεράσπιστο. Και κάθε μέρα να κυλά προς την παλαιότητα, ένας δρόμος ολοένα και σοφότερος. Σκόρπια σπίτια, τρεμάμενα φώτα, δύσκολες ζωές και ευτυχία. Οι ανθρώπινες ζωές στεφανώνουν την λεωφόρο. Αμέτρητες προβολές της , κίτρινα φώτα και άγριες νύχτες επαναλαμβάνονται σε όλη την πόλη.

Η Άννα κουλουριασμένη στην γωνιά του κρεβατιού της. Μια φωνή της τραγουδά από την κουζίνα. Περισσότερο γδέρνει την καρδιά της μα η Άννα έχει όλο τον χρόνο του κόσμου και μπόλικο κουράγιο. Αυτήν την φορά το έβαλε καλά στο μυαλό της. Δεν θα πάει μέχρι την μάγισσα. Αυτή η συνήθεια πρέπει να τελειώσει εδώ. Κάθε τόσο σηκώνεται, κοιτάζει τα χέρια της, σιχαίνεται τον εαυτό της. Όσο το σκέφτεται ο νους της κοντεύει να χαθεί. Κάτω στην λεωφόρο το φθινόπωρο εξαπλώνεται με κίτρινα φύλλα, σχολικά, αντιανεμικά, ξαφνικές βροχές, όλα έχουν έναν ρόλο στην σκηνή μας. Ο αναγνώστης πάντα ξέρει.

Αν της τηλεφωνήσει τώρα όλη της η ζωή θα χαθεί. Από τι κρατιέσαι Άννα; Εμπρός, λοιπόν είναι μόλις δυο τετράγωνα από εδώ. Ένα, δύο, τρία χτυπήματα και πάει, αυτό ήταν. Το μαρτύριο σου Άννα πάει τέλειωσε, έλα να σου δώσω μια σκονισμένη αγκαλιά. Θα μείνει εδώ, καρφωμένη στην θέση της, με το απλανές της βλέμμα, την παγωνιά στα κόκαλά της. Οι ήχοι μεγεθύνονται, η λεωφόρος τώρα περνάει μέσα από την κάμαρη της. Όλα παλιώνουν και τα περιγράμματα σβήνουν. Κρατήσου Άννα, ένα, δυο τετράγωνα και πάει, τέλειωσε, αυτό ήταν για απόψε. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Η Άννα πετάει τα κλειδιά της στον φωταγωγό. Έχει σφραγίσει τις πόρτες και τα παράθυρα, σέρνεται στους διαδρόμους, προσεύχεται, γυρεύει απελπισμένα τα κλειδιά της. Μετανιώνει.

Έχει κάνει κομμάτια τον κόσμο εκεί μέσα, έχουν περάσει μέρες, κανείς δεν ξέρει. Το τηλέφωνο που χτυπά, κάποιος την γυρεύει, εκείνη δεν απαντά, ουρλιάζει από την γωνιά του κρεβατιού της. Ουρλιάζει σαν άγριο ζώο, μετράει τις ώρες, τα λεπτά, ακούει τον σφυγμό της που πάει να σκίσει το δέρμα. Οι καρποί της είναι ακόμη τρυφεροί, με μια κίνηση θα ανοίξουν και ο μαύρος εαυτός της θα ξοφλήσει. Αν σηκωθεί από την θέση της θα κάνει λάθος. Στέκει καρφωμένη στην γωνιά, τα φώτα τρεμοσβήνουν, η ζωή της πάει να λιώσει, γράφει ανορθόγραφα σημειώματα, τα βάζει με το τίποτε και χάνει στα σημεία. Τρεις ορόφους πάνω από το κεφάλι της ο σκουριασμένος ανεμοδείκτης γυρνά και γυρνά και γυρνά. Δείχνει έναν δρόμο, μα η Άννα δεν ξέρει τι σημαίνουν όλα αυτά. Μια μέρα θα ανέβει στην ταράτσα και θα κάνει κομμάτια το αναποφάσιστο πουλί. Όχι όμως απόψε, επειδή ήδη από τους καρπούς της ξεφορτώνει την βρώμικη συνήθεια, μονάχα δυο στενά Άννα και έπειτα, τίποτε. Κάτω από τα πόδια της ο κόσμος περιστρέφεται σαν κουρασμένη μπαλαρίνα, οι τοίχοι πέφτουν επάνω στην Άννα και την συνθλίβουν. Όλα της μοιάζουν απειλητικά. Ώσπου να ξημερώσει θα έχει καταστραφεί, μα πρέπει να αντέξει ως τότε. Έχει έναν καλό λόγο στο άλλο δωμάτιο, έναν καλό και πραγματικό λόγο, που την ζητάει επίμονα. Όμως η Άννα τρέμει, τρέμει, τρέμει μια χαλασμένη νότα κάνει κομμάτια την συμφωνία της ζωής της. Όμως η Άννα τρέμει, τρέμει, τρέμει, ουρλιάζει στον φωταγωγό, τα κλειδιά, τα κλειδιά μα δεν υπάρχει κανείς να την ακούσει.  Κάποιος χτυπά την πόρτα. Δεν είναι ιδέα της. Σέρνεται ως εκεί, είμαι κλειδωμένη, σας παρακαλώ βοηθήστε με. Μήτε ανάσα από την άλλη πλευρά. Με ακούτε, με ακούτε; Η φωνή της μοιάζει με παράσιτο σε ανοιχτούς ωκεανούς. Μια φωνή από εκείνη την άλλη πλευρά της μιλά. Θα σε βοηθήσω, μα πρέπει να μου πεις πρώτα, η φωνή στην άλλη πλευρά είναι συρμάτινη, από τρελό αλουμίνιο είναι αυτή η φωνή, καθόλου ανθρώπινη. Ότι, ότι θέλεις λέει η Άννα, όλο και κοντύτερα στην ήττα της. Θέλω να μου πεις ποια είναι πιο όμορφη. Μα η Άννα δεν ξέρει την απάντηση, ποτέ δεν την έμαθε. Τώρα στον καθρέφτη απέναντί της, ένα άρρωστο παιδί, κίνδυνος και παλιό αμάρτημα. Όχι εγώ, όχι εγώ, άλλη ζητάτε λέει η Άννα πεθαμένη από την πίκρα. Μα πρέπει να μου πεις. Και η Άννα ουρλιάζει από τα σκοτάδια της, εσύ, εσύ, εσύ, τρεις φορές σαν προδοσία. Και η πόρτα ανοίγει και η μάγισσα της προσφέρει το δώρο της. Πώς βρέθηκες εδώ, πώς ξέρεις πού μένω, εσύ, εσύ, εσύ, τρεις φορές σαν προδοσία και σαν φωνή περιπλανώμενου Ιουδαίου. Άννα οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν της είπε και προχώρησε στο βάθος. Και ένας καλός λόγος κάνει τώρα την Άννα να αρπάξει το παιδί από το δωμάτιο που φοβάται και να ξεχυθεί στην λεωφόρο. Ήρθε, με ρώτησε ποια είναι η πιο όμορφη, της είπα εσύ, εσύ, εσύ μα δεν χόρταινε και προχώρησε προς την νύχτα. Έτρεξα πίσω της , έβαλα εμπόδια, έφτιαξα γραμμές αμυντικές, τίποτε δεν πήγε καλά. Την κρίσιμη στιγμή θυμήθηκε τα καρτερικά της χέρια και πού είχε πετάξει τα κλειδιά. Άρπαξε το παιδί και ρίχτηκε στον φωταγωγό. Εκεί στον πάτο του πηγαδιού την πρόσμεναν τα σύνεργα που ανοίγουν την καρδιά του κόσμου.

Την άλλη μέρα, τρεις κοιτάζουν την σωρό της και συζητούν. Λένε πως μοιάζει με σπασμένη κούκλα. Αναλαμβάνουν οι τραυματιοφορείς. Τώρα κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται η Άννα. Λένε πως χάθηκε από τον φόβο της, λένε πως πνίγηκε στο ρεύμα της λεωφόρου, όταν όλα ήταν πιο νέα. 

Κάθε τέτοια μέρα την θυμάμαι, σαν να πρόκειται για ένα λουλούδι που πεθαίνει μια φορά τον χρόνο. Σαν κάποια που περνά δίχως τίποτε να μεταβληθεί στην θαυμαστή νέα ισορροπία και όμως. Την ξαναβρίσκω κάθε μέρα στα άγνωστα πρόσωπα της Πατησίων, στους θαμώνες του Μουσείου που βρήκαν επιτέλους μια θέση για την παλαιότητά τους. Αν ρωτήσει εκεί έξω κανείς δεν την θυμούνται πια την Άννα. Κατά βάθος οι άνθρωποι εκεί έξω, με το επιχείρημα της δικαιωματικής τους λήθης άφησαν την ιστορία της να θαμπώσει. 

Η ιστορία χαμηλώνει τον γαλάζιο της φωτισμό. Χαμηλό βαρομετρικό, σκέτο μολύβι πάνω από το στενό μου.Έξω η βία με κάθε τρόπο τρομοκρατεί Άννα. Κράτα γερά όπως μπορείς.

Απόστολος Θηβαίος