Στράτος Κιαπίδης | Έξι ποιήματα

© Maurice Tabard

Επάκτιο γνώρισμα

Απ’ τη σελήνη και δώθε
τοπίο σαρωμένο αφήνει πίσω του
το μανιασμένο ξεροβόρι·
περάσαν οι σκολιοί καιροί,
ξανάρθαν άλλοι.
Άνευ τελετών και στα γρήγορα
θάψαν τ’ αγάλματα. Απ’ τα μνήματα
φύτρωσαν καρδιές της νοσταλγίας
μπολιασμένες μ’ άνθη του λωτού,
διψασμένες για χαμένες παραδείσους·
καθίσαν οκλαδόν,
ξεράσαν προσευχές, φτύσαν ποιήματα –
τον κόσμο δέσαν και πάλι με μάγια.
Στολισμένες με χαρά και ματαιότητα
στήσαν χορό –ορμήνια, είπαν, της θάλασσας–
ώσπου βρήκαν στεριά σταθερή,
κι από κει
σκορπίσαν την αρχαία σποδό
στο λευκό των κυμάτων.
Δήλον αστέρι εωθινό
κατέπεμψε ξανά μανά το φως και τη φωτιά
κ’ ήβραν καινούργια όπλα.

 


Κρίματα

Είν’ οι αμύριστοι ανθοί κι όλ’ η ομορφιά που πέρασε
κι ανέγγιχτη προσπέρασε προτού την ανασάνουν.
Είν’ η σφιγμένη μ’ άτολμη γροθιά πα στο τραπέζι,
κρίση κακή, παράωρη – το νεύμα του Πιλάτου.
Κλεισμένα μάτια της ψυχής, καρδιά που πήγ’ αδώρητη,
παλιόπαιδο που το ’κρυψαν για τ’ άρεσε να παίζει.
Μικρές χαρές καθημερνές για πάντ’ αναβλημένες…
Συγχώρεση δε θέλουνε – τώρα τι να την κάνουν;
Αποδιωγμένοι απ’ τη ζωή κι απαρηγόρητοι,
μπρος στον καθρέφτη φτύνοντας πικρία και χολή,
το βάλσαμο γι’ αντίδοτο προσμένουν του θανάτου.

 


Αράχνη

Στον ιστό της ατάραχη στέκει αράχνη
τον καταρράχτη αγνοεί
που μ’ ορμή πέφτει πλάι της.

 


Εξαίρεσις

Θάνατε,
κι αν υπήρχε, έστω μία,
εξαιρέσεως ελπίς,
–για να ισχύσει ο κανών σου–
μας τη στέρησε κι αυτήν,
άπαξ και διά παντώς,
ο εξ Ανατολής
έσχατος θεός· αυτός ο Ναζ-
ωραίος, αυτός,
ο αναστηθείς.

 


Σε καλό να μας βγει…

Μες σε κρατήρα βράζ’ υγρό το γέλιο των ανθρώπων·
κι όποιος γελά, δανείζετ’ από κει – μη με ρωτάς τον τρόπο,
αυτά ’ναι μυστικά. Μα ξέρε ότι άμα κάποτε κάποιος πολύ γελά,
κάποιου άλλου το μερίδιο στερεί, και τον αφήνει στη ζωή
χωρίς λίγη χαρά, χωρίς λίγην ανάπαψη απ’ τα βάσανα των κόπων.

 


Θα ’ρθείς

Λαλούν πουλιά παραδεισένια,
πυγολαμπίδες τριγυρνούν
μες σε βλάστηση πυκνή απ’ αγιόκλημα και δυόσμο,
αδαμάντινα νερά και σμαραγδένια,
νυχτερινά ουράνια τόξα
ενώνουνε, σα γέφυρες, τ’ αστέρια,
δίχως σύννεφα βροχή σα γλυκιά μουσική
κι όλα μοιάζουν θωριά μιας αγάπης αθώας κι αγνής,
αγκαλιάς μητρικής ευωδιά
κι ομορφιά π’ ανατέλλει ως λευκόχρυσο φως κεντημένο
απ’ αγγέλων τ’ ασπίλωτα χέρια,
γυμνής καλοσύνης φεγγάρια περνούν
και φωτίζοντας ραίνουν τον άψογο κόσμο.
Σε προσμένω.

 

Ο Στράτος Κιαπίδης γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.Απόφοιτος του ΕΑΠ στο τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών «Ελληνικός Πολιτισμός» και απόφοιτος Δ.Ι.Ε.Κ. με ειδικότητα στη «Μετάφραση, Επιμέλεια και Διόρθωση Λογοτεχνικών Κειμένων». Έχει μεταφράσει κλασσική λογοτεχνία και ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Μήνες» κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις «Φεγγίτης».