Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης | Πάνω στὸν βράχο

© Luigi Ghirri

Ἄμε καὶ δέξου στὸ γιαλὸ τοῦ δυνατοῦ τὴν κλάψα
Διονύσιος Σολωμὸς

 

  Γεννήθηκα στὸ Soudpool, μέσα σὲ ναυτικὴ οἰκογένεια. Τὸ ἐπαγγελματικό μου πεπρωμένο ἦταν ἤδη προδιαγεγραμμένο ἀπ’ τοὺς δικούς μου κι ἰδιαίτερα ἀπ’ τὴν μητέρα μου τῆς ὁποίας ὁ πατέρας ἦταν ξακουστὸς ναύαρχος ποὺ πρωτοστάτησε σ’ ἐκείνη τὴν καθοριστικὴ γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀγώνα ἐναντίων τῶν μόνιμων ἐχθρῶν τοῦ τόπου μας ναυμαχία. Ἕνας ἀγώνας ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα ὅλοι πιστεύουν, ἐσφαλμένα βέβαια, ὅτι ὁδήγησε στὴν ἀπελευθέρωσή μας ἀπ’ τὸν ξένο ζυγό. Ἀπ’ τὴν μεριὰ τοῦ πατέρα μου ὅλο τὸ σόι ἦταν ναυτικοί, ὄχι βέβαια μὲ τὴν αἴγλη καὶ τὸ κύρος τοῦ παπποῦ μου, ἀλλὰ πάντως ἄνθρωποι τῆς θάλασσας ποὺ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς τους διέτρεχαν τὰ πελάγη καὶ τοὺς ἀνεξάντλητους ὠκεανούς.

  Ἦταν ἀδιανόητο νὰ σκεφτῶ κάτι ἄλλο γιὰ τὴν ἐπαγγελματική μου ἀποκατάσταση ἀπ’ τὸ νὰ γίνω κι ἐγὼ ναυτικός. Τὸ λέω αὐτὸ γιατὶ ἡ μητέρα μου ἦταν ἄνθρωπος ἀπόλυτος κι αὐταρχικὸς κι ὅ,τι ἔβαζε στὸ μυαλό της ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθῇ κιόλας μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Ἑπομένως, τὰ περιθώρια γιὰ ἀντιλογίες κι ἐξεγέρσεις ἐπ’ αὐτοῦ ἀπὸ μέρους μου ἦταν ἀνύπαρκτα. Ἔπρεπε νὰ γίνω ναυτικὸς πάση θυσία κι ἔτσι νὰ συνεχίσω τὴν λαμπρὴ παράδοση τῆς οἰκογένειάς μου. 

  Κανὰ δυὸ φορὲς ποὺ τόλμησα ν’ ἀναφέρω τὰ σχέδιά μου περὶ συγγραφικῆς σταδιοδρομίας, ἡ μητέρα μου πάθαινε ὑστερίες, πράγμα ποὺ μὲ γέμιζε μὲ μία ἀφόρητη ἀγωνία συνοδευόμενη ἀπὸ τύψεις γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τῆς εἶχα προκαλέσει. Ἤξερα πὼς εἶχε τεράστια ἐπιρροὴ πάνω μου καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια ζοῦσα κάτ’ ἀπ’ τὴ βαριὰ σκιά της, μὴν μπορῶντας νὰ ξεφύγω στὸ ἐλάχιστο ἀπ’ τὴν ἐπιρροὴ τούτη. Αὐτὴ ἡ ἐξάρτηση, ποὺ εἶχε χροιὰ μόνον ψυχολογικὴ καὶ τίποτα περσότερο, ἐπηρέαζε καθοριστικὰ τὸν τρόπο ἀντίληψης πολλῶν γεγονότων τῆς ζωῆς μου καὶ κυρίως ἐκείνου τοῦ ἀνεπανάληπτου καὶ μοναδικοῦ περιστατικοῦ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θέμα τῆς παρούσας κι ἀπίστευτης, ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις, ἀφήγησης.

  Ἀφοῦ τελείωσα τὸ σχολεῖο, ἐκεῖ γύρω στὰ δεκαέξι μου, φοίτησα γιὰ ἕνα διάστημα στὴν Ἀκαδημία Ναυτικοῦ τοῦ Soudpool, μὲ διευθυντὴ ἕναν κάποιον κύριο Κάρχαρο. Αὐτὸς γνώριζε τὴν μητέρα μου καλὰ γιατὶ ὁ παππούς μου ἀπ’ τὴν πλευρά της ἦταν φίλος μὲ τὸν κύριο Κάρχαρο, πράγμα ποὺ τῆς ἐπέτρεπε νὰ ἔχῃ τὸ θάρρος νὰ τοῦ ζητάῃ διάφορες ἐξυπηρετήσεις μὲ ἐπικρατέστερη τὴν αὐστηρὴ ἐπίβλεψή μου καὶ τὴν ἀπόσπαση τῆς ὑπόσχεσης ἐκ μέρους του ὅτι μόλις ἀποπερατώσω τὶς σπουδές μου στὴν Ἀκαδημία θὰ μπαρκάρω μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία. Ἔτσι, διὰ μέσω τοῦ κυρίου Κάρχαρου ἔνιωθα τὸν ἀσφυκτικὸ ἔλεγχο τῆς μητέρας μου στὴ ζωή μου ἀκόμα καὶ μέσα στὴν Ἀκαδημία. Καμμιὰ δυνατότητα γι’ ἀπόκλιση ἀπ’ τὴν προδιαγεγραμμένη πορεία μου δὲν ὑφίστατο κι αὐτὸ μὲ στραγγάλιζε καὶ ταυτόχρονα μ’ ἀπομάκρυνε ἀπ’ τὶς δικές μου ἐπιθυμίες καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα ἀπ’ τὴ συγγραφή.

  Παρὰ τὴν δυσθυμία μου καὶ τὴν ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος γιὰ ὅλα ὅσα ἄκουγα κι ἔβλεπα στὴν Ἀκαδημία, παρακολουθοῦσα τὰ μαθήματα ἀγόγγυστα κι ἔκανα ὑπομονὴ μέχρι νὰ δῶ ποὺ θὰ μὲ ὁδηγοῦσαν οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς. 

  Τὴν ἐποχὴ τῆς ἀποφοίτησής μου ἡ ναυτιλιακὴ ἐταιρεία Ὠνάρχος κι Υἱοὶ ἑτοίμαζαν νὰ ξαναρίξουν στὴν θάλασσα ἕνα παλιὸ γκαζάδικο, ἀνακατασκευασμένο ὅπως-ὅπως. Τὸ ἐν λόγῳ γκαζάδικο θὰ μετέφερε πετρέλαιο ἀπ’ τὸ λιμάνι τοῦ Soudpool στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Μεγάλου Ὠκεανοῦ, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται τώρα ἡ Ἀλαχανία. Ἕνα τέτοιο γέρικο σκαρὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ κάνῃ μεγάλα ταξίδια, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ κάνῃ κὰν ταξίδια, ὅμως ἡ ἐταιρεία γιὰ κάποιο λόγο ἀποφάσισε νὰ τὸ ξαναχρησιμοποιήσῃ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι διέθετε πιὸ σύγχρονα καὶ πιὸ ἐξελιγμένα γκαζάδικα.

  Ὅταν ὁρίστηκε τὸ πλήρωμα ποὺ θὰ ἐπάνδρωνε τὸ ὀγκῶδες πλεούμενο, τ’ ὄνομά μου βρέθηκε στὴ λίστα τῶν δόκιμων. Αὐτὸ μοῦ κίνησε τὶς ὑποψίες γιατὶ μόλις εἶχα βγῆ ἀπ’ τὴν Ἀκαδημία κι ἡ ἐμπειρία μου σὲ μεγάλα ταξίδια ἦταν ἀνύπαρκτη. Σκέφτηκα ὅτι θὰ πρέπῃ νὰ μεσολάβησε ξανὰ ἡ μητέρα μου γιὰ νὰ συμπεριληφθῶ στὸ πλήρωμα τοῦ γκαζάδικου. Μία σκέψη ποὺ ἐπαληθεύτηκε ἀπ’ τὰ πράγματα καθὼς ἔμαθα ὅτι ἡ ναυτιλιακὴ ἐταιρεία ἦταν συνδεδεμένη μὲ τὸν πλοίαρχο παππού μου, τὸν ἥρωα τῆς ἐπανάστασης. Ἔνιωσα κάπως ἄβολα μὲ τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τῆς ἐταιρείας γιατὶ ἤμουν σίγουρος ὅτι εἶχα πάρει τὴ θέση τούτη, χωρὶς νὰ τ’ ἀξίζω βέβαια, ἀπὸ κάποιον ἄλλο δόκιμο ἐμπειρότερο κι ἰκανότερο ἀπὸ μένα.

  Ὅπως καὶ νά ’χε, τὸ πλοῖο ξεκίνησε τὸ ταξίδι του ἕνα φθινοπωριάτικο πρωινὸ τοῦ 18… μὲ τοὺς καλύτερους οἰωνούς. Οἱ καιρικὲς συνθῆκες ἦσαν ἄριστες· ἐπικρατοῦσε μπονάτσα καὶ τὸ γκαζάδικο γλίστραγε γοργὰ πάνω στὸ νερό. Τὸ ταξίδι θὰ διαρκοῦσε εἴκοσι μέρες ἢ καὶ περσότερο ἂν οἱ καιρικὲς συνθῆκες ἄλλαζαν πρὸς τὸ χειρότερο.

  Κάθε ναυτικὸς ποὺ κάνει πολυήμερα ἢ ὑπερωκεάνια ταξίδια γνωρίζει καλὰ τοὺς κινδύνους καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσῃ, ὅπως ἡ σκληρὴ δουλειά, ἡ μονοτονία τῆς μακρόχρονης διαμονῆς σὲ χῶρο περιορισμένο, ἡ πειρατεία, οἱ ξαφνικὲς βλάβες καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα οἱ τυφῶνες κι οἱ φωτιὲς ποὺ μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν ἐγκατάλειψη τοῦ πλοίου καὶ στὴν χειρότερη περίπτωση στὸ βύθισμά του.

  Ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἤξερα ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ μὲ φόβιζε περσότερο ἦταν ἡ ἀπουσία μέριμνας ἐκ μέρους τῆς ἐταιρείας γιὰ τὴν σωστὴ ἐπάνδρωση τοῦ γκαζάδικου. Τὸ συγκεκριμένο δεξαμενόπλοιο, βάσει τῶν προδιαγραφῶν του, ἔπρεπε νὰ ἐπανδρωθῇ μὲ τουλάχιστον εἰκοσιπέντε ἄντρες, συμπεριλαμβανομένου τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ τοὺς δόκιμους. Ὡστόσο ἡ ἐταιρεία διέθεσε μόνον τοὺς μισούς! Αὐτὸ σήμαινε φυσικὰ ἐπιπλέον δουλειὰ γιὰ ὅλους ἐνῶ σὲ περίπτωση ἔκτακτης ἀνάγκης δὲν ἤμουν καὶ σίγουρος ἐὰν ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς θὰ ἐπαρκοῦσε γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ ἀντιμετώπισή της.

  Πράγματι, οἱ μηνιαῖες βάρδιες ἦσαν πάν’ ἀπ’ τὸ ἐπιτρεπόμενο ὅριο καὶ κατὰ συνέπεια τὰ περιθώρια γιὰ ξεκούραση μικρά. Αὐτὸ ἦταν μία μεγάλη ἀπογοήτευση γιὰ μένα, ὄχι τόσο γιατὶ τὰ ὡράρια ἦταν ἐξαντλητικά, ὅσο γιατὶ τελικῶς ἀποδείχτηκε ὅτι εἶχα ἐλάχιστο χρόνο γιὰ νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὴν προσφιλή μου δραστηριότητα, τὸ διάβασμα καὶ τὸ γράψιμο. Ἡ πλήξη ποὺ ἔνιωθα γιὰ τὴ δουλειὰ καὶ γιὰ τὸ ταξίδι, ἐν γένει, δὲν θὰ διασκορπιζόταν ἀπὸ κάτι ποὺ ἐπιτέλους μ’ ἐνδιέφερε.

  Ἔπειτα καὶ τὶς λίγες ὧρες ξεκούρασης θὰ τὶς περνοῦσα σὲ μία «καμπίνα» ποὺ περσότερο θύμιζε μικροσκοπικὴ ἀποθήκη παρὰ χῶρο ἀνάπαυσης. Ὅταν τὴν πρωτοείδα, ἡ δυσαρέσκειά μου ἦταν μεγάλη.  Ὁ χῶρος ἦταν τόσο στενὸς ποὺ μόλις καὶ μετὰ βίας χώραγε μία κουκέτα! Τὸ ταβάνι ἦταν ἰδιαίτερα χαμηλὸ κι ἡ ὅλη ἀτμοσφαίρα ἐκεῖ μέσα μύριζε σὰν καμένο λάδι. Οὔτε λόγος, βέβαια, γιὰ κάνα τραπέζι ἢ καμμία καρέκλα ἢ ἀκόμα γιὰ ράφια καὶ ντουλάπες τοποθέτησης ἱματισμοῦ. Ἡ πόρτα, φυσικά, ἄνοιγε πρὸς τὰ ἔξω γιατὶ στὴν ἀντίθετη περίπτωση δὲν θ’ ἄνοιγε κὰν καθὼς θὰ ἔβρισκε στὴν κουκέτα! Ἡ κουκέτα ἦταν κι αὐτὴ στενὴ κι ἄβολη τελείως· γιὰ νὰ ξαπλώσω ἔπρεπε νά ’χω λυγισμένα τὰ γόνατα, ἀλλιῶς δὲν χώραγα! Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν ὑπῆρχε φινιστρίνι καὶ ὅταν ἔκλεινε ἡ πόρτα ὅλος ὁ χῶρος πνιγόταν στὸ πηχτὸ σκοτάδι.

  Στὴν ἀρχὴ εἶπα νὰ διαμαρτυρηθῶ στοὺς ἀνωτέρους μου ἀλλὰ σκέφτηκα ὅτι τὸ ταξίδι θὰ κράταγε μόνον εἴκοσι μέρες κι ὅτι στὰ ἑπόμενα ταξίδια (ἐὰν θὰ ὑπῆρχαν μελλοντικὰ ταξίδια μιᾶς καὶ σκόπευα νὰ τὰ παρατήσω) ἴσως νὰ ἤμουν πιὸ τυχερὸς ἀπ’ τὴν ἄποψη τῶν ἀνέσεων ποὺ ἐνδεχομένως θὰ μοῦ προσφέρονταν. Ἔτσι σιώπησα καὶ κατάπια στωικὰ κι αὐτὸ τὸ ποτήρι.

  Οἱ μέρες κυλοῦσαν ἀπελπιστικὰ ἀργὰ καὶ τίποτα μέσα στὸ πλοῖο δὲν κέντριζε τὸ ἐνδιαφέρον μου. Στὰ σύντομα διαλείμματα οἱ συνάδελφοί μου μαζεύονταν στὴν τραπεζαρία τοῦ πλοίου καὶ μέσα σὲ καπνὸ κι ἄγριες φωνὲς ἀναλωνόντουσαν σ’ ἕνα σωρὸ ἀνόητες συζητήσεις καὶ στὶς ἠλιθιωδέστερες κοινοτοπίες. Μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ παρίσταμαι σὲ τέτοιου εἴδους συνάξεις κι ἔτσι ἔκανα βόλτες στὸ κατάστρωμα περιμένοντας νὰ ξεκινήσῃ ἡ ἑπόμενη βάρδια. 

  Ὅλα ἦταν μία ἀγγαρεία γιὰ μένα ἀλλὰ ἡ ἔντονη αἴσθηση καθήκοντος κι ἡ πειθαρχία ποὺ μὲ διέκρινε -αὐτὰ τὰ δυὸ εἶχαν μπολιαστῆ βαθιὰ μέσα μου ἀπὸ μία ἀνάλογη μητρικὴ διαπαιδαγώγηση κι ὅσες φορὲς προσπάθησα νὰ τ’ ἀποτινάξω ἀπὸ πάνω μου, γέμιζα μὲ ἐνοχὲς γι’ αὐτὸ ποὺ πήγαινα νὰ κάνω καὶ φόβο γιὰ κάτι ἀπροσδιόριστο- βοηθοῦσαν στὸ νὰ δίνουν τὴν ἐντύπωση στοὺς ἄλλους ὅτι ἐκτελῶ τὶς ἀνατεθεῖσες ἐργασίες μὲ ζέση.

  Ἔβλεπα τοὺς συναδέλφους μου νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι σ’ ὅ,τι ἔκαναν κι ἀναρωτήθηκα πολλὲς φορὲς ἐὰν νιώθουν κι αὐτοὶ τὸ ἴδιο ὅπως ἐγώ. Δίσταζα ν’ ἀνοίξω μία τέτοια συζήτηση μαζί τους μὴν τυχὸν καὶ μὲ θεωρήσουν φυγόπονο ἢ τεμπέλη κι ἔτσι περιοριζόμουν μόνον σ’ εἰκασίες πάνω σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα.

  Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἤμουν μίλια μακριὰ ἀπ’ τὸ σπίτι μου, ἔνιωθα τὴν παρουσία τῆς μητέρας μου δίπλα μου, λὲς καὶ δὲν εἶχα κουνήσει οὔτε χιλιοστὸ ἀπ’ τὸ σπίτι μου. Αὐτὴ ἡ ἀγωνιώδης καὶ προσηλωμένη προσπάθεια νὰ τὰ φέρω ὅλα εἰς πέρας στὴν ὥρα τους κι ὅσο πιὸ ἄψογα γινόταν, μοῦ θύμιζε αὐτὴν γιατὶ ἔτσι λειτουργοῦσε σ’ ἀνάλογες περιπτώσεις. Νόμιζα ὅτι συνέχεια τὴν ἄκουγα νὰ μὲ διορθώνῃ ὅταν ἀπέκλινα ἀπ’ τὸν συνηθισμένο μου τρόπο ἐργασίας καὶ νὰ μ’ ἀπειλῇ ὅταν δὲν ἔκανα τὸ δέον προκειμένου νὰ γεμίζω μ’ ἐνοχὲς κι ἔτσι νὰ συμβαδίζω μὲ τὶς δικές της παραινέσεις καὶ μόνον. 

  Αἰσθανόμουν ὧρες-ὧρες ὅτι τὸ πλοῖο τὸ ἴδιο μὲ τὶς ὑποχρεώσεις του μὲ καταδυνάστευε καὶ μὲ περιόριζε ἴσως περσότερο ἀπ’ ὅ,τι ὅλους τοὺς ἄλλους ναυτικούς του, ὅμως δὲν ἦταν ὅλ’ αὐτὸ τίποτ’ ἄλλο ἀπ’ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μποροῦσα νὰ ξεριζώσω τὴν μητέρα μου ἀπὸ μέσα μου καὶ ν’ ἀκολουθήσω τὸν δικό μου χαβά. Σὰν νὰ εἶχα μία θηλιὰ γύρ’ ἀπ’ τὸν λαιμὸ ποὺ ὅλο μ’ ἕσφιγγε χωρὶς ὅμως καὶ νὰ μοῦ κόβῃ τὴν ἀνάσα τελείως. Ὄχι! νὰ μὴν πεθάνω, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ συνεχίζω νὰ τὴν ἀκούω μέσα μου, ν’ ἀκούω τὶς ἀπειλές της καὶ νὰ βυθίζομαι ὁλοένα καὶ περσότερο στὶς τύψεις. Ἀλλὰ ἡ ζωή μου ἔτσι ἦταν πάντα, χαλιναγωγημένη ἀπ’ τὶς μητρικὲς ἐνοχὲς καὶ τὸν ἔλεγχο σὲ βαθμὸ ποὺ τὸ ἔπαιρνα αὐτὸ ὡς δεδομένο καὶ τ’ ἀποδεχόμουν ἔτσι ἁπλά.

  Ἕνα βράδυ, κατὰ τὴν ἐντεκάτη μέρα τοῦ ταξιδιοῦ, ὁ καιρὸς ἄλλαξε κι ἀπὸ νότιος ἔγινε βορειοδυτικὸς μὲ ἰσχυροὺς ἀνέμους, σχεδὸν φονικούς. Εἶχα ἤδη ξαπλώσει στὸ φέρετρό μου (ἔτσι εἶχα ὀνομάσει τὴν «καμπίνα» μου), ἄθλιος ἀπ’ τὴν ταλαιπωρία τῶν προηγούμενων ἡμερῶν καὶ βρώμικος καὶ μ’ εἶχε πάρει ὁ ὕπνος ἀμέσως παρὰ τὸ ἔντονο κούνημα τοῦ πλοίου καὶ τὸν ἐνοχλητικὸ θόρυβο ποὺ ἐρχόταν ἄπ’ τὸ μηχανοστάσιο. 

  Ἐδῶ πρέπει νὰ πῶ ὅτι ἡ «καμπίνα» μου ἦταν ἡ μοναδικὴ ἀπ’ ὅλες ποὺ βρισκόταν ἀκριβῶς πάν’ ἀπ’ τὸ μηχανοστάσιο. Οἱ ὑπόλοιπες καμπίνες ἦσαν ἀρκετὰ πιὸ ψηλὰ στὴν ὑπερκατασκευή. Σ’ αὐτοῦ τοῦ τύπου τὰ πλοῖα τὸ μηχανοστάσιο κι ἡ κύρια ὑπερκατασκευή τους, δηλαδὴ ἡ γέφυρα καὶ τὰ διαμερίσματα τοῦ πληρώματος βρίσκονται στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ τμῆμα τοῦ πλεούμενου.

  Ἦταν τὸ πρῶτο βράδυ πάνω στὸ πλοῖο ποὺ ἀφοῦ ἀποκοιμήθηκα εἶδα καὶ συγκράτησα ὄνειρο. Βρισκόμουν, λέει, σὲ στάση προσοχῆς, βυθισμένος στὸ σκοτάδι. Καὶ τὸ σκοτάδι σὰν νά ’χε ὑλικὴ ὑπόσταση μὲ πίεζε ἀσφυκτικὰ ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρές, λὲς κι ἤθελε νὰ μὲ συνθλίψῃ. Γεμάτος τρόμο ἄρχιζα νὰ πονάω ἀπ’ αὐτὴ τὴν σύσφιξη κι ἔκανα ν’ ἀπελευθερωθῶ γιατὶ ἔνιωθα ὅτι πεθαίνω. Αἴφνης μία φωτεινὴ σιλουέτα ἐμφανίστηκε σὲ μακρινὴ ἀπόσταση ἀπὸ μένα κι ὅλο μὲ πλησίαζε μ’ ἀργοὺς ρυθμούς. Αἰσθάνθηκα ὅτι ἂν μ’ ἔφτανε τὸ μαρτύριό μου θὰ τελείωνε ἐδῶ καὶ θὰ σωζόμουνα. Ἤθελα νὰ τῆς φωνάξω νὰ βιαστῇ ἀλλὰ ἡ φωνή μου δὲν ἔβγαινε. 

  Μέσα σὲ λίγα δευτερόλεπτα τὸ πρόσωπό της εἶχε πλησιάσει τὸ δικό μου σ’ ἀπόσταση ἀναπνοῆς κι ἀναγνώρισα σ’ αὐτὸ τὴν μητέρα μου, πράα καὶ γαλήνια νὰ μὲ κοιτάῃ στοργικά. Ἡ ἀγωνία μου νὰ σωθῶ κορυφώθηκε ὅταν διαπίστωσα ὅτι ἡ φωτεινὴ σιλουέτα δὲν ἔμπαινε στὸν κόπο νὰ μ’ ἀπαλλάξῃ ἀπ’ τὴν δυσχερή μου θέση. Προσπάθησα ξανὰ νὰ φωνάξω καὶ τότε τὸ στόμα της ἄνοιξε πελώριο καὶ φάνηκαν οἱ φρικτοὶ κυνόδοντές της, ἀπαστράπτοντες μέσα στὴν μαυρίλα. Αὐτὸ τὸ στόμα ἦταν τόσο ἀφύσικα μεγάλο ποὺ θὰ χώραγε ἕνα ὁποιοδήποτε πλάσμα τῆς φύσης. Μέσα σὲ μία ἀπύθμενη φρίκη μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἀπαίσιο θέαμα, ἄκουσα νὰ βγαίνῃ ἀπ’ τὰ ἔγκατα τοῦ λάρυγγά της ἕν’ ἀπαίσιο κι ἀνατριχιαστικὸ οὐρλιαχτό. Ἔκλεισα τὰ μάτια μου ἀποσβολωμένος κι ἕτοιμος νὰ δεχτῶ τὴν μοίρα μου. Τὴν ἀμέσως ἑπόμενη στιγμὴ τ’ ἄνοιξα, βρισκόμενος μέσα στὸ ἴδιο σκοτάδι, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ πλέον ἡ μορφὴ τῆς μητέρας μου μπροστά μου, κι ἄκουσα ὡς συνέχεια τ’ οὐρλιαχτοῦ ἕναν ἐκκωφαντικὸ θόρυβο. 

  Ἀσφυκτιῶντας ἀπ’ τὸν παροξυσμὸ τοῦ τρόμου, μισοξύπνησα καὶ συνέχιζα ν’ ἀκούω αὐτὸ τὸν ἐκκωφαντικὸ θόρυβο ποὺ τὸν πέρασα ἀρχικὰ γιὰ τὸ οὐρλιαχτὸ τῆς μορφῆς τοῦ ὀνείρου, ἀλλὰ ἐρχόμενος σὲ πλήρη ἐπαφὴ μὲ τὴν πραγματικότητα κατάλαβα ὅτι ὁ θόρυβος αὐτὸς ἦταν μία σειρὰ ἀπὸ ἐκρήξεις ποὺ ἐρχόντουσαν ἀκριβῶς κάτ’ ἀπ’ τὴν «καμπίνα» μου, πιθανὸν ἀπ’ τὸ μηχανοστάσιο.

  Μὲ μία ἐνστικτώδη κίνηση τέντωσα τὰ πόδια μου βιαίως καὶ βρῆκα τὴν πόρτα. Ἡ ἐπαφὴ αὐτὴ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ σπάσῃ ἡ κλειδαριὰ καὶ ν’ ἀνοίξῃ ἡ πόρτα μὲ δύναμη. Πετάχτηκα ἀπ’ τὴν κουκέτα καὶ βγῆκα στὸν διάδρομο ἐνῶ οἱ ἐκρήξεις συνεχίζονταν μὲ μικρότερη ἔνταση τώρα. Ἔνιωσα τὰ πόδια μου παγωμένα καὶ κοιτῶντας κάτω διαπίστωσα ὅτι ἕνας χείμαρρος νεροῦ κατάκλυζε τὸν διάδρομο καὶ τὴν καμπίνα μου. Μὲ τρόμο σκέφτηκα ὅτι πρέπει νὰ μπάζῃ νερὸ τὸ πλοῖο κι ὑπέθεσα ὅτι οἱ ἐκρήξεις εἶχαν ἀνοίξει ρῆγμα ἱκανὸ νὰ στείλῃ τὸ γκαζάδικο στὸν πάτο. Οἱ σκέψεις αὐτὲς μ’ ἀκινητοποίησαν γιὰ λίγο καὶ δὲν μὲ ἄφηναν ν’ ἀντιληφθῶ ὅτι τὸ πλοῖο κουνιόταν σὰν τρελλὸ ἀπ’ τὴν κακοκαιρία ποὺ ἐπικρατοῦσε ἐδῶ κι ὥρα.

  Ἔπρεπε ν’ ἀνέβω τὸ γρηγορότερο στὴν γέφυρα γιὰ νὰ δῶ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τὸ πλοῖο. Ἐδῶ κάτω ποὺ ἤμουν ἀπεῖχα ἀρκετὰ μέτρα ἀπ’ τὴν γέφυρα καὶ σίγουρα ἤθελα κάποιο χρόνο γιὰ ν’ ἀνέβω ὅλες τὶς σκάλες καὶ νὰ βγῶ ἔξω. Ἂν τὸ πλοῖο πράγματι βυθιζόταν, θὰ εἶχα ἀπελπιστικὰ λίγο χρόνο στὴν διάθεσή μου νὰ πεταχτῶ ἔξω καὶ νὰ πέσω στὴν θάλασσα πρὶν γίνῃ τὸ κουφάρι τοῦ γκαζάδικου ὁ ὑγρός μου τάφος. 

  Μέχρι νὰ ὁλοκληρώσω αὐτὲς τὶς μακάβριες σκέψεις τὸ νερὸ εἶχε φτάσει τὰ γόνατά μου κι ὁ διάδρομος εἶχε πάρει μία ἀνηφορικὴ κλίση, προφανῶς λόγω τῆς γενικότερης κλίσης τοῦ βυθιζόμενου πλοίου. Εἶχα ν’ ἀντιμετωπίσω δυὸ ἀνασταλτικοὺς παράγοντες κατὰ τὴν ἀνάβασή μου πρὸς τὴ γέφυρα: Αὐτὴ τὴν ἀνωφέρεια καὶ τὸ παγωμένο νερό, ἡ στάθμη τοῦ ὁποίου ὁλοένα κι ἀνέβαινε. Ἔπειτα στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ βρισκόμουνα δὲν ὑπῆρχαν φινιστρίνια ἀπ’ ὅπου θὰ μποροῦσα νὰ ξεγλιστρήσω ἀπ’ αὐτὴν τὴν κόλαση καὶ νὰ ἐπισπεύσω τὴν σωτηρία μου.

  Ἔτρεχα σὰν ἀλαλιασμένος μ’ ὅσες δυνάμεις διέθετα ἀλλὰ οἱ προαναφερόμενοι ἀνασταλτικοὶ παράγοντες μὲ καθυστεροῦσαν σημαντικά. Μὲ κόπο ἔφτασα στὴν πρώτη σκάλα κι ἀνέβηκα στὸ ἑπόμενο ἐπίπεδο ξεφεύγοντας ἔτσι προσωρινὰ ἀπ’ τὸ νερό. Ὅμως τὸ ἔντονο κούνημα μοῦ στεροῦσε τὴν πολύτιμη γιὰ τὴν γρήγορη διαφυγή μου ἰσορροπία κι ἔπεφτα ἀπ’ τὴν μία μεριὰ τῆς σκάλας στὴν ἄλλη μὲ κίνδυνο νὰ γλιστρήσω καὶ νὰ βρεθῶ πάλι στὸ πρῶτο ἐπίπεδο, μέσα στὸ νερό.

  Ἔπρεπε νὰ βιαστῶ κι ἄλλο πρὶν μὲ προλάβῃ τὸ νερὸ ποὺ ἀνέβαινε τώρα ταχύτατα. Μὲς στὸν πανικό μου δὲν ἤξερα πρὸς ποιὰ κατεύθυνση ἔπρεπε νὰ κινηθῶ καὶ στὴν πραγματικότητα ἤμουν δέσμιος μόνον τοῦ ἐνστίκτου μου ποὺ σὲ κάτι τέτοιες περιπτώσεις ἀποδεικνύεται συνήθως ἀλάνθαστος ὁδηγός. 

  Αὐτὸ ποὺ μοῦ ’κανε ἐντύπωση μέσα σ’ ὅλ’ αὐτὸ τὸ πανδαιμόνιο, ποὺ ἐνισχυόταν ἀπ’ τὶς μικρὲς πλέον ἀλλὰ ἀσταμάτητες ἐκρήξεις, τὸν τρομακτικὸ θόρυβο ἀπ’ τὸ σπάσιμο λαμαρινῶν καὶ τοὺς ἀνατριχιαστικοὺς τριγμοὺς τοῦ σιδερένιου κήτους τοῦ γκαζάδικου, ἦταν τὸ σταδιακὸ στένεμα τῶν διαδρόμων ἀπ’ ὅπου περνοῦσα καὶ καθὼς ἀνέβαινα τὰ ἐπίπεδα αὐτὸ γινόταν πιὸ ἔντονο. Αὐτὴ ἡ ἀλλόκοτη κι ἀνεξήγητη κατάσταση μὲ γέμιζε μ’ ἀνυπόφορη ὑπερένταση κι ἀναρωτιόμουν πόσο ἀκόμα θὰ στενέψουν οἱ δίοδοι μέχρι νὰ φτάσω στὴ λυτρωτικὴ ἔξοδο ἀπ’ τὴν ὑπερκατασκευὴ τοῦ γκαζάδικου.

  Ὁλοένα ἀνέβαινα κι ἀπὸ πίσω τὸ νερὸ μὲ καταδίωκε μὲ τὴν ἐμμονικὴ μανία τοῦ θηρευτῆ ἀπέναντι στὸ θήραμα. Κάποτε τὰ τοιχώματα τοῦ διαδρόμου στένεψαν τόσο ποὺ ἔπρεπε νὰ μαζέψω τοὺς ὤμους πρὸς τὰ μέσα γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀκουμπάω καὶ τελικὰ νὰ στρέψω τὸν κορμὸ σὲ θέση παράλληλη πρὸς τὰ τοιχώματα καὶ νὰ κινοῦμαι μὲ πλάγια βήματα, πράγμα ποὺ ἐπιβράδυνε σημαντικὰ τὸν ρυθμὸ τοῦ τρεξίματός μου.

  Ἄρχιζα νὰ φωνάζω ἀπελπισμένος βοήθεια σὰν νὰ πίστευα ὅτι θὰ ἐμφανιστῇ κάποιος ναύτης νὰ μὲ βγάλῃ ἀπ’ αὐτὴ τὴν πνιγηρὴ κατάσταση. Ὡστόσο, ὅση ὥρα πάλευα νὰ γλιτώσω δὲν εἶχα συναντήσει οὔτε μία ζῶσα ψυχὴ καὶ δὲν εἶχα ἀκούσει οὔτε μία ἔκκληση γιὰ βοήθεια ἀπὸ κάπου. Ἢ εἶχαν πνιγεῖ ὅλοι ἢ κάποιοι ποὺ δὲν πνίγηκαν ἴσως πρόλαβαν νὰ πέσουν στὴν θάλασσα γιὰ νὰ σωθοῦν.

  Συναισθανόμενος σ’ ὅλη τὴν ἔκτασή της τὴν ἐλεεινή μου μοίρα, σκέφτηκα ὅτι ἂν δὲν μὲ πνίξῃ τὸ νερὸ σίγουρα θὰ μὲ συνθλίψουν τὰ τοιχώματα ποὺ πλέον ἄρχιζαν νὰ μὲ πιέζουν ἐπικίνδυνα. Στρέφοντας τὸ κεφάλι μου ψηλὰ εἶδα μία μισοανοιγμένη καταπακτὴ ἀπ’ τὴν ὁποία ἔμπαινε καθαρὸς ἀέρας κι ἀπ’ ὅπου ἄκουγα καθαρὰ πλέον τὸν ἦχο τῶν δυνατῶν κυμάτων ποὺ σπᾶγαν πάνω στὸ πλοῖο καὶ τὸν ἄνεμο νὰ λυσσομανᾷ.

  Ἡ τελευταία σκάλα ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν καταπακτὴ ἦταν κομμένη ἀπ’ τὴν μέση καὶ κάτω κι ἔπρεπε μὲ κάποιο τρόπο νὰ σκαρφαλώσω γιὰ νὰ τὴν φτάσω. Σ’ αὐτὸ μὲ βοήθησε ἡ πίεση τῶν τοιχωμάτων ποὺ ἦταν ἤδη ἀσφυκτικὴ καὶ ποὺ μ’ ἔσπρωχνε, πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξη, πρὸς τὰ πάνω, κατὰ τὴν σκάλα. Σὰν νὰ ἤθελε τὸ ἴδιο τὸ πλοῖο νὰ μὲ ξεράσῃ μέσ’ ἀπ’ τὰ σπλάγχνα του καὶ πρὸς ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ πίεζε τὰ τοιχώματά του, ὅπως πιέζει κάποιος ἕνα σωληνάριο μὲ παχύρευστο ὑγρὸ γιὰ νὰ τ’ ἀναγκάσῃ νὰ πεταχτῇ ἔξω.

  Ὅταν βγῆκα τελικὰ στὴν κορφὴ τῆς ὑπερκατασκευῆς, πάνω στὴ γέφυρα τοῦ γκαζάδικου, βρέθηκα μπροστὰ σ’ ἕνα φοβερὸ θέαμα ποὺ μόνο ὅποιος ἔχει διαβάσει τὰ Cantos τῆς Κόλασης μπορεῖ νὰ βρῇ παραλληλισμοὺς ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῆς φρίκης καὶ τῆς ἀπελπισίας ἀνάμεσα στὸ βιβλίο τοῦ Dante καὶ στὸ ἐν λόγῳ θέαμα.

  Σχεδὸν ὅλο τὸ τμῆμα τῶν δεξαμενῶν τοῦ γκαζάδικου μπροστὰ ἀπ’ τὴν ὑπερκατασκευὴ καὶ μέχρι τὴν πλώρη ἄρχιζε νὰ ὑποχωρῇ κάτ’ ἀπ’ τὸ νερὸ κι ἡ φωτιὰ νὰ σχηματίζῃ χαμηλὲς ἁψίδες πάν’ ἀπ’ τὶς δεξαμενὲς φορτίου σ’ ὅλο τὸ μῆκος τους καὶ νὰ τυλίγῃ τὸ κῆτος τοῦ γκαζάδικου. Ἡ ὑπερκατασκευὴ ἦταν κομμένη κατὰ τὸν ἐγκάρσιο ἄξονά της κι ἀπ’ τὸ χάσμα ποὺ δημιουργοῦσαν τὰ δυὸ κομμένα τμήματά της ἀνέβαινε μαζὶ μὲ τὶς φωτιὲς καὶ τὸ νερὸ καὶ πετρέλαιο, φέρνοντας μαζί του καὶ τὶς ἀνάλογες ἀναθυμιάσεις. Ἡ καρδιά μου βυθίστηκε στὰ στῆθια μου ὅταν εἶδα δύο σώματα νὰ ἐπιπλέουν στὸ μαῦρο καὶ πηχτὸ ὑγρό, μὲ τὴν πλάτη στραμμένη πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ κεφάλι βουτηγμένο μέσα του, καὶ νὰ ἔρχονται μὲ ταχύτητα πρὸς τὰ πάνω. 

  Κάποιοι συφοριασμένοι ναῦτες, ποὺ μόλις εἶχαν πεταχτῆ ἀπ’ τὶς κουκέτες, τρέχαν γυμνοὶ πάνω στὸν χῶρο τῶν δεξαμενῶν καὶ βγάζαν κραυγὲς ἀπελπισίας καὶ πόνου προσπαθῶντας ν’ ἀποφύγουν τὶς πύρινες γλῶσσες καὶ ν’ ἀναζητήσουν κάποιες ἀπ’ τὶς σωσίβιες λέμβους. Φάνταζαν σὰν νὰ ξέκοψαν ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ ν’ ἀπόμειναν ὁλομόναχοι σὰν τὶς ψυχὲς τῶν πεθαμένων ποὺ ἀφοῦ φτάσουν στὸ χεῖλος τῆς γῆς, ἀφήνονται στὴν ἄβυσσο ξεκομμένες. 

  Δυὸ ἀπ’ αὐτοὺς βοήθαγαν ἕνα τρίτο, τοῦ ὁποίου τὸ κεφάλι ἦταν σ’ ἀπαίσια κατάσταση, ν’ ἀπομακρυνθῇ ἀπ’ τὸ ἐπίστεγο ὅπου ἡ φωτιὰ μαινόταν, χωρὶς ὅμως μ’ ἐπιτυχία γιατὶ μία μεγάλη λαμαρίνα ἔπεσε ἀπ’ τὴ γέφυρα καὶ τοὺς ἔλιωσε. Οἱ σωσίβιες λέμβοι ἦταν μισοβυθισμένες ἑκατέρωθεν τοῦ πλοίου. Προφανῶς τὰ μανιασμένα κύματα εἶχαν σπάσει τὶς βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες στηρίζονταν κι ἔτσι εἶχαν πέσει στὴ θάλασσα. Μία ἀπ’ αὐτές, ὅμως, φαινόταν ν’ ἀπομακρύνεται ἀργὰ στὴ δίνη τῶν κυμάτων, τυλιγμένη στὶς φλόγες μέσ’ ἀπ’ τὶς ὁποῖες διέκρινες μὲ δυσκολία ἀνθρώπινες μορφὲς νὰ τσουρουφλίζονται καὶ μέσα σὲ κραυγὲς καὶ οὐρλιαχτά, μὲ τὰ χέρια ψηλά, νὰ ζητᾶνε βοήθεια.

  Ἵσως καὶ τὰ χειρότερα ὄνειρα νὰ ὠχριοῦσαν μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ θέαμα.

  Ὁ καθαρὸς ἀέρας δὲν μοῦ ἀναχαίτισε κὰν τὴν τάση γι’ ἀναγούλα ποὺ μοῦ προξένησε αὐτὸ τ’ ἀποκαρδιωτικὸ καὶ λυπηρὸ θέαμα μαζὶ μὲ τὰ ἔντονα σκαμπανεβάσματα τοῦ πλοίου. Στὸ μεταξὺ τὰ κύματα μαστίγωναν ὅλο τὸν ὠκεανὸ καὶ θρασομανοῦσαν πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις σχηματίζοντας ὁλόκληρες ὁροσειρὲς ἀπὸ ἀφρούς. Ἤξερα πὼς δύσκολα θὰ γλίτωνα ἀπ’ αὐτὸν τὸν δαιμονισμένο καιρὸ κι ἡ μόνη λύση ἦταν νὰ πέσω στὴ θάλασσα καὶ ν’ ἀπομακρυνθῶ ὅπως μποροῦσα γιατὶ πάνω στὸ πλοῖο κινδύνευα εἴτε νὰ καῶ εἴτε νὰ παρασυρθῶ ἀπ’ τὰ κύματα καὶ νὰ χτυπήσω πάνω σὲ τμήματα τοῦ πλοίου, χάνοντας ἔτσι τὶς αἰσθήσεις μου. 

  Αἴφνης ἔνιωσα μία πελώρια ὑγρὴ μάζα νὰ μὲ σπρώχνῃ πάν’ ἀπ’ τὴν κουπαστὴ τῆς γέφυρας καὶ νὰ μὲ ρίχνῃ στὴ θάλασσα, δίπλα σὲ μία ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἀναποδογυρισμένες λέμβους. Πιάστηκα γρήγορ’ ἀπ’ αὐτὴν πρὶν τὰ κύματα μ’ ἀπομακρύνουν. Ὅμως ἕνα ἐξάρτημα ἀπ’ τὸ κρένι τοῦ γκαζάδικου ξεκόλλησε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς στὴ λέμβο. Ἀπορροφημένος ὅπως ἤμουν μὲ τὴ διάσωσή μου δὲν τὸ πρόσεξα καθὼς ἔπεφτε πάνω μου· κατόπιν ἔνιωσα ἕναν φοβερὸ πόνο στὴν περιοχὴ τοῦ δεξιοῦ μου αὐτιοῦ καὶ στὸν ὦμο.

  Τὸ χτύπημα μοῦ προκάλεσε μερικὴ ἀπώλεια τῶν αἰσθήσεων κι ὄχι ὁλικὴ γιατὶ αἰσθανόμουν ὅτι κουνοῦσα τὰ μέλη μου σὲ μία ὕστατη προσπάθεια, ὕστερ’ ἀπ’ τὸ χτύπημα ποὺ μ’ ἔφερε κάτ’ ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, ν’ ἀνέβω στὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ πάρω ἀνάσα. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ πρέπει νὰ εἶχα πάθει κι ἐλαφρὰ διάσειση γιατὶ ἔνιωθα μία πνευματικὴ σύγχυση ποὺ δὲν μοῦ ἐπέτρεπε γι’ ἀρκετὸ διάστημα νὰ θυμηθῶ ὅλα ὅσα εἶχαν νὰ κάνουν μὲ τὴν πηγὴ τῆς δυστυχίας μου.

  Εἶχε περάσει ὥρα πρὶν ζωντανέψω πλήρως κι ἔρθω στὰ συγκαλά μου (πόση ὤρα, ὅμως, ἦταν δύσκολο νὰ προσδιορίσω). Ἡ καταιγίδα συνεχιζόταν μὲ σπιλιάδες ἀμείωτης ἔντασης κι ἰσχυρὴ βροχή. Ἐξαιτίας τὸν ψηλῶν κυμάτων, ποὺ δὲν θὰ ἦταν καθόλου ὑπερβολὴ νὰ πῶ ὅτι ὑψώνονταν σὰν πελώριοι πύργοι, ἀνεβοκατέβαινα μὲ μεγάλη ταχύτητα μέσα στὸ νερὸ ὅπως ἀνεβοκατεβαίνει τὸ τρενάκι τοῦ λούνα-πὰρκ τὶς ἀπότομες πλαγιὲς ποὺ σχηματίζει ἡ ὑπερυψωμένη σιδηροδρομική του γραμμή. Καταπλακωμένος κάθε λίγο καὶ λιγάκι ἀπ’ τὸ τεράστιο βάρος τοῦ νεροῦ κατάφερνα νὰ βγάζω τὸ κεφάλι μου ἔξ’ ἀπ’ τὸ νερὸ γιὰ πολὺ λίγο καὶ ξανὰ μετὰ βυθιζόμουν στὴν ὑγρὴ ἄβυσσο. Ποτὲ στὴ ζωή μου μέχρι τότε δὲν εἶχα δοκιμάσει τέτοια ἀγωνία τρόμου ὅπως ἐκεῖνες τὶς διαολεμένες ὧρες.

  Κάθε στιγμὴ αὐτῆς τῆς πάλης μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης προσπαθοῦσα νὰ μὴν καταπιῶ νερὸ γιατὶ ἤξερα ὅτι ἂν συνέβαινε αὐτὸ μερικὲς φορές, θὰ πνιγόμουν. Ὅμως, παρὰ τὸν τιτάνιο ἀγώνα μου δὲν ἔβλεπα ἄλλη προοπτικὴ πέραν αὐτὴ τοῦ ἀργοῦ θανάτου καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζοφερὴ διάθεση συνέτεινε σὲ μεγάλο βαθμὸ κι ἡ ἐξάντληση ποὺ κυρίευε καὶ μουδίαζε σταδιακὰ ὅλο μου τὸ κορμί. Κάποτε λιποθύμησα . . . .

  Ὅταν συνῆλθα ὁ καιρὸς εἶχε ἐλαφρῶς κοπάσει καὶ σιγά-σιγὰ ξημέρωνε. Μὰ ἡ θάλασσα δὲν ἡσύχαζε καὶ τὰ κύματα ἦσαν μεγάλα, ὄχι ὅμως καὶ κολοσσιαῖα ὅπως ὧρες πρίν. Αὐτὸ μοῦ ἐπέτρεψε νὰ διακρίνω, σὲ μία ἀπόσταση περίπου μισοῦ μιλίου ἀπ’ τὴ θέση ποὺ βρισκόμουν, κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ στεριά. Ὅμως δὲν ἤμουν κι ἀπόλυτα σίγουρος γιαυτὸ γιατὶ βασίλευε μία τέτοια σύγχυση στὸ νοῦ μου ποὺ τύφλωνε τὸ λογικό μου καὶ δὲν μοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἔχω σαφῆ εἰκόνα τοῦ τί ἀκριβῶς ἔβλεπα. Σιγά-σιγὰ τὰ κύματα μ’ ἔφεραν πιὸ κοντά, βοηθούσης καὶ τῆς δικῆς μου κολυμβητικῆς δεινότητας ποὺ τὴν ἐνίσχυσε ἡ ἐλπίδα ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ σωθῶ τελικῶς. 

  Πλησιάζοντας διαπίστωσα πρὸς ἀπογοήτευσή μου ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἕνας βράχος, κομμάτι προφανῶς μίας ξέρας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπάρχῃ ξέρα σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, κάπου κοντὰ θὰ ὑπῆρχε καὶ στεριά. Δὲν εἶχα ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπ’ τὸ ν’ ἀνέβω στὸν βράχο μέχρι νὰ ἠρεμήσῃ τελείως ἡ θάλασσα κι ὕστερα ἔβλεπα τί θὰ ἔκανα.

  Καταβάλλοντας ὑπεράνθρωπες προσπάθειες, ποὺ μὲ ἔφερναν στὸ χεῖλος τῆς ἐξάντλησης, γαντζώθηκα στὸν βράχο ἀφοῦ πρῶτα ἕνα κακοῦργο κύμα μ’ ἐκσφενδόνισε πάνω του. Ἡ πρόσκρουση ἦταν τέτοια ποὺ εἶναι ν’ ἀπορῇ κανεὶς πῶς καὶ δὲν διαμελίστηκα. Φαίνεται, ὅμως, ὅτι ἔπεσα πάνω στὴν λιγότερο τραχιὰ καὶ μὲ τὰ λιγότερα ἐξογκώματα πλευρὰ τοῦ βράχου πράγμα ποὺ μοῦ γέμισε τὸ κορμὶ μ’ ἕνα σωρὸ μώλωπες κι ἀφόρητους πόνους ἀλλὰ δὲν μὲ σκότωσε, δίνοντάς μου ἔτσι τὴν εὐκαιρία ν’ ἁπλωθῶ σὰν τὸ χταπόδι πάνω του καὶ λίγο-λίγο ν’ ἀνέβω στὴν κορφή του. 

  Ἡ θάλασσα συνέχιζε νὰ βγάζῃ ὅλο τὸ μένος της σ’ αὐτὸν τὸν βράχο στέλνοντας μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἀνέμου ὑδάτινους ὄγκους πάνω του ποὺ τὸν κατάπιναν μέσα στ’ ἁλμυρὰ σπλάγχνα τους. Ἡ πιθανότητα νὰ κοπάσῃ αὐτὸς ὁ δαιμονισμένος ἀέρας καὶ νὰ δῶ κι ἐγὼ μία ἀχτίδα σωτηρίας φαινόταν ἀπελπιστικὰ μικρή. Ὕστερα δὲν θυμᾶμαι τί ἔγινε γιατὶ πρέπει νὰ ἔχασα ξανὰ τὶς αἰσθήσεις μου τόσο ἀπ’ τὴν ἀδυναμία ὅσο κι ἀπ’ τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Ὅταν ξύπνησα, δὲν ἄκουγα πλέον οὔτε τὸν ἄνεμο οὔτε τοὺς ρόχθους τοῦ νεροῦ παρὰ μόνον ἔνιωθα νὰ πονάῃ ὁλόκληρο τὸ κορμί μου κι ἔβλεπα θαμπὰ μία γαλάζια ἔκταση ν’ ἁπλώνεται μπροστά μου . . . .

  Οἱ πρῶτες ἀχτίνες τοῦ ἥλιου ἀναγαλλίαζαν μέσα στὰ νερὰ τῆς ὑδάτινης κι ἀπέραντης ἐρήμου ποὺ ἦταν ὁλόστρωτη κι ἀκίνητη σὰν τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ, τῆς ὁποίας ἡ ἀταραξία δὲν ἐνοχλεῖτε ἀπ’ τὶς μέριμνες τοῦ μέλλοντος. Ἐπικρατοῦσε παντοῦ ἡσυχία καὶ πάστρα καὶ μία περίεργη ὁμίχλη τύλιγε τὸν βράχο.

  Ἔκανα νὰ σηκωθῶ ἀλλὰ ἔνιωθα ἀκόμα ἐξαιρετικὰ ἀδύναμος καὶ στὴν παραμικρὴ κίνηση ἔτρεμα ὁλόκληρος. Μὲ τὰ πολλὰ κάθισα ἀνακούρκουδα κι ἔσκυψα τὸ κεφάλι ἀπ’ τὴν ταλαιπωρία, ὅπως γέρνουν καὶ κλείνουν τὰ κεφαλάκια τους τὰ λουλούδια στὴν παγωνιὰ τῆς νύχτας. 

  Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ διαπίστωσα ἦταν ὅτι καθόμουν σὲ μία ἐπιφάνεια βράχου ποὺ ἴσα-ἴσα μὲ χώραγε. Ἦταν ἀδύνατο νὰ ξαπλώσω καὶ νὰ τεντωθῶ παρὰ μόνο νὰ σταθῶ ὄρθιος ἢ νὰ κάθομαι ὀκλαδόν. Σὰν νά ’μουν μικρὸ κουνούπι ποὺ καθόταν στὴν κεφαλὴ μίας καρφίτσας. Φυσικά, δὲν μποροῦσα νὰ μετακινηθῶ σπιθαμὴ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἤμουν κι ἂν ἐπιθυμοῦσα κάτι τέτοιο ἔπρεπε νὰ βουτήξω στὸ νερὸ ποὺ περιτριγύριζε τὸν βράχο.

  Σήκωσα ἀργὰ τὸ κεφάλι ἀλλὰ ἡ πυκνὴ ὁμίχλη δὲν μὲ ἄφηνε νὰ δῶ τί ὑπάρχει γύρω στὸ περιβάλλον -ἂν ὑπῆρχε καὶ κάτι πέραν τοῦ νεροῦ καὶ τοῦ βράχου. Στὴ θέση αὐτὴ παρέμεινα πολλὴ ὥρα χωρὶς νὰ ξέρω ποῦ βρίσκομαι. Τὸ μόνο παρήγορο ἦταν ἡ ζεστὴ ἀτμοσφαίρα ποὺ ἐπικρατοῦσε ἐκείνη τὴ μέρα καὶ ποὺ μ’ ἔκανε νὰ νιώθω μία σχετικὴ θαλπωρή. Τὸ χτύπημα ποὺ μοῦ ’χε καταφέρει τὸ ἐξάρτημα ἀπ’ τὸ κρένι τοῦ γκαζάδικου δὲν πρέπει νά ’χε καὶ σοβαρὲς ἐπιπτώσεις γιατὶ δὲν πόναγα πλέον, οὔτε ζαλιζόμουν. Τὸ σωσίβιο πού ’χε σώσει τὴ ζωή μου θὰ γλίστρησε στὸ νερὸ τὴν ὥρα ποὺ ἤμουν ἀναίσθητος πάνω στὸν βράχο καὶ θὰ παρασύρθηκε ἀπ’ τὰ ρεύματα, γιατὶ δὲν τό ’βλεπα ἐκεῖ γύρω.

  Ἔπρεπε νὰ περιμένω νὰ διαλυθῇ ἡ ὁμίχλη πρῶτα, πρὶν πάρω μία ἀπόφαση. Ἀκόμα καὶ νὰ ὑπῆρχε ξηρὰ κάπου κοντά, δὲν ἤμουν σὲ θέση λόγω τῆς χαμηλῆς ὁρατότητας νὰ προσδιορίσω πόσο ἀπεῖχα ἀπ’ αὐτὴν καὶ νὰ ἐπιλεξω τὴν σωστὴ κατεύθυνση. Χωρὶς νὰ ἔχω αὐτὲς τὶς πληροφορίες θὰ ἦταν καθαρὴ τρέλλα νὰ βουτήξω καὶ ν’ ἀρχίσω νὰ κολυμπάω στὰ τυφλά. Ἐξάλλου ἀκόμα δὲν ἔνιωθα καλὰ τὶς δυνάμεις μου κι ἡ κούραση θὰ μὲ κατέβαλε τόσο ποὺ θὰ κινδύνευα νὰ πνιγῶ πρὶν ἀκόμα πατήσω στὴν ὑποτιθέμενη στεριά.

  Ἡ ὥρα περνοῦσε νωχελικὰ ἀλλὰ ἡ ὁμίχλη δὲν ἔλεγε νὰ διαλυθῇ. Στὴν ἀρχὴ ἔκανα ὑπομονὴ καὶ ξεκίνησα νὰ κάνω διάφορες σκέψεις. Ὅμως ὁ νοῦς μου στριφογύριζε μόνον σ’ ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ· μὰ τέτοιες σκέψεις μοῦ σφίγγαν τὴν καρδιὰ καὶ στὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση ποὺ βρισκόμουν δὲν μὲ βοηθοῦσαν καθόλου ν’ ἀναντρανίσω. Ἔπρεπε ἢ νὰ πάψω νὰ σκέφτομαι ἢ νὰ σκέφτομαι αἰσιόδοξα πράγματα. Δυστυχῶς, διαπίστωνα ὅτι μόνον ἂν μποροῦσα νὰ κοιμηθῶ θὰ ἔπαυαν κι οἱ σκέψεις. Ἀλλὰ ὅπως εἶπα καὶ νωρίτερα, ὁ ὕπνος ἦταν κάτι τὸ ἀπαγορευτικὸ πάνω σ’ αὐτὴ τὴν στενὴ ἐπιφάνεια στὴν κορφὴ τοῦ βράχου.

  Μετὰ ξεκίνησα νὰ παρατηρῶ τὸν περίγυρό μου. Ὁ βράχος ὑψωνόταν περίπου δύο μέτρα πάν’ ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ καὶ γύρω ἀπ’ αὐτὸν ἁπλωνόταν ἡ ξέρα, δὲν ξέρω κι ἐγὼ σὲ ποιὰ ἀπόσταση ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρισκόμουν. Μόνον σ’ ἕνα σημεῖο δὲν ὑπῆρχαν ξέρες κι ἐκεῖ ἦταν βαθιὰ τὰ νερά. Ἑπομένως, σκέφτηκα, ὅταν ἀποφασίσω νὰ φύγω, θὰ βουτήξω ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο γιὰ νὰ μὴν τραυματιστῶ ἀπ’ τοὺς ὑποθαλάσσιους βράχους. Ἤξερ’ ἀπ’ τὴν Ἀκαδημία Ναυτικοῦ ὅτι αὐτοὶ οἱ βράχοι μπορεῖ νὰ γίνουν κοφτεροὶ σὰν λεπίδες καὶ τὸ ἐλάχιστο ἄγγιγμα μ’ ὁποιοδήποτε σημεῖο τοῦ σώματος μπορεῖ νὰ προκαλέσῃ ἀπὸ μία ἀθώα ἀμυχὴ μέχρι καὶ σοβαρὸ τραυματισμό.

  Ἔτσι ὅπως συλλογιζόμουν τὰ περὶ διάσωσής μου, ἄκουσα κρωξίματα πουλιῶν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦρθε νὰ ἐπιβεβαιώσῃ τὴν ἀρχική μου ὑπόθεση περὶ ξηρᾶς ἐκεῖ γύρω. Οἱ ἦχοι μοῦ φαίνονταν ὅτι ἐρχόντουσαν ἀπὸ κάπου κοντὰ χωρὶς νὰ ἤμουν καὶ σὲ θέση, βέβαια, νὰ καθορίσω τὴν ἀπόσταση ἀφοῦ δὲν εἶχα ὀπτικὴ ἐπαφή.

  Γιὰ καλή μου τύχη ἡ ὁμίχλη πρὸς τὴν πλευρὰ ποὺ ἀκουγόντουσαν τὰ πετεινὰ ἄρχισε σιγά-σιγὰ νὰ διαλύεται καὶ τότε κατάφερα νὰ διακρίνω μεγάλα ἄσπρα πουλιὰ νὰ πετᾶνε ἰδιαιτέρως χαμηλὰ πάν’ ἀπὸ κάτι ποὺ ἐπέπλεε στὸ νερό. Τὰ πουλιὰ πρέπει νὰ ἦσαν σίγουρα γλάροι ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἐπέπλεε μ’ ἔβαλε σὲ διάφορες σκέψεις.

Προσπάθησα νὰ δώσω τὴν πιὸ εὐτυχὴ ἐκδοχὴ σ’ ὅ,τι ἔβλεπα μὲ δυσκολία. Σ’ αὐτὸ μ’ ἔσπρωξε ἡ πείνα κι ἡ δίψα ποὺ εἶχαν ἤδη ξεκινήσει νὰ μὲ ταλαιπωροῦν. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου ὅτι πρέπει νά ’ναι κάποιο ξύλινο κουτὶ σὰν αὐτὰ ποὺ διαθέτουν ὅλες οἱ σωσίβιες λέμβοι, γεμάτο μ’ ἐδώδιμα καὶ πόσιμο νερό, ποὺ γλίτωσε τὴ μανία τῆς θάλασσας κι ἔφτασε ἴσαμε ἐδῶ ὕστερ’ ἀπ’ τὸ ναυάγιο. Θυμόμουν καλὰ ὅτι σχεδὸν ὅλες οἱ σωσίβιες λέμβοι τοῦ πλοίου εἶχαν ἀναποδογυρίσει λόγω τῆς θαλασσοταραχῆς καὶ σίγουρα κάποια ἀπ’ αὐτὰ τὰ κιβώτια εἶχαν χυθεῖ στὸ νερό. Κι οἱ γλάροι; Προφανῶς εἶχαν ὀσμιστῆ φαῒ κι ἔσπευσαν νὰ ἐπιδοθοῦν σ’ αὐτὸ τὸ εὔκολο τσιμπούσι. Ἂν τὰ πράγματα εἶχαν ἔτσι, λοιπόν, ὄφειλα νὰ βιαστῶ ἂν ἤθελα νὰ προστατέψω τὴν τροφὴ ἀπ’ τὴν μανία τῶν πουλιῶν. 

  Τὸ ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης μ’ ἔσπρωξε στὸ νερὸ κι ἄρχισα νὰ κολυμπάω πρὸς τὴ μεριὰ τῶν γλάρων λάμνοντας βιαστικὰ μὲ τὰ μπράτσα μου. Τὸ κουτὶ βρισκόταν κοντὰ κι ἔτσι σύντομα θ’ ἀπολάμβανα καμμιὰ παστὴ ρέγγα καὶ θὰ δροσιζόμουν μὲ τὸ πολυτιμότερο ποτὸ τῆς φύσης ποὺ τόσο ἀνάγκη τό ’χα τὶς στιγμὲς τοῦτες.

  Πάνω στὴ βιασύνη μου καὶ στὴ λαχτάρα μου νὰ σωθῶ ἀπ’ τὸ καραδοκοῦν μαρτύριο τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας δὲν μπῆκα κὰν στὸν κόπο νὰ σκεφτῶ οὔτε μία στιγμὴ πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ κουτὶ νὰ ἔχῃ τροφὴ χύμα ὅταν στὶς σωσίβιες λέμβους ὑπάρχουν μόνο κονσέρβες! Ἑπομένως οἱ γλάροι τί τρῶνε; 

  Ὁλοένα καὶ πλησίαζα τὸ κουτὶ χωρὶς νὰ ὑποψιάζομαι τί ἦταν αὐτὸ ποὺ θ’ ἀντίκριζα τελικῶς. Λίγες χεριὲς ἀπόμεναν γιὰ νὰ φτάσω τ’ ἀντικείμενο. Ἡ ἀγωνία μου νὰ βρῶ τροφὴ καὶ νερὸ εἶχε κορυφωθῆ τόσο ποὺ δὲν κατάλαβα πότε ἔκανα καὶ τὴν τελευταία χεριὰ πρὶν ἀκουμπήσω τὸ ὑποτιθέμενο κουτί. Στὸ μεταξὺ οἱ γλάροι φοβισμένοι ἀπ’ τὴν παρουσία μου ἀπομακρύνθηκαν, ἀνεβαίνοντας πιὸ ψηλά.

  Τὸ χέρι μου ἔπεσε μὲ ταχύτητα πάνω στὸ ἀντικείμενο κι ἔνιωσα κάτι μαλακὸ νὰ πιάνω. Ἡ πίεση ποὺ ἄσκησα ἦταν τέτοια ποὺ ἕνα μέρος του σηκώθηκε ἀπ’ τὸ νερὸ κι ἀκούμπησε τὰ κεφάλι μου. Ὅσα λόγια καὶ νὰ βρῶ εἶναι δύσκολο νὰ περιγράψω τὰ αἰσθήματα ποὺ ἔνιωσα ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅταν συνειδητοποίησα ἐπιτέλους περὶ τίνος πρόκειται.

  Τὸ ἀντικείμενο, ποὺ μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ πίστευα κι ἤλπιζα ὅτι ἦταν ἕνα κιβώτιο γεμάτο τροφὴ καὶ νερό, ἀποδείχτηκε ὅτι ἦταν ἕνα κουφάρι ἀνθρώπου σὲ πλήρη ἀποσύνθεση, ἀναδίδον μία ἀποκρουστικὴ βρῶμα. Τμήματα τοῦ κρανίου του ἦσαν ἐμφανῆ ἐνῶ τὸ πρόσωπο ἦταν τελείως παραμορφωμένο μὲ τὰ μάτια φαγωμένα καὶ τὶς παρειὲς κατακρεουργημένες, προφανῶς ἀπ’ τοὺς πεινασμένους γλάρους.

  Τ’ ἀποκρουστικὸ θέαμα αὐτοῦ τοῦ ἄτυχου ἄντρα μ’ ἀπώθησε μέτρα μακριὰ ἐνῶ ἔβγαλα μία δυνατὴ κραυγὴ τρόμου ποὺ ἔκανε τοὺς γλάρους ν’ ἀπομακρυνθοῦν κι ἄλλο. Ἦταν ἴσως ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔνιωθα φρίκη αὐξητικὴ τῶν παλμῶν τῆς καρδιᾶς μου σὲ ἐπίπεδα ἀπαγορευτικὰ γι’ αὐτήν.

  Ἄρχισα νὰ κολυμπῶ γρήγορα πίσω στὸ βράχο γιατὶ μετ’ ἀπ’ αὐτὸ τὸ συμβὰν ἔνιωθα μία ἀνεξήγητη ἀνασφάλεια μέσα στὸ νερὸ ποὺ πίστευα ὅτι θὰ διαλυόταν μόνον ἅμα πατοῦσα σὲ στέρεο ἔδαφος.

  Ἀλλὰ δὲν εἶχα καταλάβει ὅτι μέχρι νὰ φτάσω τὸ κουφάρι, τὸ ρεῦμα τῆς θάλασσας μ’ εἶχε παρασύρει τόσο μακριὰ ἀπ’ τὸν βράχο ποὺ αὐτὸς φαινόταν πλέον σὰν μία μικρὴ κουκίδα. Ἔνιωθα τὸ κορμί μου καταβεβλημένο τόσο ἀπ’ τὰ ψυχοφθόρα συναισθήματα τῶν προηγούμενων λεπτῶν ὅσο κι ἀπ’ τὴν ἀπόσταση ποὺ εἶχα διανύσει γιὰ νὰ φτάσω τὸ πτῶμα. Ἐκτὸς ἀπ’ τὴν ταλαιπωρία εἶχα ν’ ἀντιμετωπίσω καὶ τ’ ἀντίθετο ρεῦμα τοῦ νεροῦ. Εὐτυχῶς, ὅμως, ποὺ ἦταν ἀκόμα μέρα (ὁ ἥλιος εἶχε φτάσει στὸ ζενίθ του), ὁ καιρὸς ζεστὸς κι αἴθριος κι ἡ θάλασσα γαλήνια.

  Ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκα ἆρον-ἆρον ἀπ’ τ’ ἀνθρώπινο κουφάρι, γιὰ τὸ ὁποῖο σκέφτηκα ὅτι μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ κάποιος συνάδελφός μου ἀπ’ τὸ γκαζάδικο ποὺ δὲν εἶχε τὴν δική μου τύχη, συνέχιζα νὰ κολυμπῶ πιὸ ἀργὰ γιὰ νὰ κάνω οἰκονομία δυνάμεων, προσέχοντας πάντα νὰ μὴν βγῶ ἐκτὸς πορείας. Κατὰ διαστήματα σταμάταγα νὰ πάρω ἀνάσα καὶ ξάπλωνα ἀνάσκελα στὸ νερὸ γιὰ λίγα λεπτά. Αὐτὸ θὰ καθυστεροῦσε σημαντικὰ τὴν ἄφιξή μου στὸν βράχο ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω κι ἀλλιῶς. Ποῦ καὶ ποῦ ἔριχνα ματιὲς γύρω μου μήπως καὶ βρῶ καμμία παρηγορητικὴ ἔνδειξη ἀλλὰ ἔβλεπα μόνον ἀπέραντες ὑδάτινες ἐκτάσεις. Στὸ μεταξὺ ἡ ὁμίχλη εἶχε ἀραιώσει σημαντικὰ καὶ μόνον κατὰ τὴν περιοχὴ τοῦ βράχου συνέχιζαν νὰ αἰωροῦνται παχιὲς μάζες ὑδροσταγονιδίων στὴν ἀτμοσφαίρα.

  Ἔφτασα στὸν βράχο ὕστερ’ ἀπ’ ὧρες. Τώρα ἦταν ἀπόγευμα κι ὁ ἥλιος ἑτοιμαζόταν νὰ βουτήξῃ στὰ νερὰ κατὰ τὴ δύση. Ὁ γαλήνιος θόλος τοῦ οὐρανοῦ εἶχε τὸ γλυκὸ χρῶμα τοῦ ζαφειριοῦ. Ὡστόσο, στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὑπῆρχε ἀκόμα ὁμίχλη παρὰ τὶς ἀρχικές μου προβλέψεις ὅτι μέχρι τὸ βράδυ θὰ διαλυόταν. Αὐτὸ μ’ ἀποκαρδίωσε καθὼς ἀδυνατοῦσα νὰ δῶ ἐὰν πράγματι ὑπῆρχε στεριὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν πλευρὰ τοῦ ὠκεανοῦ. Κατέβαλα ὑπεράνθρωπη προσπάθεια ν’ ἀνέβω στὴν κορφὴ τοῦ βράχου. Εἶχα φτάσει στὰ ὅριά μου καὶ μία ἀκόμα σωματικὴ δοκιμασία, ὅπως αὐτὴ τῆς ἀνάβασης ἀπ’ τὸ νερὸ στὴν κορφὴ ἑνὸς βράχου ὕψους δύο μέτρων καὶ χωρὶς βοήθεια ἀπὸ ἐσοχὲς καὶ πιασίματα πάνω στὴν πέτρα, θὰ μ’ ἀποτελείωνε. 

  Τρεῖς φορὲς τουλάχιστον προσπάθησα νὰ σκαρφαλώσω κι ἄλλες τόσες ἔπεσα στὸ νερό. Φοβήθηκα ὅτι δὲν θὰ ἤμουν σὲ θέση νὰ ξανανέβω, μία προοπτικὴ ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὴ σκεφτῶ χωρὶς νὰ μὲ πιάσῃ ρίγος. Μὲ τὰ πολλὰ κατάφερα καὶ σκαρφάλωσα ἀλλὰ μὲ τίμημα: Οἱ πατοῦσες μου εἶχαν πληγιαστῆ σημαντικὰ ἐνῶ στὰ πόδια γέμισα μ’ ἐκδορές. Τὸ αἷμα ἔτρεξε στὸ νερὸ ποὺ ἔχασε τὸ χρῶμα του σ’ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο καθὼς βαφόταν κόκκινο.

  Μαζεύτηκα στὴν κορφὴ τοῦ βράχου κι ἔβγαλα τὰ ροῦχα μου γιὰ νὰ στεγνώσουν. Ἐπικρατοῦσε ἀκόμα ζέστη ἐνῶ ἡ ὑγρασία ἔκανε τὴν ἀτμοσφαίρα ἀποπνιχτική. «Καταραμένη ὁμίχλη», εἶπα φωναχτά, «τουλάχιστον νὰ ἤξερα ἐὰν ὑπάρχῃ ἢ ὄχι στεριὰ ἐδῶ κοντά, ἔτσι γιὰ νὰ σταματήσῃ νὰ μὲ βασανίζῃ αὐτὴ ἡ ἀπορία». Εἶχα τραβήξει τόσα μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή ποὺ ἡ παραμικρὴ δυσκολία ἢ ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ ἁπλὸ ἐμπόδιο, ποὺ σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση ὁποιοσδήποτε θὰ τὸ ξεπέρναγε εὔκολα, ἐμένα μου φαινόταν μεγάλο μαρτύριο καὶ μοῦ κουρελίαζε τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχή.

  Ὅλο μου τὸ σῶμα πονοῦσε ἀπ’ τὶς κακουχίες καὶ τὴν ταλαιπωρία ἐκείνης τῆς μέρας καὶ κυρίως οἱ πατοῦσες μου ποὺ τρέχανε αἷμα καὶ μ’ ἔτσουζαν ἀπελπιστικά. Ἔνιωσα ἔντονα τὴν ἀνάγκη νὰ ξαπλώσω, νὰ τεντώσω τὸ ἔρμο τομάρι μου καὶ νὰ ξεκουραστῶ κομμάτι ἀλλ’ αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο. Ἤμουν καταδικασμένος νὰ παραμένω στὴ θέση αὐτὴ γιὰ ὅσο θὰ βρισκόμουν στὸν βράχο.

  Σύντομα ἐπανῆλθε τὸ μαρτύριο τῆς δίψας καὶ τῆς πείνας ποὺ καθ’ ὅλη τη διάρκεια τῆς μέρας, λόγω τῆς ἔντασης τῶν προαναφερόμενων γεγονότων, τὸ εἶχα ξεχάσει. Αὐτὴ τὴ φορά, ὅμως, ἐπέστρεψε δριμύτερο γιατὶ εἶχα μείνει χωρὶς νερὸ καὶ τροφὴ πάν’ ἀπὸ δεκαοκτὼ ὧρες περίπου ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ συνέβη τὸ ἀτύχημα στὸ γκαζάδικο. Ἦταν κάτι τὸ ἀσύλληπτο καὶ τρομακτικὸ γιὰ μένα νὰ πεθάνω ἀπὸ πείνα ἢ ἀπὸ δίψα στὴ μέση του ὠκεανοῦ. Σκέφτηκα ὅτι ἡ ἔκβαση αὐτῆς τῆς ἱστορίας θὰ ἦταν πέρα γιὰ πέρα ζοφερὴ ἐὰν δὲν γινόταν κάτι σύντομα. Τί ὅμως; Ἕνα περαστικὸ πλοῖο, ἴσως, ποὺ θὰ μὲ ἐντοπίσῃ καὶ θάρθῃ νὰ μὲ περισυλλέξῃ ἢ μία κοντινὴ στεριὰ ποὺ τὴν κρύβει τὸ πέπλο τῆς ὁμίχλης. Ἡ στεριὰ κάποιου νησιοῦ μ’ ἕνα χωριὸ πάνω του, ἕτοιμο νὰ μὲ ὑποδεχτῇ, νὰ μὲ περιθάλψῃ καὶ νὰ μὲ ποτίσῃ μὲ νερὸ πηγῆς κρύο καὶ ξάστερο σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἔπινα στὸ Soudpool. 

  Κι ἦταν στιγμὲς ποὺ ξεχνιόμουν καὶ σὰν σαστισμένος κοιτοῦσα πέρα μακριὰ μὲ βλέμμα ἀπλανὲς κι ἀφηρημένο, λὲς καὶ ἔβλεπα τὸ κενό, καὶ μὲ τὸ στόμα μισάνοιχτο σὰν τοῦ χτικιάρη ποὺ ἀπ’ τὴ δίψα τὸ ἕνα του χείλι ἀπιθώνεται στὸ σαγόνι ἐνῶ τ’ ἄλλο χείλι σηκώνεται ἐλαφρῶς πρὸς τὰ ρουθοῦνια.

  Ἡ νύχτα εἶχε ἤδη ἁπλωθῆ παντοῦ κι ἡ θάλασσα δέχτηκε μέσα στὴν ἡσυχία της ὅλα τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ. Ἔνιωθα ὅτι μόνον τὰ λαμπυρίζοντα σώματα τοῦ στερεώματος μοῦ ἔκαναν παρέα ἐκείνη τὴν ὥρα. Σκέφτηκα ὅτι αὐτὰ τὰ ἴδια βλέπουν τώρα οἱ κάτοικοι τοῦ Soudpool ἀπ’ τὰ παράθυρα τῶν σπιτιῶν τους ἢ τὶς βεράντες τους. Ἄθελά μου μοῦ ἦρθε στὸν νοῦ ἀπόσπασμα ἀπὸ ἕνα ποίημα ποὺ ταίριαζε στὰ αἰσθήματα τῆς στιγμῆς ἐκείνης. Ἦταν ἕνα παλιὸ ποίημα ποὺ εἶχα διαβάσει σὲ μία ἀνθολογία, δὲν θυμόμουν ὅμως ποιό· τὸ παραθέτω ἀπὸ μνήμης, ἔτσι ὅπως τό ’χα δεῖ

 Πᾶνε δυὸ νύχτες ποὺ κοιτῶ τ’ ἄστρα τὰ κοντινά μας,
κατὰ τὰ μέρη ποὺ κρυφὰ ἀλάργεψες καὶ πάλι,
γιατὶ νομίζω πὼς ἐκεῖ ψηλὰ τὰ βλέμματά μας
θὰ σμίξουν ἄμα και ἐσὺ σηκώσῃς τὸ κεφάλι.

  Τὰ λόγια αὐτὰ μοῦ ἔδωσαν μία νέα πνοή. Μὲ κάτι τέτοια προσπαθοῦσα νὰ ξεχάσω τὴν οἰκτρή μου θέση, ὅμως ἡ πραγματικότητα μ’ ἐπανέφερε στανικὰ στοὺς ἴδιους ἄσχημους στοχασμούς. Τί μποροῦσα νὰ κάνω γιὰ νὰ χορτάσω τὴν πείνα μου καὶ νὰ ξεδιψάσω; Αὐτὸ ἦταν τώρα τὸ κύριο ζήτημα ποὺ ἔπρεπε νὰ λύσω. Φυσικά, δὲν γινόταν κὰν λόγος νὰ πιῶ θαλασσινὸ νερό. Εἶχα ἀκούσει ὅτι σὲ περίπτωση μεγάλης δίψας, ἂν κολυμπήσῃς σὲ κρύο νερό, ξεγελᾶς γιὰ λίγο τὸ κορμί. Ὕστερα ὅμως ἀπ’ τὴν δυσκολία ποὺ εἶχα ν’ ἀνέβω στὸν βράχο, ἐγκατέλειψα γιὰ πάντα αὐτὴ τὴν ἰδέα.

  Κάποια στιγμὴ πρέπει ν’ ἀποκαρώθηκα γιατὶ ἔνιωσα νὰ γέρνω πρὸς τὸ νερὸ καὶ τελευταῖα στιγμὴ συνῆλθα γιὰ νὰ κρατήσω τὴν ἰσορροπία μου. Δὲν θ’ ἄντεχα νὰ ξανασκαρφαλώσω στὸν βράχο. Ἔπειτα φοβόμουν νὰ βρεθῶ στὸ νερὸ γιατὶ γνώριζα ὅτι πολλὰ ψάρια βγαίνουν γιὰ κυνήγι τὴ νύχτα καὶ κυρίως τὰ σκυλόψαρα.

  Πρέπει νὰ ἦταν γύρω στὶς τέσσερις τὸ πρωὶ ἢ καὶ λίγο ἀργότερα, κρίνοντας ἀπ’ τὴ θέση τῆς Σελήνης ποὺ ἔδυε ἐκείνη τὴν ὥρα, ὅταν ἀποκοιμήθηκα. Παρὰ τὸ μούδιασμα ὅλου μου τοῦ σώματος καὶ τοὺς πόνους στὴν πλάτη ἀπ’ τὴν πολύωρη κι ἴδια στάση, ἡ ἐξάντλησή μου ἦταν τέτοια ποὺ ξέχασα αὐτὸ τὸ βασανιστήριό μου κι ἔκλεισα τὰ μάτια γιὰ νὰ κοιμηθῶ. Δὲν ξέρω πόση ὥρα πέρασε βρισκόμενος σὲ κατάσταση ὕπνου, ἀλλὰ ξαφνικὰ ἔνιωσα νὰ βυθίζομαι στὸ νερὸ κι αἰχμηρὲς λεπίδες νὰ γδέρνουν τὴν πλάτη μου.

  Εἶχα πέσει στὸ θάλασσα πρὶν ξυπνήσω καὶ μάλιστα στὴν πλευρὰ τοῦ βράχου ὅπου ἀπὸ κάτω δέσποζε ἡ ξέρα! Ἕνα οὐρλιαχτὸ ἀκούστηκε κι ὁ οὐρανὸς μαζὶ μὲ τὴ θάλασσα ἀντήχησαν μ’ ὅσες φωνὲς κι ἂν εἶχαν σ’ αὐτὸ τὸ οὐρλιαχτό! Κατάλαβα ὅτι εἶχα χτυπήσει ἄσχημα καὶ μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα πιάστηκα ἀπ’ τὸν βράχο πατῶντας τὴ φορὰ αὐτὴ πάνω στὴ ξέρα· αὐτὸ μὲ βοήθησε σημαντικὰ ν’ ἀνέβω πιὸ εὔκολα ἀπ’ ὅ,τι τὴν προηγούμενη φορά. Ὡστόσο, στὰ πέλματά μου ἔτρεχε ποτάμι τὸ αἷμα τώρα ἐνῶ ἡ πλάτη μ’ ἔκαιγε ἀφόρητα. Ἀπ’ τὸ λαρύγγι μου ἐξαπολύονταν φωνὲς πόνου γιὰ πολλὴ ὥρα. 

  Κάποια στιγμὴ εἶπα νὰ σκίσω τὸ πουκάμισο ποὺ εἶχα ἁπλώσει ἀπ’ τὸ ἀπόγευμα στὰ πλάγια του βράχου καὶ νὰ φτειάξω αὐτοσχέδιους ἐπιδέσμους γιὰ τὰ πέλματά μου στὰ ὁποῖα ἔνιωθα ἔντονες καρφιτσιές. Ἔτσι, ἔδεσα τὰ πόδια μου ὅπως-ὅπως μπᾶς κι ἁπάλυνα γιὰ λίγο τὸν πόνο μου. Στὴν πλάτη μου αἱμορραγοῦσα φρικτὰ γιατὶ ἔνιωθα μπόλικο αἷμα νὰ κυλάῃ κατὰ μῆκος της. Δὲν μποροῦσα νὰ κάνω κάτι γι’ αὐτὴ τὴν πληγή, ὅμως, ὅπως δὲν μποροῦσα νὰ συλλάβω καὶ τὴν ἔκταση τῆς ζημιᾶς.

  Ὁ ἕνας πόνος στὰ πόδια ἀνταγωνιζόταν τὸν ἄλλο πόνο στὴν πλάτη· καμμιὰ ἀνακούφιση δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ. Ἔβαλα τὶς πιὸ ζοφερὲς σκέψεις στὸ νοῦ περὶ θανάτου ἀπὸ ἀκατάσχετη αἱμορραγία ἢ ἀπὸ μόλυνση. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν πόνο μὲ μαστίγωνε κι ἡ πείνα ἢ ἡ δίψα. «Νὰ πάρῃ ὁ διάβολος, ἔπρεπε νὰ εἶχα σύρει μαζί μου ἐκεῖνο τὸ πτῶμα, θ’ ἀποτελοῦσε καλὸ δεῖπνο! Ἀφοῦ τὸ τρῶγαν τὰ πουλιὰ γιατὶ ὄχι κι ἐγώ; Τὰ τυχερά! Αὐτὰ ἀπόλαυσαν ἕνα ὑπέροχο τσιμπούσι ἐνῶ ἐγὼ φοβήθηκα!» Καὶ τότε ξέσπασα σ’ ἕναν ἀπαίσιο κι ἀνατριχιαστικὸ γέλωτα ποὺ ὅποιος μ’ ἔβλεπε  καὶ μ’ ἄκουγε, θὰ ἔλεγε ὅτι παραλόγισα. Δὲν θὰ ἀργοῦσε φυσικὰ νὰ γίνῃ κι αὐτὸ γιατὶ ἡ ἔλλειψη νεροῦ μ’ ὁδηγοῦσε σιγά-σιγὰ στὴ πνευματικὴ σύγχυση καὶ στὴν ἀπώλεια τοῦ εἱρμοῦ τῆς σκέψης κι ἡ παραπάνω ἀντίδραση ἴσως νὰ ἦταν ἡ ἀρχή.

  Ξημέρωνε σιγά-σιγὰ καὶ τὰ ἄστρα ἔλιωναν στὸν οὐρανό. Σὲ λίγο θὰ πλημμύριζε ὁ ὠκεανὸς ἀπὸ ἑωθινὸ φῶς κι ἐγὼ ἀπ’ τὴν χαρὰ μίας ἀναπάντεχης διαπίστωσης. Στὸ μεταξὺ τὰ σημάδια τῆς δίψας γινόντουσαν ὁλοένα καὶ πιὸ ἔντονα: Ἔνιωθα τὸ στόμα ξηρὸ καὶ τὴ γλώσσα μου πρησμένη ἐνῶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα μου τὸ κατέκλυζε μία ὑπερβολικὴ ζέστη καὶ συχνὲς κράμπες.

  Μόνον ὅσοι ἔχουν νιώσει τὰ ὀξύτατα σωματικὰ καὶ πνευματικὰ μαρτύριά μου ἢ ἔχουν βιώσει τὶς δεινὲς συνθῆκες κάτ’ ἀπ’ τὶς ὁποῖες προσπαθοῦσα νὰ γλιτώσω ἀπ’ τὸν θάνατο μποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν ἄφατη εὐτυχία ποὺ μοῦ χάρισε τὸ φανέρωμα ἑνὸς μικροῦ νησιοῦ, ἀφότου διαλύθηκε ἡ ὁμίχλη.

  Πράγματι, μέχρι ν’ ἀνατείλῃ ἡ ἥλιος αὐτὴ ἡ βαριὰ ἀχλὴ εἶχε διασκορπιστῆ κι ἔβλεπα πλέον καθαρὰ ἕνα νησάκι σὲ μία ἀπόσταση ὄχι μεγαλύτερη ἀπὸ διακόσια μέτρα! Δὲν μποροῦσα νὰ πιστέψω πόσο κοντὰ στὴ σωτηρία μου ἤμουν ὅλ’ αὐτὸ τὸ διάστημα. Ἡ ὁμίχλη μ’ εἶχε καθυστερήσει σημαντικὰ κι εἶχε ἐπιμηκύνει τὰ βασανιστήριά μου κατὰ πολλὲς ὧρες. Ἔκανα σὰν τρελλὸς ἀπ’ τὴν ἔκπληξη. 

  Μπροστά μου ξεδιπλωνόταν ἕνα μακρὺ ἀκρογιάλι ποὺ μὲ στράβωνε καθὼς ἀντίκριζα τὴν ἐκτυφλωτικὴ ἀσπράδα τῆς ἀμμουδιᾶς του. Αὐτὸ τὸ ἀκρογιάλι βρισκόταν στὴν ἔξοδο ἑνὸς ποταμοῦ. Στὶς ὄχθες αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ ἀναφυόταν μία πυκνὴ συστάδα ἀπὸ φοίνικες. Ἐπιπλέον, τὸ ποτάμι σχημάτιζε μία μικρὴ λίμνη κατὰ τὴν  ἔξοδό του στὴ θάλασσα. Σ’ ὅλο τὸ ὑπόλοιπο μῆκος τῆς παραλίας ὑπῆρχε πλούσια βλάστηση, πλήρης ἐλαιώνων, πεύκων κι ἁρμυρικιῶν, ποὺ διακοπτόταν ποῦ καὶ ποῦ ἀπὸ γρανιτένια χαράκια σφηνωμένα στὴν ἄμμο. Στ’ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς παραλίας ὑπῆρχε ἕνας ἐντυπωσιακὸς βράχος μέσα στὴ θάλασσα ποὺ θύμιζε κατάρτι. Τέλος, μετὰ τὸ ἀνατολικὸ ἄκρο μποροῦσα νὰ διακρίνω, μὲ δυσκολία, θαλάσσιες σπηλιές.

  Ἦταν μία ἀπόλαυση κι ἕνα θαῦμα νὰ βλέπῃς αὐτὴ τὴν εἰκόνα. Ἀκόμα κι ἂν ὅλοι του κόσμου οἱ ποιητὲς μὲ βοηθοῦσαν, οὔτε ἕνα χιλιοστὸ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα δὲν θὰ μποροῦσα νὰ περιγράψω.

  Πρὸς στιγμὴ νόμισα πὼς ὅλ’ αὐτὸ ἦταν μία ὀπτασία ποὺ ὀφειλόταν στὴν ἔλλειψη νεροῦ καὶ στὸ τυφλωμένο λογικό μου, προερχόμενο ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἔλλειψη. Σηκώθηκα ὄρθιος, παρὰ τὴν ἀδυναμία μου, κι ἄρχισα νὰ κουνῶ τὰ χέρια μου καὶ νὰ φωνάζω δυνατὰ μήπως καὶ μ’ ἀκούσει κανείς· δὲν ἐμφανιζόταν, ὅμως, ψυχή. Περίμενα λίγη ὥρα, ξαναφώναξα ἀλλὰ κανεὶς δὲν φαινόταν. Πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ βουτήξω καὶ νὰ κολυμπήσω μέχρι τὴ στεριά. 

  Τὴν ἴδια στιγμὴ στὸν οὐρανὸ συγκεντρώνονταν μεγάλοι λευκοὶ ὄγκοι νεφῶν καὶ πιὸ ψηλὰ ἁπλωνόντουσαν μέχρι πέρα τὸν ὁρίζοντα δέσμες ἀπὸ λεπτὰ καὶ λευκὰ νήματα σὰν ἀλογοουρές. Ἕνας ἐλαφρὺς ἀέρας ποὺ ρυτίδωνε τὸ ἤρεμο πρόσωπο τῆς θάλασσας εἶχε σηκωθεῖ, πράγμα ποὺ προμήνυε κακοκαιρία. Μία ἀκόμα θαλασσοταραχὴ θὰ μ’ ἀποτελείωνε στὰ σίγουρα καθὼς ἡ θέση μου πάνω στὸν βράχο ἦταν ἐπισφαλής. 

  Ἑπομένως, τὸ νησὶ ἦταν ἡ μοναδικὴ διέξοδος ποὺ θὰ μὲ ὁδηγοῦσε στὴ σωτηρία. Σκέφτηκα ὅτι κάποιος μπορεῖ νὰ ὑπῆρχε σὲ κεντρικότερο σημεῖο τοῦ νησιοῦ. Μὰ κι ἂν δὲν ὑπῆρχε κανείς, θὰ ἔβρισκα σίγουρα κάτι γιὰ νὰ χορτάσω τὴν πείνα μου. Ὅσο γιὰ τὴν ἐφιαλτικὴ δίψα μου, ἤλπιζα ὅτι ἀκόμα κι ἂν δὲν ἔβρισκα πόσιμο νερό, θὰ μποροῦσα ν’ ἀντλήσω χυμοὺς ἀπ’ τὰ φυτὰ ἢ ἀπὸ καρποὺς ποὺ ἴσως νὰ ὑπῆρχαν στὸ νησί.

  Χωρὶς δεύτερη σκέψη βούτηξα στὸ νερὸ καὶ ξεκίνησα τὸ κολύμπι μὲ κατεύθυνση τὸ σωτήριο ἀκρογιάλι. Δὲν ἔνιωθα οὔτε τὴν σωματική μου ἀτονία καὶ τὸ μούδιασμα οὔτε τοὺς πόνους ἀπ’ τὶς πληγές. Σκεφτόμουν μόνο ὅτι τὰ βάσανά μου σύντομα θὰ τελειώσουν κι ὅτι θὰ ἤμουν πιὰ ἐλεύθερος ἀπ’ αὐτὸν τὸν στραγγαλιστικὸ περιορισμὸ τοῦ βράχου.

  Δὲν εἶχα ἀπομακρυνθεῖ οὔτε πέντε μέτρα ἀπ’ τὴν ξέρα ὅταν ἔνιωσα στὰ πόδια ἕνα ἰσχυρὸ σκούντημα. Γεμάτος ἀπορία καὶ φόβο σταμάτησα τὸ κολύμπι καὶ στράφηκα πρὸς τὴ μεριὰ τοῦ βράχου ἀλλὰ δὲν ἀντίκρισα τίποτα. Κοίταξα γύρω μου καὶ παντοῦ ἡ ἴδια ἐρημιὰ ποὺ μὲ συντρόφευε ἀπ’ τὴν στιγμὴ ποὺ βρέθηκα ἐδῶ. Ὁ νοῦς μου, ὅμως, ἦταν στὸ φευγιὸ καὶ δὲν ἔδωσα σημασία θεωρῶντας τὸ συμβὰν πλάσμα τῆς φαντασίας μου.

  Ἔκανα νὰ συνεχίσω τὸ κολύμπι καὶ τότε συνέβη αὐτὸ ποὺ θ’ ἀπευχόταν ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ἕνα πελώριο ψάρι ἐρχόταν καταπάνω μου μὲ μεγάλη ταχύτητα, κρίνοντας ἀπ’ τὴν κίνηση τοῦ πτερυγίου του ποὺ προεξεῖχε ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας σὰν μεγάλο φονικὸ δρεπάνι. Πάγωσα ὁλόκληρος καὶ πρὶν προλάβω ν’ ἀντιδράσω, τὸ θεριὸ μοῦ εἶχε καταφέρει μία δαγκωνιὰ στὸ δεξί μου χέρι. Ἔνιωσα τὰ θανατηφόρα δόντια του νὰ σκίζουν τὴ σάρκα στὸ σημεῖο ἐκεῖνο κι ἐγὼ ν’ ἀνασηκώνομαι ἀπ’ τὸ νερὸ λόγω τῆς μεγάλης ταχύτητας πρόσκρουσης τοῦ ψαριοῦ πάνω μου. Γιὰ καλή μου τύχη, αὐτὴ ἡ ἐφιαλτικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν καρχαρία μ’ ἐκσφενδόνισε γύρω στὰ δυὸ μέτρα καὶ βρέθηκα πάλι κοντὰ στὸν βράχο.

  Σὲ στιγμὲς ποὺ τὸ νῆμα τῆς ζωῆς γίνεται τόσο λεπτὸ ποὺ ἀκόμα κι ἕνα ἐλαφρὺ φύσημα τοῦ ἀέρα μπορεῖ νὰ τὸ κόψῃ, ὁ καθένας νιώθει βαθὺ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ διάσωση τῆς ζωής του κι οἱ δυνάμεις του πολλαπλασιάζονται προκειμένου νὰ πετύχῃ μία τέτοια διάσωση. Ἔτσι, οὔτε ποὺ κατάλαβα πῶς βρέθηκα ξανὰ στὴν κορφὴ τοῦ βράχου!

  Πάνω στὴ λαχτάρα μου νὰ βγάλω φτερὰ καὶ νὰ φτάσω στὴ στεριὰ μία ὥρα ἀρχύτερα, δὲν πρόσεξα ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ψάρι γυρόφερνε τὴν ξέρα. Τὰ κῆτος πρέπει νὰ ἦταν ἀπ’ τὸ βράδυ στὴν περιοχὴ γύρω ἀπ’ τὸν βράχο καθὼς θὰ εἶχε μυρίσει τὸ πρῶτο αἷμα ἀπ’ τὰ πόδια μου ποὺ κύλισε στὸ νερὸ ὅταν προσπαθοῦσα νὰ σκαρφαλώσω τὸν βράχο κι ἀργότερα ὅταν ἔπεσα πάνω στὴν ξέρα μὲ τὴν πλάτη. Ὡς γνωστὸ κάποια ἀπ’ αὐτὰ τὰ πλάσματα ἔχουν ἰσχυρὴ ὄσφρηση καὶ φτάνει ἕνα σταγονίδιο αἵματος γιὰ νὰ τὰ προσελκύσῃ ἀκόμα κι ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση.

  Φαίνεται ὅτι τὸ ψάρι ἦταν ἀποφασισμένο νὰ βρῇ λεία γιὰ νὰ χορτάσῃ τὴν πείνα του γιατὶ ἀπ’ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀνέβηκα στὸν βράχο, δὲν ἔλεγε νὰ φύγῃ. Ὅσο γιὰ μένα, βρισκόμουν ξανὰ σ’ ἀπελπιστικὴ θέση. Ὄχι μόνον γιατὶ ἤμουν στὴν κυριολεξία μία ἀνάσα πρὶν ἀπ’ τὴν ἐλευθερία μου, ποὺ τώρα μοῦ τὴ στεροῦσε ὁ τυχοδιώκτης τῶν θαλασσῶν, ἀλλὰ γιατὶ τὸ χέρι μου εἶχε μία φρικτὴ ὄψη. Αἱμορραγοῦσα πολὺ κι ὁ πόνος ἦταν ἀφόρητος κι ἀσύλληπτος. Ἡ πληγὴ ξεκίναγε ἀπ’ τὸν ἀγκώνα κι ἔφτανε μέχρι τὴν παλάμη, ἂν μπορῶ νὰ ὀνομάσω βέβαια αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα παλάμη καθὼς ἡ ὄψη της εἶχε παραμορφωθῆ καὶ τρία δάχτυλα εἶχαν κοπεῖ ἀπ’ τὴ ρίζα τους.

  Βρύση γινήκαν τὰ μάτια μου τόσο ἀπ’ τὸν πόνο ὅσο κι ἀπ’ τὴν λύπη γιὰ τὰ χάλια τοῦ χεριοῦ μου. Μὲ τὸ χέρι αὐτὸ ἔγραφα καὶ τώρα ἔχανα κάθε τέτοια δυνατότητα ὅπως ἔχανα, ὡς φαίνεται καὶ τὸ χέρι μου· τουλάχιστον ἀπ’ τὸν ἀγκώνα καὶ κάτω. 

  Μία τέτοια προοπτικὴ μ’ ἀποσβόλωσε ὁλοκληρωτικὰ καὶ μέσα στὴν κακομοιριά μου ἔσκισα ἕνα κομμάτι ἀπ’ τὸ παντελόνι μου (τὸ πουκάμισο τὸ εἶχα χρησιμοποιήσει ὁλόκληρο γιὰ νὰ δέσω τὶς πληγὲς στὰ πόδια) κι ἔφτειαξα ἕναν αὐτοσχέδιο ἱμάντα ἴσχαιμης περίδεσης μήπως καὶ περίσωνα ἔτσι τὸ χέρι μου.

  Τὸ ψάρι ποὺ ἔφερνε βόλτες ἦταν ἕνας ἰδιαίτερα μεγαλόσωμος καρχαρίας «τίγρης» μήκους τεσσάρων περίπου μέτρων, γνωστὸς γιὰ τὶς κολυμβητικές του ἱκανότητες καὶ τὶς κυνηγετικές του ἀρετές. Κρίνοντας ἀπ’ τὸ μέγεθός του καὶ ἀπ’ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐμφανίστηκε αὐτὴν τὴν περίοδο τοῦ χρόνο σὲ ρηχὰ νερὰ προφανῶς γιὰ νὰ γεννήσῃ, πρέπει νὰ ἦταν θηλυκός. Παρὰ τὴν ἀγριότητά του καὶ τὴν μοχθηρία του, ἦταν ἕνα ὑπέροχο ζῶο. Ὅλη ἡ ράχη του εἶχε χρῶμα ἀνοιχτὸ μπλὲ ἐνῶ ἡ κοιλιά του ἦταν λευκή. Τ’ ὅλο του σχῆμα ἦταν ἄκρως ὑδροδυναμικό, μὲ ἰσχυρὴ οὐρά, δέρμα τραχύ, γεμάτο σκοτεινὲς λουρίδες ποὺ ξεκινάγανε ἀπ’ τὴν ράχη καὶ κατέληγαν στὴν κοιλιά. Τὸ κεφάλι του εἶχε σχῆμα σφήνας καὶ μόνον τὰ θεόρατα σαγόνια του μὲ τὰ κοφτερὰ σὰν ξυράφια δόντια του ἦταν ἀποκρουστικά. Τὸ τέρας αὐτὸ ἦταν κατασκευασμένο γιὰ νὰ τρώῃ ὅλα τὰ ψάρια τῶν ὠκεανῶν κι ἐνίοτε ἀποτελοῦσε ἀπειλὴ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

  Εἶχε μυρίσει τὸ αἷμα μου καὶ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ἀνήσυχος ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα, κάνοντας μικρὲς ἀπότομες κινήσεις, σκίζοντας τὸ νερὸ μὲ τὰ μεγάλα πτερύγια του καὶ κόβοντας τὴν ὁρμή του μὲ τὸ στῆθος του. Ἦταν φανερὸ ὅτι ἦταν ἀτρόμητος καὶ μαζεύτηκε ἐδῶ γιὰ νὰ κάνῃ αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Πότε ξεπρόβαλλε τὸ τρομακτικό του πτερύγιο μὲ τὸ νερὸ νὰ κυλάῃ στὴν ράχη του καὶ πότε νὰ βουλιάζῃ ἀργὰ σὰν βουτηχτής.

  Οἱ βόλτες αὐτὲς συνεχίστηκαν γιὰ ὧρες, ὁπότε φτάσαμε στὸ ἀπόγευμα. Ἤμουν σὰν ἕνα ἄθλιο κι ἐλεεινὸ ἀπομεινάρι ἀνθρώπου μὲ λιγοστὲς δυνάμεις, ἀσφυκτικὰ περιορισμένος κι ἐγκλωβισμένος ἀπ’ τὸν λιγοστὸ χῶρο ποὺ μοῦ προσέφερε ὁ βράχος, ἀπ’ τὴν ἴδια τὴν θάλασσα κι ἀπ’ τὸ τέρας τοῦ νεροῦ.

  Κοιτῶντας μιὰ τὸν καρχαρία καὶ μιὰ τη θάλασσα συλλογίστηκα ὅτι ἀκόμα κι ἐδῶ περιτριγυρίζομαι ἀπὸ θηλυκὲς ὑποστάσεις ποὺ γυρεύουν νὰ κυριαρχήσουν πάνω μου. «Δεσμώτης στὸ αἰώνιο θηλυκό», εἶπα, «δεσμώτης στὸ αἰώνιο χωνευτήρι πού ’ναι ἡ θάλασσα. Ἀ, ἡ θάλασσα! Βέβαια, πανέμορφη καὶ καλοσυνάτη τὴ μία στιγμή, ἄγρια, σκληρὴ καὶ καταδυναστευτικὴ τὴν ἄλλη στιγμή, ὅπως ἀκριβῶς ἡ γυναίκα. Πόσες φορὲς μὲ εἵλκυσε στὸν κόρφο της σὰν ἦταν ἤρεμη· πόσες φορὲς τὰ μυστικά της γύρεψα· πόσες φορὲς μ’ ἀπώθησε καὶ τὴν ἐμίσησα γιατὶ κινδύνεψα μέσα στὸν ἴδιο ἐκεῖνο κόρφο ποὺ κάποτε λάτρεψα. Κι αὐτὸς ὁ καρχαρίας δὲν εἶν’ ἀκόμα ἕνα θηλυκὸ καὶ πελώριο χωνευτήρι ποὺ μέσα του μὲ θέλει νὰ κατρακυλήσω; Ἴσως στὸ τέλος νὰ φανῇ ὅτι τὰ θηλυκὰ φτειαχτήκανε γιὰ νὰ ἐκχωροῦν τὰ δικαιώματά τους στὸ ἀρσενικὸ μ’ ἀντάλλαγμα τὸν ἔλεγχο καὶ τὴν χαλιναγώγηση. Ἀλλὰ ὄχι! Θὰ εἶμαι ἐγὼ αὐτὸς ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ θὰ παραβιάσῃ τοῦτο τὸ πρόγραμμα τῆς φύσης καὶ θὰ ξεφύγῃ ἀπ’ τὸ θηλυκό, θὰ διεκδικήσῃ τὸ δικαίωμά του στὴν ἐλευθερία· μία γιὰ πάντα!»

  Ἄφησα τὸ βλέμμα μου νὰ κάνῃ ἕναν νωχελικὸ περίπατο γιὰ ὥρα πάνω σ’ αὐτὸν τὸν «τίγρη» τῶν θαλασσῶν. Σκέφτηκα ὅτι ὅσο βρίσκομαι ἐδῶ, αὐτὸς θάναι πάντα στὴν κορφὴ τῆς τροφικῆς ἁλυσίδας καὶ ἐγὼ στὸν πάτο. Καλὰ λένε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μετράει καὶ πολὺ μπροστὰ στὰ γιγαντιαῖα ζῶα ὅπως καὶ μπροστὰ στὰ γιγαντιαῖα κύματα, ὅπως καὶ μπροστὰ στὸ θηλυκό. Καὶ πρόσθεσα δυνατά: «Ἔτσι δὲν εἶναι; Δεῖτε ἐκεῖνα τὰ ἀρσενικὰ ποὺ γιὰ μία συνευρεσούλα μὲ τὸ θηλυκὸ δίνουν ἀκόμα καὶ τὴ ζωή τους, θανατώνονται χωρὶς νὰ τὰ νοιάζῃ! Τ’ ἀνόητα! Ἐγὼ ὅμως ὄχι! Αὐτὸς ὁ θηλυκὸς καρχαρίας δὲν θὰ χορτάσῃ μὲ τὴ σάρκα μου. Θὰ φτάσω στὸ νησὶ κι ἄστον νὰ πεθάνῃ ἀπ’ τὴν πείνα. Εἴπαμε: Θᾶμαι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ξεφύγῃ ἀπὸ θηλυκό!»

  Ξέσπασα σ’ ἕνα ἀπαίσιο γέλιο γιὰ δεύτερη φορά. Ἄρχισα νὰ «τραγουδάω» ἀσυναρτησίες δυνατά, μὲ μία ἀγριοφωνάρα ποὺ θὰ τρόμαζε ὁποιονδήποτε, διακόπτοντας τὸ «τραγούδι» γιὰ νὰ χαχανίσω καὶ ξαναξεκίναγα τὸ ἴδιο ἀνόητο «τραγούδι». Ὥσπου ἐξαντλήθηκα τελείως καὶ τότε ἔκλαψα γοερὰ σὰν παιδί. Κι οἱ λυγμοί μου μεγάλωσαν σὰν σκέφτηκα τὴ μητέρα μου. «Αὐτὴ φταίει!» εἶπα δυνατά. «Ἡ ἀπαίσια, ἂν δὲν μὲ ἔστελνε στὴν Ἀκαδημία Ναυτικοῦ, δὲν θὰ βρισκόμουν τώρα ἐδῶ. Αὐτὴ φταίει, μὰ σὰν γυρίσω πίσω, δὲν θὰ ὑποταχτῶ στὸ θέλημά της· στὸ διάβολο κι οἱ τύψεις κι οἱ ἐνοχὲς κι ὅλα τὰ κόλπα της· τὴ φορὰ αὐτὴ θ ὰ  κ ά ν ω  τ ὰ  δ ι κ ά   μ ο υ  κ έ φ ι α·  κ α ὶ  τ ὰ  δ ι κ ά    μ ο υ  κ έ φ ι α  ε ἶ ν’    σ υ γ γ ρ α φ ή», τονίζοντας μὲ ὑπερβολὴ τὴ λέξη συγγραφή. Ὅμως, ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔπεσε τὸ λυπημένο βλέμμα μου στὸ λαβωμένο χέρι κι αὐτὲς οἱ τελευταῖες λέξεις ἀκούστηκαν τόσο παγερὰ καὶ βαριά. 

   Ἔκλαψα ξανά …

  Τὸ χέρι μου εἶχε ἀλλάξει χρῶμα, ἦταν τώρα κατάμαυρο καὶ μουδιασμένο. Ἡ σήψη προχωροῦσε καὶ θὰ μὲ ροκάνιζε σιγά-σιγὰ ὁλόκληρο. Ἔπρεπε νὰ βρῶ τρόπο νὰ φτάσω στὸ νησὶ πρὶν μὲ θανατώσῃ ἡ δίψα ἢ ἀκόμα χειρότερα ἡ γάγγραινα. Ὅλα, ὅμως, ἦταν ἐναντίον μου. Ὁ καρχαρίας δὲν θὰ ἔφευγε ἂν δὲν μ’ ἔτρωγε πρῶτα. Θὰ ἦταν μάταιο νὰ περιμένω νὰ φύγῃ· δὲν θὰ προλάβαινα.

  Μὰ κάποτε ἡ ἀπελπισία γεννάει λύσεις κι αὐτὸ ποὺ τελικῶς σκέφτηκα ἐγκυμονοῦσε τέτοιες καὶ τόσες ἀνυπέρβλητες δυσχέρειες ποὺ δὲν γινόταν νὰ μὴν τὸ κάνω χωρὶς νὰ μὲ πιάσῃ φρίκη. 

  Τὸ χέρι ἀπ’ τὸν ἀγκώνα καὶ κάτω ἦταν πλέον νεκρὸς ἱστός. Θὰ ἦταν χαμένη ὑπόθεση νὰ σκεφτῶ νὰ κάνω κάτι γιαυτὸ πέραν ἀπ’ τὸ νὰ τὸ κόψω καὶ νὰ τὸ πετάξω στὴ θάλασσα, βορὰ στὸ κτῆνος προκειμένου νὰ τ’ ἀπασχολήσω γιὰ λίγο καὶ νὰ βρῶ ἔτσι εὐκαιρία νὰ κολυμπήσω γρήγορα κατὰ τὴ στεριά!

  Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ κάνω πράξη, ὅμως, μία τέτοια ἀπόφαση; Κι ἂν ἀκόμα ἐπιστράτευα ὅλες μου τὶς ψυχικὲς δυνάμεις γιὰ κάτι τέτοιο, πῶς θὰ τὸ ἔκοβα; Σκέφτηκα νὰ τὸ χτυπήσω πολλὲς φορὲς στὸν βράχο μέχρι ν’ ἀποκολληθῇ. Τότε διαπίστωσα ὅτι χαμηλά, στὸ ὕψος τοῦ νεροῦ, ἕνα μικρὸ κομμάτι ξέρας ποὺ ἔμοιαζε ἰδιαίτερα κοφτερὸ προεξεῖχε πάν’ ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια. Κατέβηκα μὲ δυσκολία ἀπ’ τὴ μεριὰ τοῦ βράχου ποὺ κοίταζε αὐτὴ τὴν ξέρα, πάτησα πάνω της καὶ ἀκούμπησα τὸ χέρι μου στὴν κοφτερὴ ἐπιφάνεια. Ἔκλεισα τὰ μάτια, ἔφερα τὸ χέρι ψηλὰ καὶ τὸ κατέβασα μ’ ὅση δύναμή μου εἶχε ἀπομείνει. 

  Ὅταν ἄνοιξα τὰ μάτια ἕνα κομμάτι ἄθλιο κρέας ἐπέπλεε δίπλα μου. Μοῦ ἦρθε μία ἔντονη αἴσθηση ἀηδίας καὶ κρατήθηκα μὲ τ’ ἄλλο χέρι ἀπ’ τὸν βράχο. Μοῦ πῆρε ὥρα νὰ βρῶ τὸ θάρρος γιὰ ν’ ἁρπάξω τὸ κομμένο μέλος. Ἀμέσως μετὰ τὸ ἔπιασα καὶ κοιτῶντας γύρω μου προσπάθησα νὰ ἐντοπίσω τὸν καρχαρία. Στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόμουν μὲ προστάτευε ἡ ξέρα γιατὶ τὸ ψάρι δὲν μποροῦσε νὰ φτάσῃ ὣς ἐμένα χωρὶς νὰ χτυπήσῃ πάνω της· ἡ ξέρα στὰ περισσότερα τμήματά της ἦταν ἀκριβῶς κάτ’ ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας.

   Ἔπρεπε νὰ πετάξω τὸ κομμάτι κρέας πρὸς τὴ μεριὰ ποὺ θὰ ξεπρόβαλε τὸ πτερύγιο κι ἀμέσως μὲ προσεκτικὲς κινήσεις νὰ περάσω στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ βράχου ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἡ ξέρα καὶ ποὺ γιὰ καλή μου τύχη ἔβλεπε κατευθείαν πρὸς τὸ νησί.

  Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ὁ καρχαρίας δὲν φαινόταν πουθενά. «Ἔλα λοιπὸν τέρας, βγὲς ἀπ’ τὴν κρυψώνα σου· ἔχω γιὰ  σένα κάτι· ἔλα ποὺ νὰ σὲ πάρῃ ὁ δαίμονας!», φώναξα δυνατά. Ἀποφάσισα νὰ τὸ πετάξω πάν’ ἀπ’ τὸ βράχο γιὰ νὰ προσγειωθῇ μακριὰ ἀπ’ τὴν θαλάσσια ὁδὸ ποὺ ἔβγαζε ὁλόισα πρὸς τὸ νησί. Πέρασαν μερικὰ λεπτὰ μέχρι νὰ περάσω γύρ’ ἀπ’ τὸν βράχο καὶ νὰ βρεθῶ ἀκριβῶς μπροστ’ ἀπ’ τὴν ἀκτή. Στὸ μεταξὺ τὸ τέρας εἶχε ἀνέβει ἀπ’ τὰ βαθιά, καθὼς μύρισε κρέας, μὲ ταχύτητα καὶ τόσο ἀπερίσκεπτα ποὺ ἔσπασε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ κι ὅλο τὸ κεφάλι του μὲ τὰ δολοφονικὰ σαγόνια ἐκτέθηκε στὸ θαλασσινὸ ἀγέρι. 

  Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ σύνθημα γιὰ νὰ ξεκινήσω. Δὲν ἤξερα πόσο χρόνο θὰ κέρδιζα ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἀντιπερισπασμό, ἀλλὰ περιθώριο γιὰ δεύτερες σκέψεις δὲν ὑπῆρχε. Ἢ τώρα ἢ ποτέ, σκέφτηκα καὶ ἄρχισα νὰ κολυμπάω μὲ μανία.

  Κολυμποῦσα χωρὶς νὰ κοιτάω πίσω μου. Δὲν ἔπρεπε νὰ σταματήσω καθόλου ὅσο κι ἂν πόναγα ὁλόκληρος, ὅσο κι ἂν αἰσθανόμουν ἐξάντληση· παιζόταν ἡ ζωή μου τώρα. Εἶχα προχωρήσει καμμιὰ πενηνταριὰ μέτρα κι ἔμεναν ἄλλα ἑκατὸ περίπου. Ἤξερα ὅτι ἡ ἀναστάτωση ποὺ προκαλοῦσα στὸ νερὸ μὲ τὶς ξαφνικὲς καὶ σπασμωδικὲς κινήσεις μου θὰ τραβοῦσε πρὸς τὸ μέρος μου τὸν καρχαρία. Ἀλλὰ μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ δὲν εἶχα δεῖ κάτι.

  Κάποια φορὰ ἀντιλήφθηκα μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου τὸ πτερύγιό του νὰ ἔρχεται μὲ προσανατολισμὸ κάθετο πρὸς τὴ φορά μου. Μ’ εἶχε πάρει εἴδηση ὁ καρχαρίας καὶ κατευθυνόταν κατὰ πάνω μου. Σταμάτησα καὶ στράφηκα πρὸς τὸ μέρος του. Λένε ὅτι σὲ περίπτωση ἐπίθεσης πρέπει ν’ ἀντιμετωπίσῃς τὸν καρχαρία κι ὄχι νὰ προσπαθήσῃς νὰ ξεφύγῃς γιατὶ εἶσαι χαμένος ἀλλιῶς.

  Εἶδα νὰ βγάζῃ τὸ κεφάλι του ἀπ’ τὸ νερὸ καὶ ν’ ἀνοίγῃ τὸ στόμα του σὲ μία ἀπόσταση ἴσως καὶ λιγότερο ἀπὸ ἕνα μέτρο ἀπὸ μένα· πρὸς στιγμὴ νόμισα ὅτι ἀντίκριζα τὴν πύλη τοῦ Ἅδη κι ἀπὸ μέσα νὰ ξεπροβάλλουν χίλιοι δαιμόνοι. Οὔτε μία στάλα αἷμα δὲν μοῦ εἶχε μείνει ποὺ νὰ μὴν ἔτρεμε. Ἀμφιβάλλω ἂν ἀνθρώπινο ὂν ἔχει ξαναδεῖ κάτι παρόμοιο κι ἔχει νιώσει ὅπως ἔνιωσα ἐγώ. 

  Ἐνστικτωδῶς τὸν χτύπησα ἀποφασιστικὰ καὶ μὲ λύσσα λίγο πιὸ πάνω ἀπ’ τὸ ρύγχος του, κοντὰ στὸ ἄνοιγμα τῶν ματιῶν του, μὲ τὸ καλό μου χέρι χωρὶς νὰ ἔχω καὶ καμμιὰ ἐλπίδα· ἔνιωσα τὴν λαστιχένια ὑφὴ τῆς σάρκας του καὶ τὴν σκληρὴ ἀντίσταση τοῦ κόκκαλού του. «Βρωμερὸ θηλυκό», γρύλισα μὲ ἱκανοποίηση· τότε τὸν εἶδα νὰ τινάζεται κι ὅλο του τὸ σῶμα νὰ γλείφῃ τὸ στῆθος μου καθὼς περνοῦσε ἀπὸ μπροστά μου. Εἶχε ξαφνιαστῆ καὶ τὸν ἔβλεπα ν’ ἀπομακρύνεται. Ἄρχισα τὸ κολύμπι ξανὰ μὲ μεγαλύτερη μανία· κέρδισα κι ἄλλο χρόνο, σκέφτηκα, καὶ μέχρι νὰ ἐπιστρέψῃ θὰ ἔχω βγεῖ ἔξω!

  Λίγο ἤθελα γιὰ νὰ φτάσω στὴν ἀκτή, στὴν ἐλευθερία μου … τώρα ἄφηνα πίσω μου ἕνα σκοτεινὸ καὶ μακρὺ ἀχνάρι ἀπὸ αἷμα γιὰ ὅλους τους θηλυκοὺς καρχαρίες τοῦ ὠκεανοῦ …  ὁ «τίγρης» μ’ εἶχε πάρει ξανὰ στὸ κατόπι σχίζοντας τὰ νερὰ σὰν τορπίλη …

 


Ο Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης είναι Κορίνθιος την καταγωγή, αλλά γεννήθηκε στα Χανιά – σ’ ένα σπίτι της οδού Βύρωνος. Όλη του την ζωή την πέρασα στην Κρήτη. Στην νεανική του ηλικία έζησε υπέρ τα τρία έτη στο Manchester της Αγγλίας. Διέμεινε και στην Αθήνα. Η τελευταία του εργασία είναι καθηγητή σε σχολεία εξαρτώμενα απ’ το υπουργείο παιδείας της Ελλάδας. Ξέρει Αγγλικά και Γερμανικά.