Μάιρα Λάττα | Η χιονοθύελλα που κράτησε μέρες

© Laszlo Moholy-Nagy

Ήταν στο Άαχεν της Γερμανίας που ο πατέρας μου και ο αδερφός του ο Τάκης ψήθηκαν και ανδρώθηκαν. Ο ένας λαντζέρης ο άλλος εργάτης στα νήματα. Ο ένας σερβιτόρος ο άλλος οικοδομή. Αφού κατάφεραν να επιβιώσουν τα πρώτα πέτρινα χρόνια, ανασκουμπώθηκαν και έκαναν ότι όλοι οι ξύπνιοι Έλληνες της διασποράς. Άνοιξαν ελληνικό εστιατόριο και κονόμησαν. Ο πατέρας μου ερωτεύτηκε τη μάνα μου και παντρεύτηκαν ενώ ο Τάκης ερωτεύτηκε τα εκχιονιστικά που έβγαιναν να καθαρίσουν τους δρόμους κάθε βαρύ χειμώνα. Έβαλε στόχο να οδηγεί κι αυτός μια μέρα ένα τέτοιο θηρίο και το πέτυχε. Είκοσι χρόνια κύλησαν σαν τα ορμητικά νερά του Ρήνου, οι δικοί μου είχαν πια εμένα, παιδί έτοιμο για το σχολείο και καθώς Έλληνες κι οι δύο δεν ήθελαν να γίνω γερμανάκι, καίγονταν να γυρίσουν πίσω. Ο θείος Τάκης μας ακολούθησε αφού ούτε οικογένεια είχε ούτε συγκεκριμένα όνειρα.
Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι γονείς μου μόλις πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα ήταν να πάνε ταξίδι του μέλιτος, είκοσι χρόνια αργότερα του γάμου. Το Πήλιο καημός και των δυο, έτσι επέλεξαν το ορεινότερο χωριό του, τα Χάνια. Έμειναν σ’ ένα παραδοσιακό πανδοχείο, ένα πέτρινο αρχοντικό με εννέα δωμάτια και κοινό μπάνιο, φωλιασμένο σε μια πλαγιά του βουνού, ανάμεσα σε δάση με έλατα, οξιές και καστανιές. Όταν ο πατέρας μου έμαθε πως το ξενοδοχείο ήταν προς πώληση το θεώρησε σημάδι απ’ το θεό για μια καινούρια πατρίδα. Γίναμε λοιπόν το 1992, οι γονείς μου, εγώ και ο θείος Τάκης ξενοδόχοι μόνιμοι, πολιτογραφημένοι Πηλιορείτες.
Οι μνήμες από την παιδική μου ηλικία δεν ξεχωρίζω αν είναι αμιγώς δικές μου ή μνήμες διηγήσεων που ιδιοποιήθηκα. Αυτό που θυμάμαι ξεκάθαρα είναι η εμμονή μου με το εκχιονιστικό Mercedes, Unimog που είχε φέρει ο θείος Τάκης από τη Γερμανία. Αυτή η αγορά ήταν και η μοναδική του απαίτηση προκειμένου να βοηθήσει τους γονείς μου με το ξενοδοχείο. Ένα απόκτημα που αποδείχτηκε σωτήριο τους χειμώνες, όταν το χιόνι ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Κάθε φορά που αντίκρυζα το υπερόχημα των 10 τόνων στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου μας φούσκωνα από υπερηφάνεια. Έμοιαζε με πορτοκαλί άρμα μάχης, εξοπλισμένο με διπλούς φυσητήρες χιονιού και την μεγαλύτερη φαγάνα του κόσμου. Είχε δε δύο κινητήρες, έναν μπροστά για να κινεί το κάρο και έναν στην πλάτη για να ελέγχει τη φαγάνα. Ο σαματάς της μηχανή του όταν έπαιρνε μπροστά αναστάτωνε κάθε εκατοστό της παιδικής μου ύπαρξης. Το παράθυρο του δωματίου μου βρισκόταν πάνω από το πάρκινγκ του ξενοδοχείου μας και τις φορές που ο Τάκης πήγαινε για αποχιονισμό με ξυπνούσε ένα τρομαχτικό γκρουμ… γκρουμ… γκρουμ… στις τέσσερις το πρωί.
Στην αρχή άνοιγα δειλά το παράθυρό και τον κοίταζα υπνωτισμένος, μέχρι που μια μέρα μου φώναξε «Πήδα μέσα μικρέ αν σου βαστάει!»
Φόρεσα τις γαλότσες και το πουπουλένιο μπουφάν μου και έτρεξα σβέλτα έξω πριν το μετανιώσει.
«Θα με σκοτώσει ο πατέρας σου», είπε. Άναψε τσιγάρο και μανουβράρισε επιδέξια το θωρηκτό μέχρι να βγούμε στον κατάλευκο δρόμο.
Τα επόμενα δέκα χρονιά, οι αποχιονισμοί με το θείο μου μετατράπηκαν στις καλύτερες μέρες της ζωής μου. Έγινα πιστός σύντροφος και συνοδηγός του όσο εκείνος με μυούσε στα μυστικά του χιονιού. Με έμαθε πως να καθαρίζω το χιόνι σε πατάρια. Σήκωνε τη φαγάνα όσο ψηλότερα έπαιρνε και περνούσε μπρος πίσω τα ίδια διακόσα μέτρα ξανά και ξανά. Μόνο τότε μπορούσαν τα εκχιονιστικά λεπίδας να ξύσουν και την λεπτότερη φλοίδα πάγου ώστε ο δρόμος να γίνει προσπελάσιμος και από τα υπόλοιπα οχήματα. Έμαθα τους δρόμους του Πηλίου καλύτερα και από την προπαίδεια, πού βρίσκονταν όλα τα κοντέινερ ανεφοδιασμού και σε ποιες στροφές τα ανεμοσούρια μάζευαν το περισσότερο χιόνι. Ο Τάκης με δίδαξε να υπολογίζω σε πόση ώρα μετά τη χιονοθύελλα έπρεπε να βγει το εκχιονιστικό και μέχρι πόσα χάπια καφεΐνης μπορούσες να πάρεις πριν πάθεις έμφραγμα.
«Τάκη γιατί δεν παντρεύεσαι;» τον ρώταγα, «Τάκη δεν θέλεις να κάνεις παιδιά;»
«Το ξέρεις μικρέ πως δε θέλω με κανέναν πολλά πάρε δώσε. Έχω εσένα και μου φτάνει». Έξυνε το κεφάλι του, «δεν ξέρω τι να κάνω με τα συναισθήματα, τα κρατάω στα χέρια μου σαν σκατά και δεν ξέρω που να τ ’αφήσω».
Το 2008, η δημαρχία ανέθεσε αποκλειστικά στην εταιρεία του ΑΚΤΩΡ τον εκχιονισμό του Πηλίου. Ο θείος μου ο Τάκης περνούσε τις περισσότερες ώρες στο καφενείο του χωριού παρά στο ξενοδοχείο ή στο χιόνι. Λίγους μήνες πριν του είχαν αφαιρέσει το δίπλωμα. Ούτε τα αιματολογικά ούτε τα τεστ ούρων του έβγαιναν πια καθαρά. Όταν έκλεισα τα δεκαοχτώ έβγαλα δίπλωμα χειριστή μηχανήματος έργου και εντάχτηκα επίσημα στο στόλο του ΑΚΤΩΡ. Ο θείος δεν μου κράτησε κακία, θα συνέχιζα την κληρονομιά του, έλεγε. Τα μάτια του όμως δεν με κοιτούσαν ποτέ σταθερά. Την περίοδο που ο Τάκης εισήχθη στο νοσοκομείο, είχα ήδη γίνει ο πιο γνωστός εκχιονιστής της περιοχής. Σε κάθε χιονιά πρώτος. Οδηγούσα ώρες ατελείωτες καθαρίζοντας το χιόνι με μαεστρία. Δεν είχα ποτέ προξενήσει σοβαρές ζημιές. Τα μάτια μου είχαν λέιζερ και διέκρινα τα εμπόδια και τ’ αμάξια, ακόμα και κάτω από στρώσεις χιονιού. Οι μελλοντικοί χειριστές ζητούσαν να είναι συνοδηγοί στο όχημά μου, και για να συμπληρώσουν ώρες και για να μάθουν.
Το Φεβρουάριο του 2012, όλοι προετοιμάζονταν για το φοβερό χιονιά που ερχόταν από τα βόρεια. Θα διαρκούσε πάνω από τρεις μέρες, έλεγαν, σωστή Γροιλανδία θα γινόμασταν. Οι προβλέψεις μιλούσαν για πάνω από δύο μέτρα χιόνι. Είχε πέσει συναγερμός, τα πάντα θα παρέμεναν κλειστά. Ο Τάκης στο μεταξύ πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, το συκώτι του είχε διαλυθεί. Τις μισές μέρες που τον επισκεπτόμουν ούτε που ήξερε ποιος ήμουν. Στις 10 του μήνα και ώρα 4 μετά το μεσημέρι, η χιονόπτωση ξεκίνησε. Ο στόλος μας αποτελούνταν από έξι εκχιονιστικά με φαγάνα σαν αυτό που οδηγούσα, τρία τρακτέρ με κουβά και τέσσερα Unimog με λεπίδα τα οποία όμως ήταν άχρηστα στο πολύ χιόνι. Εγώ θα έκανα το δρομολόγιο Χάνια-Αργαλαστή και πίσω, περίπου 120 χιλιόμετρα. Μου δόθηκε η εντολή να ξεκινήσω, δύο ώρες μετά, στις 6 το απόγευμα. Όταν μπήκα στο εκχιονιστικό και κοίταξα γύρω μου, κατάλαβα πως ήταν ήδη αργά. Είχαμε χάσει την μπάλα. Η η μάνα μου μου είχε στείλει μήνυμα στο κινητό, «ο Τάκης δεν είναι καλά. Να προσέχεις».
Σ’ όλη τη διαδρομή πήγαινα με ταχύτητα 5 χιλιομέτρων. Είχα το παράθυρο μου κατεβασμένο και το κεφάλι έξω, πασχίζοντας να διακρίνω κάτι, μέσα στο θολό κουβάρι χιονιού και νύχτας. Αυτό που με καθοδηγούσε ήταν οι κορυφές από τους πλαστικούς οδοδείκτες και μια αίσθηση ευλαβικής φρενίτιδας στα σωθικά μου. Δεκατέσσερις ώρες μετά, σταθερός στο τιμόνι πάλευα με το τέρας του χιονιά. Το μόνο που έβλεπα στο δειλό φως της μέρας ήταν δέντρα να πετάγονται ξαφνικά μέσα απ’ την ομίχλη και μια θλιβερή ερημιά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Το βουητό της θύελλας σε συνδυασμό με τα τέσσερα χάπια καφεΐνης που είχα μπουκώσει μου προκαλούσαν υπερδιέγερση. Σταμάταγα μόνο για κατούρημα.
Μετά από τριάντα ώρες άυπνος έφτασα στον πρώτο σταθμό ανεφοδιασμού. Ένα τεράστιο κοντέινερ με δύο ράντζα, μπιτόνια πετρελαίου και εργαλεία. Ήξερα πως αν ήθελα να φτάσω στην Αργαλαστή έπρεπε να κοιμηθώ έστω λίγες ώρες. Οι κατάκοπες φωνές των συναδέλφων στον ασύρματο ήταν οι μόνες αποδείξεις πως υπήρχε ακόμα ανθρώπινη ζωή εκεί έξω. Όταν έκλεισα τα μάτια μου, είδα μια τεράστια αράχνη να σέρνεται στο χιόνι και λίγο πιο κει τον Τάκη, ξαπλωμένο και γυμνό, να κρατά μια άδεια μπουκάλα ανάμεσα στα ζαρωμένα χέρια του. Πετάχτηκα ζαλισμένος. Ήπια δυο γουλιές νερό και κατέβασα άλλα δύο χάπια. Το κινητό μου δεν είχε σήμα. Σάλταρα στο φορτηγό και έβαλα μπρος.
Κρακ… κρακ… κρακ… κρακ… κρακ… η φαγάνα έσπαγε κλωνάρια, πέτρες και κάθε λογής πράγματα του δρόμου. Το συνθλιπτικό της πέρασμα και το βουητό της χιονοθύελλας είχαν συντονιστεί με την ψυχή μου. Τα χωνιά μπροστά μου, δεξιά και αριστερά, σιντριβάνια που εκτόξευαν χιόνι. Έβγαλα το κεφάλι μου απ’ το παράθυρο και το έστρεψα προς τον ουρανό. Άνοιξα το στόμα μου και άφησα τις Πηλιορείτικες νιφάδες να λιώσουν στη γλώσσα μου.
«Χαχαχαχαχαχα… χαχαχαχαχαχα!» έσκασα στα γέλια. Έκλεισα τα μάτια μου και είδα το χιονισμένο δρόμο να ξετυλίγεται μέσα μου. Τα άνοιξα και αντίκρυσα τα δεκάδες κουμπάκια του ταμπλό. Δεν υπήρχε σωτηρία. Εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια.
«Πού είσαι Τάκη να δεις τέτοια ομορφιά;»
Μέτραγα σαράντα-πέντε ώρες στο τιμόνι. Σαράντα-πέντε ώρες άγρυπνος. Σε μια στιγμή διαύγειας, κατέβασα το τζάμι και πέταξα τα χάπια καφεΐνης από το παράθυρο, «δε θα με πεθάνετε εσείς!». Διέλυσα δύο χημικούς λιποδιαλύτες στο παγούρι του νερού. Σε μισή ώρα φτάνω Αργαλαστή. Σε τριάντα λεπτά θα ξεκουραστώ, θα δω ξανά ανθρώπους. Σε δέκα λεπτά θ’ αντικρύσω στ’ αριστερά μου τα φώτα του Κέντρου Υγείας.
Χχχχχρρρρρρρ…. Ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός γδούπος και όλα γύρω μου κοκκίνησαν. Κοκκάλωσα.
«Τάκη, κάνε να μην είναι άνθρωπος», προσευχήθηκα.
Τα τζάμια του εκχιονιστικού ήταν κόκκινα, δεν έβλεπα έξω. Άφησα να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα. «Μπορεί να είναι ακόμα ζωντανός ρε ηλίθιε!»
Με κόπο απαγκίστρωσα τα δάχτυλά μου απ’ το τιμόνι. Έκανα λίγα μέτρα όπισθεν και έσβησα τη μηχανή. Έξω η θύελλα ύφαινε την καταστροφή μου. Άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα από το φορτηγό. Το χιόνι παντού γύρω ήταν βαμμένο κόκκινο, το κάρο μπροστά κόκκινο, τα χωνιά κόκκινα και τα δυο. Ένα απέραντο λευκό σεντόνι με κόκκινους λεκέδες. Περπάτησα αργά μέχρι τη φαγάνα. Δεν είχε μείνει τίποτα. Σκορπισμένα εδώ και κει κόκκαλα και πετσί μουλιασμένο στο αίμα. Έσκυψα να δω καλύτερα. Σφηνωμένο στη δεξιά πλευρά της φαγάνας το πίσω μέρος από κάτι. Κατάφερα να διακρίνω μόνο μια καφετιά ουρά. Χτύπησε το κινητό μου. Το έβγαλα από την τσέπη κοιτώντας σταθερά τη φουντωτή ουρά.
«Έλα μάνα, ο Τάκης;» ψιθύρισα.

 


Η Μάιρα Λάττα γεννήθηκε στην Καρδίτσα, μεγάλωσε στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια ζει στη Ζυρίχη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο «Εκπαίδευση και Πολιτισμός» από το Χαροκόπειο  Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει πολύχρονη επαγγελματική εμπειρία στους κλάδους της ιδιωτικής  εκπαίδευσης και μετάφρασης. Συμμετέχει σε εργαστήρια Δημιουργικής γραφής ενώ διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά ηλεκτρονικά περιοδικά Φρέαρ, Fractal και Χάρτης.