Απόστολος Θηβαίος | Ήταν, λέει ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος

© Robert Frank

Στολισμένος Ερημίτης

Σήμερα, τα  πλοκάμια της πόλης άρπαξαν μερικούς. Τους καταλαβαίνεις πως πουλήθηκαν  όταν περνούν  από δίπλα σου και σε κοιτάζουν σηκώνοντας τα μάτια διστακτικά. Έτσι τους καταλαβαίνεις. Μερικοί είχαν μια κάποια σχέση με το γαλάζιο μου στενό. Άλλοι φάνηκαν εκτάκτως σε κάποιο γκεστ και έπειτα το θαύμα δεν επαναλήφθηκε. Όσοι γλιτώνουν δεν είναι από τύχη, είναι από προσεκτική οργάνωση της σκηνογραφίας. 

Όπως και εκείνος εκεί ο κύριος που έχει ξαναφανεί από ετούτα εδώ τα μέρη. Υπήρξε βεβαίως πιο νέος την τελευταία φορά μα έξω από αυτό καμιά διαφορά δεν διάβασα επάνω του. Ο χρόνος τον είχε αρπάξει, ένα άγαλμα κάτω από το χώμα που χάνει τα χαρακτηριστικά του, μια μύτη, μισό αυτί, ολόκληρη την δεξιά παρειά, χείλια κομμάτια, λάσπη και αρκετό ντεμοντέ. Κάπως έτσι θα τον περιέγραφα. Μου έκανε εντύπωση πως και άλλοτε μα και σήμερα κρατούσε ένα λευκό, αδειανό τσουβάλι. Ήταν άδειο επειδή οι ξαφνικοί μουσώνες που φθάνουν στο γαλάζιο μου στενό το ξεσήκωναν σαν μαλλιά κοριτσιού. Διέθετε στυλ αδικοχαμένου κρυπτογραφικού κώδικα, ένας φρυκτωρός που τον ξεχάσανε και χρόνια τώρα περιμένει την ειδοποίηση. Κουβαλούσε ένα μικρό πιάνο, από αυτά τα παιδικά που δουλεύουν με μπαταρίες και εσύ ποτέ δεν έχεις το ακριβές μέγεθος, την ποιότητα και το οργανάκι σου παραμένει σιωπηλό, μια ερημιά από προσευχές. Όταν είδε πως τον παρατηρούσα, έγνεψε διακριτικά βγάζοντας τα γυαλιά του, σαν να υποκλινόταν σχεδιάζοντας με το καπέλο του περίπλοκες γραμμές. Ήταν ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος.

Δεν είχα παρατηρήσει την δεξιοτεχνία του και έτσι ύψωσα και εγώ το χέρι μου από μακριά σαν να ευχόμουν στην υγειά σου μες στο έξαλλο το μαγαζί. Τώρα στο γαλάζιο μου στενό επικρατεί καλοκαιρία, ένας προχωρημένος επιτάφιος σε γλυκό θερινό βραδάκι και η αστυφιλία μαίνεται. 

Θαρρείς και εκεί μπροστά μου ελάμβανε χώρα μια τρομερή συνωμοσία. Από την απέναντι γωνιά δυο νεαροί κουκουλοφόροι, ντυμένοι ως πάνθηρες σε άσκημη ζούγκλα, έβγαλαν από τα παλτά τους απολύτως συντονισμένα δυο υπέροχες τρομπέτες. Και πήραν να πυροβολούν επάνω στις κλίμακας από το οργανάκι του Σπυρόπουλου. 

Ο μικρός που ξέφυγε από την μάνα του χτυπά με νεύρο και ρυθμό το πεταμένο ταμπούρλο. Μα ποιος μπορεί να πετάξει ένα όργανο τέτοιας αξίας; Ο μικρός διαγράφει γεωμετρικές πορείες, περνά δίπλα από τα φουστάνια των κοριτσιών και εκείνα ριγάνε, περνά σαν άνεμος από την μελαγχολία του τραπεζικού υπαλλήλου και ευθύς οι ελπίδες του αναπτερώνονται. Μερικά κορίτσια, το όνομά τους από κάθε άποψη είναι Έλενα.

 Και τώρα, ετούτη ακριβώς την στιγμή ο Έλλην Bach ανοίγει το στόμα του και ό,τι σαρωθεί σαρώθηκε. Πάει να πει ρεμπετολόγοι, μακιαβελιστές, μελλοντολόγοι, ορχήστρες που κανένας δεν θα διευθύνει, και αυθαίρετα μαγαζιά. Από τους ίδιους δρόμους περνά η ρυτίδα του Γιάννη Bach Σπυρόπουλου, που ολότελα περιφρονεί τις ηλικίες και κερδίζει το τρόπαιο από μια πεποίθηση διαφορετικότητας. 

Από το βάθος του στενού μου, πλησιάζει μια κυρία. Την κόβει το φως μα η δική μας ανάσα δεν πάει πίσω. Μέχρι να φανεί ολόκληρη, όλα τα ρεύματα της τέχνης, Θεοτοκόπουλος, Τισιανός και φύλλα του χρυσού, όλα περνούν. Μα τελικά θα απομείνει η μόδα εκείνης της κυρίας που καταλαμβάνει πια ολόκληρη την σκηνή. Γενάρχες και εθνάρχες και καναλάρχες και κομματικοί οργανισμοί και φάλτσες συγχορδίες, τίποτε δεν πάει χαμένο στους στίχους του Σπυρόπουλου. Καθώς περνά εκείνη εκεί η κυρία ο τύπος ανασηκώνεται και χαιρετά, λέγοντας το αμίμητο και άχρονο γεια σας κυρία Φλέρυ. Έπειτα με πλησιάζει μες στην φασαρία του ταμπούρλου και της τρομπέτας και των τακουνιών της και μου χαρίζει κάποιας αγίας τον βραχύ τον βίον. Έχω μιλήσει ήδη με τα παιδιά κάτω στον κάμπο, σας περιμένουν, πώς μίλησα; Τι εννοείται; Μα με τον κλασσικό τρόπο της καρδιάς κυρία Φλέρυ. 

Ο Bach συνεχίζει τώρα το τραγούδι του, ανεπανόρθωτος για την επιφάνεια του καιρού, η αργή ανακάλυψη της σάρκας και της αγωνίας μες στην σινεμασκόπ Ελλάδα δεν στερείται τον έρωτα. Καιόμενοι και ακροβάτες και άνθρωποι που έχουν το θάρρος να αρνηθούν το σύγχρονο αναλαμβάνουν δράση. Ο Bach τώρα παρελαύνει με την ορχήστρα του, μάρτυς μου ο θεός πως ο επονομαζόμενος και Μποστ συνθηματολογούσε ανορθόγραφα στον τοίχο του διοικητηρίου. Και να δείτε τριγύρω το σύννεφο που έχουν σηκώσει αυτοί οι αθεράπευτοι. Σκόνη από τις στάχτες, ρολόγια μετέωρα, ρόδα που έγιναν για πάντα γενναία, ζητιάνοι σαν εκείνη του Ντονατέλο που βαρέθηκε την καταδίκη της και άφησε την κορνίζα για άλλες πολιτείες που λέει και το άσμα.

Τώρα στην πομπή προστέθηκαν δυο τρία κορίτσια που παίζουν κιθάρες. Είναι ντυμένες βαλέδες και ρηγάδες και έχουν καρφωμένες στο στήθος τους κάτι ξεκληρισμένες μουσικές. Οι παρτιτούρες πάνε περίπατο για τον Γιάννη Bach Σπυρόπουλο και την παρέα του που έχει κιόλας την αίσθηση της ύστατης απώλειας, που γνωρίζει το χρέος, υποψιάζεται το ύψος του και ενσκύπτει στην εποχή που την ελληνική μουσική την εκφράζουν καινούρια ήθη και ένας θαυμαστός νέος κόσμος. Η σαιζόν είναι νεκρή και έτσι οι μαγαζάτορες αφήνουν τα καταστήματά τους και έρχονται χορεύοντας διστακτικά να μυρίσουν το θαύμα του ποιητή. Έξω η boutique αγοράζει και πουλάει ακριβά στο κοινό αφήνοντας τις πραγματικές περιουσίες, όπως μια νύχτα καλοκαιριάτικη, έξω από τις δουλειές της. 

Μα ο Σπυρόπουλος πετά κάτω στα σανίδια του σπουδαίου μας θεάτρου ένα βαρύ θαρρείς σακί, ρίχνει τα δίχτυα του στον εαυτό του και έπειτα τινάζεται σαν ψάρι φυλακισμένο από τις εφευρέσεις της μόδας. Τα θερμόμετρα αυτού εδώ του άρρωστου κόσμου είναι σπασμένα και ο Bach φτιάχνει σαράντα χρόνια αναχώματα. Για τον ίδιο του τον εαυτό, για την τιμιότητα ενός τραγουδιού, για χάρη της κυρίας σε στυλ 19ου αιώνα που δουλεύει στα χωράφια και είναι βουτηγμένη ως τον λαιμό στην  ιδέα της ταπείνωσης. Στίχοι λεπτοί  σαν της σημύδας τις τρίχες οι στίχοι του Σπυρόπουλου τρεκλίζουν και αντέχουν δεκαετίες μετά στην πιο αλλήθωρη από του πανελληνίου τις εποχές.

Όπως καταλαβαίνετε η ορχήστρα κάποτε έπαψε. Οι νεαροί φορέσανε τις κουκούλες τους και γλίστρησαν στις σκιές. Η κυρία Φλέρυ, -θυμάστε;-, σκοτώθηκε παρακάτω σε ένα τρομερό τροχαίο. Δεν ξέρω πόση ώρα απασχολήθηκαν οι αρχές με το ζήτημα της απομάκρυνσης της ψυχής της κυρίας Φλέρυς μέσα από τα συντρίμμια. Το πράγμα ήταν απλό και ο Bach είχε πια ανακτήσει όλη του την νεότητα.

 Κάπου διάβασα για την Βενέτσια πως κάποια μέρα θα φύγει με όλα της τα πανιά ανοιγμένα, παίρνοντας μαζί της παλάτια, εκκλησιές, μπορντέλα, θέατρα και εμπορικά. Αν λοιπόν αυτό συνέβαινε και επειδή της μουσικής τα πορτραίτα φαντάζουν αξεπέραστα θα ήθελα αυτήν εδώ την ορχήστρα. Και εγώ θα αναπολούσα εκείνα που δεν έζησα, ζώντας ξανά τις μεγάλες τροπές των ηρώων. Μικρά μεγάλα κινήματα που δεν θεσμοθετήθηκαν και πάντα αρνηθήκανε τις νομιμοποιήσεις, διαλέγοντας για τρόπο της ζωής του, τ΄αυθαίρετο. Ένα τέτοιο ενσαρκώνει ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, φορέας ενός πολιτισμού που δίνει περισσότερη σημασία στο όραμα απ΄ότι στην φόρμα και έτσι κατορθώνει να κρατιέται ακμαιότατος. Να δείτε λέει πώς έπαιζε με τους νεαρούς κουκουλοφόρους στο βάθος του δρόμου. Πέρα μακριά, απάνω στο σταυροδρόμι της μουσικής και της γλώσσας. 

Βραδιάζει. Μαζί και τα αναρίθμητα στενά, σαν το δικό μου το γαλάζιο που φεύγει αργά προς το σκοτάδι. Τώρα το παιχνίδι παίζεται στους φωταγωγούς ανάμεσα στα κιονόκρανα που αγαπούν να μισιούνται και στην ομορφιά, την ομορφιά λέγω κύριε Γιάννη Bach Σπυρόπουλε που είναι δύσκολο πράγμα να την απαντήσεις και που απλόχερα μας την χάρισες υπηρετώντας το θαύμα του απλού.

Απόστολος Θηβαίος