Απόστολος Θηβαίος | «Περιμένοντας το σύνθημα, 1879»

© Robert Doisneau

Μικρή ιστορία
αφιερωμένη
Σε ένα φλωρεντινό γλυπτό
Είκοσι, μόλις καλοκαιριών

Τίποτε δεν φαντάζει καινούριο στο γαλάζιο μου στενό. Οι τοίχοι των σπιτιών έχουν ξεφτίσει και το χρώμα στους πάγκους έχει ξεθωριάσει. Ολόκληρη η πόλη, από όσο μπορώ να δω πνίγεται στις στάχτες. Η πόλη και το κορίτσι που διαβάζει ολομόναχο ένα γράμμα, η πόλη και εκείνος ο τύπος που μετρά τον καιρό με ένα παγωμένο βλέμμα, η πόλη και τα αδέσποτά της, με την αδιάθετη αγάπη τους, όλα ανήκουν σε μια παλιά φωτιά. Ακόμη και εκείνα τα παιδιά που κρατούν στα χέρια τους μια αψεγάδιαστη σχέση με την φύση, την φιλία και τους ανθρώπους. Όλα μοιάζουν σφραγισμένα από την ανεξίτηλη ποίηση και αν ακόμη κανένας δεν το ομολογεί αυτός είναι ο λόγος που τίποτε δεν πεθαίνει στην πόλη μου. Το σκάρτο εφεύρημα του χρόνου όλα τα διαλύει, μα αυτό είναι ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο και παλιό, όσο και η αγάπη που σου έχω. Αν είχα λίγο χαρτί και ένα μολύβι θα μπορούσαν όλα αυτά να σωθούν, θα μπορούσες να τα φυλάξεις όταν πια η ύστατη απώλεια θα σε έχει τσακίσει.
Εγώ συλλογιζόμουν όλα αυτά και ώρα με την ώρα γερνούσα. Και γέμιζε η σκέψη μου μπαλώματα. Κάπου στο βάθος η Carole King ακούγεται να τραγουδά μια μεγάλη της επιτυχία. Η πόλη έχει κατακτηθεί από έναν άγριο έρωτα, όμως κανείς δεν το παραδέχεται και η σκηνογραφία παραμένει απαράλλαχτη, μια σμαραγδένια σκηνογραφία βουτηγμένη μες στην υγρασία, μια διαφορική ανάλυση δίχως αποτέλεσμα.
Και ήταν τότε που το κορίτσι αφήνει το γράμμα από τα χέρια της, τα αδέσποτα αποκοιμιούνται, ο τύπος που μετρά τον καιρό με ένα παγωμένο βλέμμα χάνει το μέτρημα. Μα δεν νοιάζεται επειδή εδώ και καιρό στο γαλάζιο μου στενό οι άνθρωποι αναμετρούνται με μια νεκρή σαιζόν. Το κορίτσι, το ανεπανόρθωτα μοναχικό κορίτσι που περίμενε το σύνθημα από το 1879 ξεδιπλώνει το ταλέντο του μες στο γαλάζιο μου στενό. Ο τύπος που μετρά τον καιρό δεν διαθέτει πια παγωμένα μάτια και μπορεί κανείς να ξεχωρίσει μέσα του την βαθιά συγκίνηση μιας ψυχής. Όλοι χορεύουν στο γαλάζιο μου στενό, την ώρα που η μουσική δυναμώνει και οι αλλοτινοί ερημίτες, στολισμένοι από το βάρος της ζωής, γράφουν με τα σώματά τους το πώς και το γιατί μιας βιογραφίας. Αν μπορούσε ο Ντεγκά να βρεθεί για μια στιγμή εδώ αμέσως θα ξεχώριζε σε ομορφιά ετούτες τις συνθέσεις, μονάχα αν ζούσε.
Δεν θα σε ρωτήσω το όνομά σου. Μπορείς να σαρώσεις τις βιτρίνες, να δανείσεις λίγη από την θέρμη της ζωής σου στα παγωμένα καπλάνια, μπορείς να χορέψεις με την καρδιά σου, κάτι σαν τον χορό του Αγίου Βίτου, γεμάτο από πάθηση και φρενίτιδα. Δεν θα σε ρωτήσω το όνομά σου, μονάχα σαν τελειώσει η μουσική να θυμάσαι πως τώρα πια όλα έχουν ειπωθεί με τον τρόπο του κορμιού σου. Οι λέξεις σου διαθέτουν μια λεπτή σημασία, ίσως σημαίνουν ελευθερία, ίσως απόγνωση και προσευχή και σιωπή. Κανείς δεν θα το πει, μα όλα θα σημαίνουν το ίδιο πράγμα και κυρίως αυτός ο χορός σου, ο τρόπος που λένε τα λαγόνια σου το σ και το ν, θα΄ναι η ποίηση που δραπετεύει από την κλειστή ζωή της, η ποίηση που γελά και ερωτεύεται και θρηνεί.
Έπειτα το κορίτσι χάθηκε μες στις διαδρομές της πόλης. Ο χορός της παραμένει μια ανάμνηση, ένα θέαμα που σου ράγισε την καρδιά. Το γαλάζιο μου στενό επέστρεψε μαζί με την άβυσσο του δρόμου που όλα τα παίρνει κοντά του. Χρόνια, αγάπες, φίλους. Αυτή η άβυσσος δεν είναι άλλο από το μεγάλο μειονέκτημα της ζωής μας, σκέφτηκα.
Μα τώρα ερχόντουσαν χειμώνες και το γαλάζιο μου στενό έπρεπε να δοκιμάσει σαν πάντα τις μεγάλες νύχτες και εκείνο το παλιό φόρεμα από ηλεκτρικά λαμπιόνια. Λησμόνησα να σας πω πως εκείνο το κορίτσι στάθηκε το καλύτερο σχόλιο που θα μπορούσε το γαλάζιο μου στενό να κάνει για λογαριασμό ετούτης εδώ της πόλης.

Απόστολος Θηβαίος