Σοφία Πολίτου-Βερβέρη | Οι γκαΐλες

© S.Equinoux

Οι τελευταίες γκαΐλες κείνου του τόπου
πετούσαν ματωμένες πάνω απ’ τα κεφάλια μας
σαν να μη μας έφταναν οι κρωξιές τους.
Κάθε τόσο μου ’λεγε η μεγάλη μου αδερφή
μην ξεβγείς πέρα απ’ την καμάρα,
και τις έστελνε στον αγύριστο,
μα εγώ έβαζα για καλύπτρα μπρος στα μάτια μου
τη χοντρή πλεξούδα των μαλλιών μου
και τις κρυφοκοιτούσα την ώρα που έκλαιγαν.
Τι κακό μας φέρατε;, τις ρωτούσαν οι απλοί άνθρωποι,
και τις τρόμαζαν με τα δικράνια,
μα εγώ άφηνα για δαύτες τα βράδια στη σκεπή
πινάκι με λίγο από τον μόσχο τον σιτευτό,
να μην έχουν όλα τα κονάκια για μοβόρικα.
Οι ζευγολάτες σκέπουν τις δαμάλες,
οι μάνες κρύβουν τις σαρμανίτσες,
βραγκανίδι μη και τις ξυπνήσει.
Αγλύκαντος ο καιρός
μα εγώ μεσόσκελα των αναστεναγμών
σκαλώνω ξεσκαλώνω το μπόι μου
από τις κρυψώνες των μοσχολαφιών
και λέγω θα περάσει κι αυτό.

Γκαΐλα = Η κάργια, η καλιακούδα. Χαρακτηρισμός για κάτι πολύ μαύρο.


Η Σοφία Πολίτου-Βερβέρη γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στον Πειραιά, ζει στη Ραφήνα. Σπούδασε μουσική και άλλα. Είναι παντρεμένη κι έχει δύο παιδιά.Έχει εργαστεί στον χώρο του βιβλίου. Κείμενα και ποιήματά της κυκλοφορούν σε διαδικτυακά τοπία και έντυπα περιοδικά λογοτεχνικού περιεχομένου. Κειμενογραφεί, φωτογραφίζει και με το ψευδώνυμο S.Equinoux.