Απόστολος Θηβαίος | Ο κύριος Λέανδρος

© Charles Harbutt

Μες στην βαλίτσα του
Χώρεσε  δυο τρία Ασπρόρουχα,
Το παλτό και Ένα πουκάμισο,
 Ένα τραπέζι, Μια μητέρα, Ένα πολύφωτο
 Τον πατέρα και
Ένα δεμάτι ευτυχισμένες Κυριακές.
Το αμάξι σας έφθασε,
Κύριε Κορνέλ!

 

Ο άνεμος σάρωνε με γρήγορα βήματα το γαλάζιο μου στενό. Φάνηκαν ίχνη φθινοπώρων. Όσοι τα είδαν αγαλλίασαν επειδή είχαν από καιρό πάψει οι εποχές. Μα αυτή είναι μια άλλη ιστορία, μια άλλη καταστροφή.

 Ένα κορίτσι κατάμαυρο, ένα κορίτσι από μια σπάνια πέτρα ήρθε να απαγκιάσει μες στο κακό. Είχε ξανθά τα μαλλιά της, μια ιδέα σταρένιου θεού το χρώμα γύρω από τα μάτια. Βλέφαρα κυματιστά με απολήξεις ως τις κρήνες των ονείρων. Χέρια λεπτά συρμάτινα και μια άγρια πινελιά για στόμα. Φορούσε βραδινό φουστάνι, κάτω στο βολάν της είχαν μαζευτεί σκλήθρες και ρίζες. Έτσι υπέθεσα με ευκολία πως ήταν η Περσεφόνη και πως από στιγμή σε στιγμή θα κατηφορίσει, τι πίκρα Θεέ μου θα διαβεί του κάτω κόσμου τις πόρτες. Εκείνη όμως μου συστήθηκε και με επανάφερε στην πραγματικότητα.

Ας δούμε το ζήτημα με ψυχραιμία. Μια ιστορία είναι και άλλωστε αν κάτι πάει στραβά, θα γελάσουμε με την ψυχή μας.

Θυμάμαι. Το κορίτσι με πλησίασε, είπε μέσα από τα δόντια της ένα όνομα. Ήταν Ηρώ, ναι, Ηρώ. Επειδή μες στην αγωνία μου να συγκρατήσω και να συγκρατηθώ πιάστηκα από αυτό το όνομα. Δεν θα το ξεχνούσα όσους γκρεμούς και αν είχαμε στ’ ανάμεσά μας. Ερχόταν από μια επαρχία, είχε χαλάσει κιόλας, είκοσι χρονών παιδί, είχε χαλάσει κιόλας την καρδιά της με μια καταιγιστική αγάπη, όλο συντρίμμια και πληγές. Μα τι γρήγορα που φθάνει η νιότη ως την καταστροφή, τι εύκολα που καίγεται, είπα προσθέτοντας διαρκώς στο τέλος της φράσης το όνομά της.

Ηρώ, με τον ρυθμό του νερού και όλων ανεξαιρέτως των γλωσσικών.

Ποτέ δεν θα γύριζε πια πίσω, το είχε πάρει απόφαση. Θα μείνει εδώ ως το τέλος, ίσως υπάρχει μια ζωή για να ζήσει. Αλλιώς καλύτερα με αυτά τα χωμάτινα σεντόνια, είπε κρατώντας μια στοίβα βρεγμένα χαρτόνια.

Έμαθες Ηρώ τόσα χρόνια να ζεις μονάχη σου, ρωμαϊκό πρωινό μου κάπου στο Termini, Ηρώ, σήκω, τρέξε, εδώ υπάρχουν μόνο νεκρές αυτοκρατορίες, εδώ κατοικεί μονάχα το πνεύμα που είπε ο ποιητής, του ανέμου.

Σαν να το ‘θελε είπε μονάχη της δυο λόγια. Κάθε βράδυ με το σινιάλο μου ερχόταν. Κάθε βράδυ, φιλιά κυκλώνες, κάθε βράδυ. Κάτω η λεωφόρος, τα φώτα, οι εποχές, οι διαδηλώσεις, οι επιτυχίες, οι πομπές, οι ταβέρνες, τα περίπτερα, ο κόσμος που λένε. Εκείνος απαντούσε στο αίνιγμα που μόνον ο ίδιος ποτέ πλησίασε και κατόρθωνε τα εμπόδια για να φθάσει κοντά μου, κοντά μου. Και έπειτα ο σκληρός ήλιος που όλα τα αφανίζει. Και εκείνον μαζί. Τα πρωινά στον τόπο μου είναι σκληρά και η εργασία μια ανυπόφορη δουλεία. Αλλά το βράδυ, όχι, όχι απόψε μα εκείνο που θα΄ρθει θα ανάψω πάλι το σινιάλο. Πάνε μέρες τώρα, γέμισε το χωριό από τα πανηγύρια. Αλλά το βράδυ, όχι, όχι απόψε. Ο τόπος λαμπάδιασε, το σήμα δόθηκε. Ο φόνος κανονίστηκε.  Και εκείνος φάνηκε. Τον είδαν και τον σκότωσαν. Πώς αλλιώς; Άλλος στο Στάλινγκραντ, άλλος στο Βερολίνο και το Παρίσι, καθένας χάνεται μαζί με την γενιά του. Μα όχι, όχι απόψε και πρωτίστως όχι έτσι.

Δεν έμαθα για ποιον μιλούσε. Πολύ αργότερα, μέρες μετά, ίσως και χρόνια, κάποιος φώναξε γεια σου κύριε Λέανδρε και έπειτα κορνάρισε μια κοφτή φορά. Μα ναι, συλλογίστηκα, ο κύριος Λέανδρος, αποδεδειγμένα, ειδάλλως γιατί κανείς να κορνάρει μια κοφτή φορά;

Μα αυτός, όχι, όχι απόψε, έπρεπε να είναι νεκρός, έπρεπε. Ο άνεμος περνούσε με γρήγορα βήματα. Ας δούμε το ζήτημα με ψυχραιμία.

Απόστολος Θηβαίος