Βασίλης Ρούβαλης | Βινιέτες

© Γεωργία Τσόκου

(για τους απόλυτους)

Ο ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ περιέχει το απόλυτο.

Το βάζο ομορφαίνουν τα λουλούδια, όχι το βλέμμα. Η εμπειρία είναι μαγεία ή ψεύδος. Οι άνεμοι ανήκουν στον τόπο αυτόν. Στη γεωμετρία του Θεού χωρούν οι παράσιτοι όπως εγώ. Η νοσταλγία βιώνεται, δεν σημειώνεται. Η έλξη της νύχτας χρειάζεται φως. Ο πόθος είν’ αμάρτημα ανεύρετο. Η ελευθερία του δέντρου φαίνεται στο ξερίζωμα.

Η οντότητα, λένε, δεν εξαντλείται ασυμβίβαστη. Τα κλειδιά δίνουν τις εξηγήσεις. Το παράλογο είναι παραδεκτό ως ανώνυμο. Το στήθος της κλίνει στητό, προς εμένα.

Τίποτε πρόσκαιρο δεν χωράει στην απολυτότητα αυτή.


(για τους μονοπρισματικούς)

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ το παράλογο που προτιμώ. Ο κόσμος ταξιδεύει με φθηνά κοστούμια στον γύρο ζωής και θανάτου˙ αγνοεί την αναγκαία σεβαστική πολυτέλεια της ευπαρουσίας του σ’ αυτή την περιπέτεια. Είμαι ειρηνικός, είμαι πιστός στο φως που πιστεύω, είμαι παρών στην ψευδαίσθηση των ευτυχισμένων κι απέχων στην ικανοποιημένη δυστυχία τους.

Το προτιμώ ετούτο. Δεν καταλήγω στη μοναξιά. Είμ’ απαλλαγμένος από φορτία, τα περιττά των ανθρώπινων. Εκτός από τις αναμνήσεις της παιδικής εποχής: ερωτεύτηκα, ζήλεψα και μίσησα τότε, εκτίμησα και απέφυγα μετά, κατέκτησα και απώλεσα αργότερα, είδα και αναγνώρισα πάντοτε, κι αυτοκτόνησα. Με αυτά τα υλικά θρέφω την ύπαρξη του παιδιού που είμαι, πέρα από τον χρόνο και τα ανύσματα των αριθμών, πέρα από την Παράδεισο που αναζητώ.

Σε αυτό το βασίλειο δεν χωράει το παράλογο που προτείνω. Δεν αναπνέω αλλιώς, δεν χαμογελώ στη «χρυσαφένια τίγρη» του Μπόρχες ή δεν συναπαντιέμαι με τον «ιππότη» του Καλβίνο και τα «ανόνειρα» του Χιόνη, δεν βρίσκω τους φίλους μου στο πέραν της ζωής. Είμαι ένας παράλογος μοναχικός˙ επομένως ένας λογικός με την ευφάνταστη σιωπή γραμμένη στην επίσημη ταυτότητά μου.

Κοιτάζω τριγύρω. Μου λείπει ένα ποίημα. Γυμνός, με δύο μάτια και το ροδάριο ανάμεσα στα δάχτυλα, ψελλίζοντας “assurdo come gli uccelli divini…” με νότες του Vivaldi.


(για τους αυγερινούς)

Η ΑΛΗΘΕΙΑ είν’ η αυγή. Το φωτερό παραλήρημα, η σιγή για τη νύχτα π’ αναχωρεί, το τρέμουλο του πουλιού και τ’ άχνισμα του ωκεανού, η επόμενη πληγή και το πληγωμένο πριν, τ’ άνισο παιχνίδισμα της νιότης με τα γηρατειά, μια μικρή, πολύ μικρή οπή στα λεχθέντα˙ η πλάνη του Όλα ή Τίποτε, η περιφρόνηση, η αρετή κ’ η λογική της πορείας, οι ημίθεες εικόνες –ακαταμάχητες– στον δίδυμο ναό του υπάρχειν˙ εσύ, η φωνή ενός τρελού, η άνοιξη και οι τέσσερις εποχές του βίου μου.


(Βινιέτα για τους σιωπηρούς)

ΔΥΟ ΘΕΟΙ, με διαφορετικούς χαρακτήρες, συνομιλούν και μάλλον διαφωνούν. «Το κόκκινο του πόθου δεν ανήκει σε κανέναν…», λέει ο ένας θαλερά. «Εγώ θα το κλέψω, εγώ στ’ όνομα της αιωνιότητάς μου», απαντάει ο άλλος λιγότερο πειστικά.