Φωτεινή Τέντη | Τσακάλια

© Νικόλας Περδικάρης

Στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, κοιμάται ένα ζωώδες μίσος στο χρώμα της χολής. Όταν βραδιάζει ξυπνάει, κλειδώνει την πόρτα και γίνεται ουρλιαχτό.
Δύο τσακάλια παλεύουνε μέχρι να μείνουν χωρίς αναπνοή. Τότε, ξαπλώνουν στο διπλό κρεβάτι και κοιμούνται μέχρι το πρωί.
Κάθε βράδυ που η Άννα ξάπλωνε να κοιμηθεί, κοφτερά ουρλιαχτά γλιστρούσαν από το διπλανό δωμάτιο, ανέβαιναν στο μαξιλάρι της και της τρυπούσαν τ’ αυτιά.
Τα πρωινά, η μαμά της Άννας ζέσταινε το γάλα της και την έντυνε. Ο μπαμπάς της τη βοηθούσε να περάσει τη σχολική τσάντα στην πλάτη της και την πήγαινε σχολείο.
Όλη την πρώτη ώρα, η Άννα μέτραγε τις δαγκωματιές στα χέρια των γονιών της, τις φρέσκιες που ήταν κόκκινες και τις παλιές που είχαν μελανιάσει.
Κάθε βράδυ που η Άννα ξάπλωνε να κοιμηθεί, φώναζε τη γιαγιά της να έρθει στο κρεβάτι της.
Η γιαγιά της Άννας χωνόταν στα σκεπάσματα, ακούμπαγε το κεφάλι της δίπλα της, και της τραγουδούσε ψιθυριστά το παραμύθι του Οδυσσέα που γύρισε όλες τις θάλασσες και είδε τόσους τόπους, ενώ η Πηνελόπη τον περίμενε κλεισμένη στο παλάτι, υφαίνοντας στον αργαλειό και η μόνη θάλασσα που είδε ποτέ ήταν αυτή απ’ το παράθυρό της.
Σιγά σιγά, η Άννα αποκοιμιόταν, και τότε, η γιαγιά της σηκώνονταν και πέταγε πίσω στο σπίτι της, ψηλά, έξω απ’ τη Γη, εκεί που είχε μόνο φως και παλιές ψυχές.
“Γιαγιά, δεν μπορώ να κοιμηθώ.

Ουρλιάζουνε τσακάλια.
Είμαι οχτώ και το πρωί πρέπει να πάω στο σχολείο”.
“Γιαγιά, ακόμα δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Είμαι οχτώ, δεκαοχτώ, είμαι είκοσι οχτώ.
Τα τσακάλια πέθαναν.
Τα θάψαμε στο χώμα, σε τάφο οικογενειακό, ‘ήταν ζευγάρι αγαπημένο’.

Δεν έγινα Οδυσσέας γιαγιά, δεν γύρισα τις θάλασσες, δεν γνώρισα την Κίρκη.
Μια Πηνελόπη θλιβερή, ξηλώνω συνεχώς τον χρόνο, δεμένη πίσω στη στεριά, ακούω τα βράδια ουρλιαχτά μέσα στο άδειο σπίτι”.

————————————————————————————————————–

“Γιαγιά, σήμερα έκλεισα τα τριάντα οχτώ!
Κοιμάμαι στο καράβι μου, σ’ ένα λιμάνι άγνωστο, αύριο θα βγω να το γνωρίσω.
Τους χώρισα γιαγιά, να μην κοιμούνται άλλο πλάι πλάι.
Τους ξέθαψα και γκρέμισα τον τάφο τον οικογενειακό, κομμάτια έγινε, ένας σωρός από σκόνη, φύσηξε αέρας και σκορπίστηκε στην άσφαλτο του δρόμου.
Έθαψα τον πατέρα σε ένα νησί, τη μάνα σε ένα άλλο.
Μπορεί ο αλμυρός ο άνεμος να κάψει εκείνο το μίσος.
Στους τάφους τους έγραψα το όνομά μου, κάτω απ’ το δικό τους.
Τα βράδια κοιμάμαι ήσυχα, βαθιά.
Πνίγηκαν τα ουρλιαχτά, ακούω μόνο τα κύματα που σκάνε στο καράβι.
Σαλπάρισα, πλέω σε θάλασσες κρυφές, γνωρίζω πλάσματα άγνωστα, παράξενα, που άλλος δεν τα είδε.
Όμορφα ζω, γιαγιά. Όμορφα ταξιδεύω.
Όμορφα…
Όμορφα…
Όμορφο θα ‘τανε στην καμπίνα μου κι ένα διπλό κρεβάτι.
Ο ύπνος πλάι πλάι.
Η ανάσα κάποιου δίπλα μου και ένα χέρι αντρικό γύρω απ’ τη μέση μου παραδομένο.
Τρέμω, γιαγιά.
Όμως τρέμω.
Έχω έναν φόβο που σκεπάζει τα διπλά κρεβάτια.
Έχω έναν φόβο στο χρώμα της χολής.
Γιατί γιαγιά, ποιος θα μου πει;
Ποιος θα μου απαντήσει;
Γιατί γιαγιά, αναρωτιέμαι από μικρή.
Μήπως γεννήθηκα κι εγώ τσακάλι;”