Ελένη Σέννοια | Γεννήθηκα Κινέζος και μάλιστα αδέξιος

© Νικόλας Περδικάρης

Γεννήθηκα Κινέζος. Η αρχή της ζωής μου ήταν κάτω από ένα πέπλο χαράς και αγάπης. Η οικογένειά μου δεν διέφερε από κάθε άλλη οικογένεια, που υποδέχεται ένα νέο μέλος και τα αισθήματα που μοιράζει ο ερχομός του. Επομένως, τα πρώτα χρόνια αναμφισβήτητα αποτελούσα το κέντρο αυτής μας της συνύπαρξης. Μεγαλώνοντας στο αιμάτινο μίσθιο της παιδικότητας, μπορούσα να κοιτώ όσα συνέβαιναν γύρω μου με την ίδια ακριβώς χαρά.

Δεν είχα αντιληφθεί το μεταβαλλόμενο τοπίο, στο οποίο φέρεται η ζωή, μέχρι την αχνή παρουσία του μυαλού που συνόδευε μια εσωτερική πηγή αισθημάτων. Καθώς η ένταση της μετοχής στις οικογενειακές επαφές άρχισε σταδιακά να μειώνεται, υπήρχαν στιγμές που έσβηναν τα πάντα. Σε αυτές τις στιγμές αφηρημάδας που όλοι γνωρίζουν, στο σημείο εκείνο του χρόνου που όλα μοιάζουν ακίνητα, ένιωσα να κυλούν αισθήματα εκ των έσω. Αντιλήφθηκα αμέσως την αιώνια πηγή τους και γέμισα ερωτήματα γύρω από τη θνητότητά μου. Στην απουσία τους  παρέμενε το δώρο που έλαβα. Είχα έναν δικό μου ορισμό ύπαρξης που θεώρησα ότι έπρεπε να φυλάξω για μένα.

Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω την απρόσμενη αυτή κλίση, οι γονείς μου σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλό για μένα να έρθω σε επαφή με ανθρώπους πέραν του στενού οικογενειακού κύκλου. Ξεκίνησε σύντομα μια σειρά ανταλλαγής επισκέψεων σε φίλους, συγγενείς και γείτονες που είχαν παιδιά στην ηλικία μου. Με έκπληξη και χαρά διαπίστωσα ότι τα αισθήματα, που κάποτε μοιραζόμουν μόνο με τους γονείς μου, μπορούσα να τα βρίσκω σε αυτά τα παιδιά, φτιάχνοντας μια πιο μεγάλη οικογένεια. Εκ των υστέρων θα μάθαινα ότι αυτή είναι η Κίνα.

Το μόνο παράξενο που είχα διαπιστώσει ήταν η σταθερή απουσία της ψυχής σε σχέση με τα όσα με περιέβαλαν. Ψυχή, βεβαίως, την ονομάτισα πολύ αργότερα. Τον καιρό εκείνον, κράτησα το βίωμα προσωπικό, διατηρώντας πάντα το ερώτημα αν και οι άλλοι είχαν τα δικά τους μυστικά. Εκείνη την περίεργη προσωπικότητα, που σου δίνει τη δική της «ίριδα» στον κόσμο. Δυστυχώς, αυτό το ερώτημα έμελλε να απαντηθεί με έναν εξευτελιστικό για μένα τρόπο.

Με  την πάροδο του χρόνου, είχα φτιάξει έναν δικό μου κόσμο αισθημάτων, ονείρων και ζωγραφιών, που συντηρούσα στο δωμάτιό μου μέσα στα συρτάρια του γραφείου μου. Η συμπεριφορά μου στους συνδαιτυμόνες έμοιαζε με κάποιον που κοιτά το ρολόι του έχοντας προσμονή για ένα προσωπικό ραντεβού. Το γεγονός αυτό με έκανε να εμφανίζω μια αδεξιότητα σε σχέση με το περιβάλλον. Ωστόσο, ήταν κάτι που εξέλαβα ως μη σοβαρό, καθώς παράλληλα ανέπτυξα τη δυνατότητα να κοιτώ, μέσα από το παράθυρο του εσωτερικού δωματίου μου, τον κόσμο.

Για έναν παράξενο λόγο, όταν δεν παίζεις για τα μάτια των άλλων, μπορείς να τους δεις πιο καθαρά και μάλιστα να περάσεις απαρατήρητος. Μέσα από το δικό μου πρίσμα, λόγου χάρη, έκανα μια προσπάθεια να παρακολουθήσω την ηθογραφία μιας χώρας, η οποία κατά κύριο λόγο συντηρεί με επιμέλεια τα πρώτα αισθήματα της ζωής και τα συνδέει με έναν ασύλληπτο συντονισμό των μελών της. Ειδικά οι γιορτές, που διοργάνωναν και παρακολουθούσα με τους γονείς μου, έμοιαζαν να συνδυάζουν και τα δύο με άπιαστο για μένα τρόπο.

Το πόσο πολύ ανησυχητικό θεωρούνταν αυτό που εγώ αβίαστα είχα αποδεχτεί, το αντιλήφθηκα όταν μια νύχτα οι γονείς μου τσακώνονταν, ξεχνώντας προφανώς ότι βρισκόμουν στο διπλανό δωμάτιο, σχετικά με το τίνος η συμπεριφορά -κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης- ήταν η αιτία για να έχουν ένα τόσο αδέξιο και με προβλήματα προσαρμοστικότητας παιδί. Ο πατέρας μου φώναζε ότι την είχε προειδοποιήσει, πως δεν ενέκρινε τα συνεχή πήγαινε έλα κατά την εγκυμοσύνη στη σχολή καλλιγραφίας του θείου μου και το ενδιαφέρον της για τις δήθεν καλλιτεχνικές του αναζητήσεις. Η άποψη αυτή φαινόταν να κυριαρχεί στην κουβέντα, καθώς η μητέρα μου, μουδιασμένα, δεν μπορούσε ούτε να δεχτεί, ούτε να αρνηθεί τα λεγόμενα του πατέρα μου. Ήταν πια φανερό από τα όσα άθελά μου έγινα μάρτυρας, ότι όχι μόνο οι γονείς μου αλλά ούτε όσοι συναναστρεφόμουν δεν είχαν ένα δικό τους δωμάτιο με παράθυρο στον κόσμο, πέρα από αυτό που τους έδινε η μεγάλη οικογένεια της Κίνας.

Βέβαια, οι αιτιάσεις του πατέρα μου, σε κάποιο παράξενο επίπεδο ύπαρξης, ίσως να είχαν μια βάση. Η αλήθεια είναι πως όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά τη σχολή του θείου μου συνοδεύοντας τη μητέρα μου και είδα τα κρεμασμένα κάδρα, όπου τα κείμενα έμοιαζαν με ζωγραφιές, ένιωσα θαυμασμό μπροστά στις λίγες γραμμές που έφτιαχναν ολόκληρες ιστορίες. Παρατηρώντας έπειτα στα θρανία, τον κάθε καλλιτέχνη  πάνω στο χαρτί του να προσπαθεί, στον δικό του χώρο, με τον δικό του τρόπο και κυρίως στον δικό του χρόνο, να εντρυφήσει στην καλλιγραφία, μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου ανάμεσά τους, να βελτιώνω τα ζωγραφικά μου μέσα.

Ωστόσο, είχα ανιχνεύσει τα αισθήματα του πατέρα μου γι΄ αυτού του είδους τις δραστηριότητες και δεν ήθελα να δυσχεράνω τη θέση που είχε στον κοινωνικό του περίγυρο, λόγω της κοινώς πια ομολογουμένης αδεξιότητάς μου. Κατά συνέπεια, η κουβέντα των γονιών μου όχι μόνο επιβεβαίωσε τις πιο πάνω παρατηρήσεις μου αλλά μου έβγαλε από το μυαλό κάθε σκέψη για παρουσία μου στη σχολή, πέραν αυτών που συνδυάζονταν με οικογενειακές επισκέψεις.

Τα γεγονότα στο μέλλον εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι γονείς μου αποφάσισαν ότι έπρεπε να γραφτώ σε σχολή πολεμικών τεχνών, κυρίως για να βελτιώσω τον συντονισμό των άκρων μου ως μέλος ομάδας. Τα μαθήματα αυτά ήταν για μένα μια τεράστια προσπάθεια, που συνήθως συνδυαζόταν με την απαξίωση. Το μόνο θετικό ήταν ότι βρήκα την ευκαιρία να ζητήσω από τους γονείς μου να με γράψουν στη σχολή καλλιγραφίας του θείου μου. Δεν δυσκολεύτηκα να τους πείσω, καθώς είχαν μάλλον θεωρήσει ότι αρκετά τους είχα εκθέσει στις τελευταίες επιδείξεις, από τις οποίες έφυγαν σκεπτικοί και κάπως εσπευσμένα.

Στη σχολή είχα βρει έναν χώρο, που μου έδινε την ελάχιστη μεν αλλά απαραίτητη κοινωνική συμμετοχή, καθώς η αυτοεξορία του δωματίου μου είχε αρχίσει να συγκεντρώνει τα περίεργα βλέμματα, όχι μόνο του ευρύτερου κύκλου αλλά και των οικείων μου. Είχα πια ακόμη ένα σταθερό ραντεβού με τα όσα προσωπικά απασχολούσαν το μυαλό και το συναίσθημά μου.

      Τα χρόνια περνούσαν και, παρότι είχα ωριμάσει εσωτερικά, εξωτερικά διατηρούσα την κοινώς ομολογούμενη αδεξιότητα, που για κάποιους έφτανε στα όρια της γραφικότητας. Η ματιά αυτή δεν άλλαξε, ούτε όταν συνδύασα την ενηλικίωσή μου με την απαιτούμενη και πάλι κοινωνική συμμετοχή, την εργασία μου στο εργοστάσιο της περιοχής.

Οι προσπάθειές μου να ενταχθώ στην αλυσίδα παραγωγής και η αποδοχή της έλλειψης των διαθέσιμων μέσων που είχα, δεν ήταν πάλι αρκετά για να περνώ απαρατήρητος. Κάθε μέρα, ο προϊστάμενος περνούσε επιδεικτικά μπροστά μου, συνοδευόμενος πάντα από τη γραμματέα του και με υποτιμούσε με κάθε τρόπο. Αυτή η συμπεριφορά με έκανε πάντα να αναρωτιέμαι δύο πράγματα: Πρώτον, αν έπρεπε να του μιλήσω για το ότι από πολύ μικρός έχω αποδεχτεί την αδεξιότητά μου, για να μπορέσω πια σε αυτήν την ηλικία να εκφράσω τον θαυμασμό μου για εκείνον και την τέλεια αλυσίδα παραγωγής που συντονίζει. Δεύτερον, πώς ένας άνθρωπος, που η θέση του επιτρέπει την αλυσίδα παραγωγής να γυρίζει γύρω από αυτόν,  να επιμένει σε μια καθημερινότητα που γυρίζει γύρω από μένα, εμφανώς μπροστά σε τρίτους, έστω και σε περιορισμένο χρόνο.

Η ζωή μου κυλούσε με ελάχιστες εξαιρέσεις μεταξύ εργοστασίου, σχολής και σπιτιού, μέχρι εκείνη τη στιγμή που έμελλε να δώσει ταυτότητα σε ό,τι είχα ευλαβικά μορφώσει όλα αυτά τα χρόνια. Ξυπνώντας, το άνοιγμα των ματιών μου συνοδευόταν από πλημμύρα αισθημάτων και κάποια προσμονή. Ανεξήγητο για μένα φαινόμενο, καθώς μπροστά μου είχα αρκετές ώρες δουλειάς στο εργοστάσιο και η προσμονή αυτή συνήθως αφορούσε την αυτοεξορία μου· το μικρό γραφείο στο δωμάτιό μου ή τη σχολή καλλιγραφίας. Ντύθηκα λοιπόν και πήρα τον δρόμο για το εργοστάσιο, όπως κάθε άλλη μέρα, προσπαθώντας να καταλάβω τι θα έχω μπροστά μου. Ο ποταμός αυτός των αισθημάτων δεν σταμάτησε, ούτε όταν ξεκίνησα τη βάρδια μου, πράγμα που φυσικά μείωνε τη συγκέντρωσή μου και αύξανε την αδεξιότητά μου.

Σε μια στιγμή, που αισθάνθηκα να με πνίγει η συμμετοχή μου σε αυτήν την αλυσίδα παραγωγής, κοίταξα έξω από το παράθυρο στην αυλή του εργοστασίου και διέκρινα μια κοπέλα με ένα μπλε φουλάρι στον λαιμό. Όταν τα μάτια μας συναντήθηκαν, καθώς στεκόταν κάτω από το παράθυρο, τα αισθήματά μου βρήκαν μια αμοιβαιότητα που με ώθησε ακαριαία να σηκωθώ από τη θέση μου και να τρέξω να την αγκαλιάσω. Φτάνοντας όμως στην πόρτα, η αντανάκλαση στο τζάμι της μου θύμισε αυτό που μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχα ξεχάσει ποτέ ξανά. Γεννήθηκα Κινέζος και μάλιστα αδέξιος. Ο συνειρμός αυτός με έκανε να επιστρέψω στη θέση μου, όπου πια η κοπέλα δεν φαινόταν.

Ήξερα ότι η προσμονή μου αφορούσε εκείνη. Στο διάλειμμα ζήτησα πληροφορίες από τη γραμματέα του προϊσταμένου για τους επισκέπτες του εργοστασίου. Εκείνη μου εξήγησε ότι ήταν μια Ελληνίδα ξεναγός, η οποία συνόδευε μια ομάδα επαγγελματιών, που ενδιαφέρονταν για την οργάνωση του εργοστασίου. Έφυγα σιωπηλός. Από εκείνο το σημείο και μετά, έδωσα ταυτότητα σε ό,τι είχα κρατήσει μέσα μου. Ό,τι αφορούσε το δωμάτιό μου, ήταν ελληνικό· μια βάπτιση που δεν άλλαξε το ταβάνι του αλλά το ύψος των τοίχων και φυσικά τα παράθυρα.

Γυρνώντας σπίτι, είχα πια νέα ερωτήματα να αντιμετωπίσω. Είναι η Ελλάδα ένας τόπος γεμάτος ξεναγούς σαν την κοπέλα που γνώρισα; Άραγε εκεί, σε ό,τι κοιτούσα γύρω μου, θα είχα πάντα την ψυχή μου; Άρχισα να αναζητώ πληροφορίες γι΄ αυτόν τον μακρινό τόπο. Σε ό,τι και αν κοιτούσα, δημοσιογραφικές ειδήσεις, ιστορικές πληροφορίες, εικόνες, δεν είχα τη συμμετοχή των αισθημάτων μου. Όταν όμως έφτασα στην ανάγνωση των Ομηρικών Επών, ένιωσα όλη την Ελλάδα να κατοικεί εκεί. Τα αισθήματά μου κυλούσαν, ενώ διάβαζα τους στίχους του Ομήρου, σαν μια κυματιστή θάλασσα που τους συνόδευε. Από τότε, αυτό αποτελούσε το εισιτήριο για την Ελλάδα που είχα πάντα στο συρτάρι μου.

Δεν ήταν όμως αρκετό. Το εσωτερικό μου δωμάτιο είχε πια μπαλκόνι και αυτό γέννησε μέσα μου ερωτήματα φιλίας στην κοινωνική μου συμμετοχή. Άρχισα να αναζητώ γύρω μου αυτό που θεωρούσα ότι ήμουν κι εγώ. Ένας Κινέζος με φιλελληνικά αισθήματα. Εκεί, ίσως να έβρισκα ξανά την αγκαλιά με την ξεναγό. Ομολογώ ότι, όταν ζωγράφιζα, ήταν σαν τα αισθήματα μου να έζησαν αυτήν την αγκαλιά, παρασύροντάς με. Επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, προτιμούσα να κρατώ αυτήν τη γλυκιά αμφιβολία για εκείνες τις στιγμές στο εργοστάσιο.

Η νέα μου κοινωνικότητα αφορούσε φιλολογικές συγκεντρώσεις, όπου μετείχα σε ανάγνωση ποιημάτων και μελέτη ιστορικών βιβλίων. Περιττό να σας πω ότι, όσες φιλολογικές συναντήσεις και αν παρακολούθησα, δεν είχα ξανά τη ζωντάνια των αισθημάτων της στιγμής που κοίταξα την ξεναγό. Ούτε με εκείνη την όμορφη Κινέζα με το δωρικό παρουσιαστικό, που συνεχώς μέσα από τον λόγο της εξέφραζε τον θαυμασμό της για την Ελλάδα.

Ο αρχικός μου ενθουσιασμός, ο οποίος με έκανε να αποκαλύψω εικόνες που είχα σχεδιάσει σε μια αποτύπωση συναισθημάτων για την ελληνική μυθολογία, ήρθε αντιμέτωπος με την απογοήτευση, που γέννησε η εκ των υστέρων κατανόησή μου. Τα φιλελληνικά της αισθήματα δεν ήταν ξέχωρα από τη χώρα που τη γέννησε, αλλά ήταν ο σεβασμός ενός αρχαίου πολιτισμού προς έναν άλλο αρχαίο πολιτισμό, που πήρε διαφορετικό δρόμο.

Εκείνη τη βραδιά γυρνώντας σπίτι, άκουγα βαριεστημένα τους γονείς μου να μιλούν για την κόρη ενός φιλικού τους ζευγαριού και πως θα ήθελαν να κανονίσουν μια συνάντηση. Τους έγνεψα θετικά και επέστρεψα βιαστικά στο δωμάτιό μου. Θα κρατούσα πια την ταυτότητα των αισθημάτων της ψυχής μου στη ζωντάνια της αμοιβαιότητας που είχα με την ξεναγό, ένα ερωτικό άγγιγμα που θα φώτιζε τον δρόμο μου.

Η συνάντηση έγινε, και ο γάμος με την κοπέλα αυτήν δεν μου φάνηκε κακή ιδέα. Καταρχάς, είχα επιστρέψει στην πρότερη κοινωνική μου συμμετοχή (μακριά από φιλελληνικές συναθροίσεις και αναζητήσεις), και δεύτερον, ήταν και αυτή αδέξια Κινέζα, οπότε μάλλον δεν θα επέβαλε αυστηρό πρόγραμμα στην κοινή μας καθημερινότητα. Το κοινωνικό αυτό γεγονός δεν έφερε κάποια δραματική αλλαγή σε ό,τι οι άλλοι είχαν για μας. Όταν όμως, ευτυχώς, κάναμε δύο επιδέξια παιδιά, η κοινωνική αποδοχή ήταν φανερή. Η Κίνα είχε ανοίξει τις πόρτες της διάπλατα για να τη γνωρίσουμε. Ωστόσο ο πρότερος βίος μου μού επέτρεψε και εδώ να κρατήσω την ελάχιστη απαραίτητη κοινωνική συμμετοχή και αυτή ήταν μέσα από τα παιδιά μου.

Μετά από κάποια χρόνια, που δεν μπορώ να χαρακτηρίσω πολλά ή λίγα, ήρθε η ώρα που θα έφευγα από τη ζωή. Δεν είχα πια ενδιαφέρον, όχι μόνο να κοιτώ γύρω, αλλά και να κρατώ το δωμάτιό μου. Γνώριζα ότι όσα ερωτήματα είχα αναπάντητα, θα τα απαντούσα στον τόπο της ψυχής, μέσα από την ευεργετική αγκαλιά της. Είχα μπροστά μου ένα τελευταίο σημείο μοίρας. Χωρίς να σημαίνει κάτι πια για μένα ο τρόπος, πέθανα Κινέζος κρατώντας στις αποσκευές μου τα όσα αισθήματα είχα ονομάσει ελληνικά, και βρέθηκα να κοιτώ τα όσα άφηνα πίσω μου, ακόμη και το άψυχο σώμα μου. Το έντονο ξάφνιασμα που είχαν αυτές οι πρώτες στιγμές, με βρήκαν πιο ξύπνιο από όταν ζούσα. Η δύναμη που ένιωσα ήταν τόσο μεγάλη, που σχεδόν αναζήτησα το γνώριμο αεράκι που με τύλιξε. Παρότι για μένα ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν στην αρχή αυτής της διαδρομής, η σιγουριά της ψυχής μού προσέφερε μια γαλήνη που έντυνε αυτό το ξύπνημα του μυαλού.

Ξάφνου μια βροντερή φωνή ρώτησε: “Ποιος είσαι; Πού πας; Τι έκανες;” Κατάλαβα ότι απευθυνόταν σε μένα. Για πρώτη φορά γινόμουν πρωταγωνιστής, σκέφτηκα μειδιώντας. Απάντησα: “Παράξενο που όσο ζούσα δεν με ρώτησε ποτέ κανείς, ίσως τώρα να είχα μια εύκαιρη απάντηση που να μας ικανοποιούσε και τους δύο”. Σήμερα, μπορώ να προσπεράσω αυτήν την ίδια ερώτηση και το ύφος της. Ξέρω ότι οι τόποι της ψυχής έχουν μνηστήρες, μυθικά όντα, συντρόφους, θεούς και μυστικά όπως οι τόποι της ζωής. Μόνο το αμοιβαίο έχει αυτό που είσαι, μετέχοντας στον δρόμο.

Αμέσως μετά, βρέθηκα μπροστά στο όψιμο αφήγημα της ζωής μου. Ήταν εντυπωσιακό ότι μπορούσα να βλέπω ταυτόχρονα όχι μόνο τις διάφορες μορφές και τους ρόλους τους στη ζωή μου, αλλά και όλα τα αισθήματα που εκδηλώνονταν πίσω από αυτά.  Το ξύπνημα στον θάνατο με έφερε εκεί που τα μάτια της ψυχής ανοίγουν μαζί με τα μάτια της ζωής, μα εγώ είμαι που βλέπω και μέσα από αυτά. Τι κρίμα που δεν το γεύτηκα όσο ζούσα! Το ευχάριστο των όσων είδα ήταν ότι τα αισθήματά μου, και συνεπώς η ψυχή μου, αγκάλιασαν την ξεναγό (ένα πάντα θολό τοπίο στη μετέπειτα ζωή μου). Το δυσάρεστο ήταν ότι πρώτη φορά συνειδητοποίησα με πόσους πολλούς ανθρώπους έζησα τη ζωή μου χωρίς την ψυχή μου, γι΄ αυτό και αν ιδωθεί ως ταινία, θα χαρακτηριστεί μάλλον μικρού μήκους… Το συγκαταβατικό ξεπροβόδισμα το θεώρησα καλό σημάδι, και συνέχισα το ταξίδι σε αυτό το σταθερό βήμα της ψυχής.

Τις πρώτες μέρες και ώρες περάσαμε από τόπους, των οποίων τα αισθήματα αναπαράγονται στα έργα ως συγκινήσεις και κρατούν τη ζωή φάντασμα ,δένοντας την ψυχή στον Άδη. Είναι τόποι αισθημάτων που έχουν την ιδιότητα να γεννούν είδωλα ζωής σε ό,τι νιώσεις οικείο. Η διαδοχή τους ήταν σύντομη, καθώς δεν είχα γίνει δέκτης ή δότης όλων αυτών των αισθημάτων στη ζωή. Εξάλλου, η ψυχή μου δεν έχασε καθόλου τη σιγουριά για τον δρόμο μας, και ο φόβος δεν βρήκε μέρος να φωλιάσει.

Αρχικά, βρέθηκα μέσα σε κινέζικα εργοστάσια που δούλευαν νυχθημερόν. Ευτυχώς, η ελάχιστη “κοινωνική συμμετοχή”, που επιβάλλεται σε αυτούς τους τόπους, δεν είναι η εργασία, αλλά να τους διαβείς, οπότε συνεχίσαμε ακάθεκτοι. Έπειτα, σειρά είχε το πέρασμα μέσα από οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς. Παππούδες, γονείς, τραπέζια με φαγητά και κάθε λογής συγκινήσεις ζωής. Ευτυχώς η Κίνα είχε πιο πολλά εργοστάσια από συγκινήσεις να μας προσφέρει, οπότε έφτασα τις τριάντα μέρες χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες.

Στο τέλος αυτής της μάλλον σκοτεινής περιόδου, βρέθηκα μπροστά στο φοβερό κάστρο του Άδη με τις επιβλητικές καστρόπορτες. Εκεί, συνάντησα γέροντες, που με τη σοφία τους κρατούν το καλό και το κακό στα έργα της ζωής, ψηλώνοντας έτσι τα τείχη του κάστρου. Το πρόγραμμα της ζωής στην Κίνα δεν επιτρέπει εύκολα να εντοπίσεις το άτομο που θα φορτωθεί με χρέη, οπότε καθώς μιλούσαν μου ήρθαν στο μυαλό τα δύο ερωτήματα που είχα και με τον προϊστάμενο στη μονάδα παραγωγής του εργοστασίου. Η χαρά που μου έφερε αυτός ο συνειρμός είναι σαν να με μετέφερε σε ένα αχνό φως. Εκεί με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη.

Διέκρινα την ξεναγό να με περιμένει στην είσοδο της φωτεινής διαδρομής που είχα μπροστά μου. Αυθόρμητα την αγκάλιασα, ρωτώντας τη αστειευόμενος, αν είναι και δω ξεναγός. Το γέλιο της έκανε τη μορφή της ζωής να χάνεται και μπορούσα να δω την όψη της ψυχής της. Στον χρόνο αυτόν, γύρω μας υπήρχαν παρέες ψυχών που συνομιλούσαν και τις οποίες διέκρινα ως φωτεινές παρουσίες. Όσο προχωρούσαμε, οι όψεις γίνονταν πιο καθαρές και μπορούσες να δεις ακόμη και χορούς ψυχών, που προσομοίαζαν με  τους χορούς των αρχαίων δραμάτων. Το φως, που αύξανε μέρα με τη μέρα, έδινε φτερά στο πρότερο σταθερό βήμα της ψυχής, ενώ η αμοιβαιότητα των αισθημάτων με την ξεναγό ήταν η σταθερή πυξίδα. Η επαφή, που κρατήθηκε, χωρίς να διαρραγεί, στους τόπους της ζωής, με οδηγούσε τώρα σε χρόνους της ψυχής, κάνοντας τη μέθη που είχα στο κεφάλι μου να είναι ήσσονος σημασίας, καθώς περνούσα μέσα από αισθήματα και όψεις πρωτόγνωρα για μένα.

Στο τέλος της διαδρομής, που δεν άργησε να έρθει, άρχισε να αχνοφαίνεται ένα βουνό με λευκά αετώματα και κίονες, πολλά από αυτά ατάκτως ερριμμένα ενώ καίγονταν στο φως. Αμέσως κατάλαβα ότι φτάναμε σπίτι. Η κατανόησή μου αυτή, σε απόλυτη ταύτιση με τα αισθήματα της ψυχής μου, και η επικείμενη είσοδος στην πόλη, την έκανε να κοιτάξει τη μικρή μου αυτή ύπαρξη στους τόπους της, ως κάτι που κράτησε σαν μικρό φαναράκι το είναι της και τώρα γυρίζουν μαζί στον τόπο τους.

Τότε, βρεθήκαμε σε ένα πνευματικό πηγάδι που ξεκινούσε από τη γη και έφτανε στον ουρανό. Ήμασταν μέσα σε θεωρεία γεμάτα αγγέλους με σάλπιγγες και ιριδίζουσες ψυχές που έψελναν “ΩΣΑΝΝΑ”. Το μεγαλείο της όψης και των αισθημάτων δεν περιγράφεται σε αυτήν τη συμμετοχή της ψυχής μου. Σχεδόν μεθυσμένος παρακολουθούσα την πανδαισία χρωμάτων, μελωδιών και αισθημάτων. Ώσπου το βλέμμα μου έπεσε στη γη όπου ξεκινούσε η χρωματιστή αυτή θάλασσα. Ένας άνδρας κινούνταν πάνω σε όνο με δάφνες και φοίνικες να γνέφουν.

Τα “έπεα πτερόεντα” ενός ποιητή συνάντησαν το είναι του. Μέσα μου γεννήθηκε πλήθος ερωτημάτων. Ήταν τα ζωντανά ερωτήματα της διαχρονικής ύπαρξης της ψυχής μου. Ερωτήματα για τον θεό, έναν θεό που τολμώ να πω ότι αισθάνθηκα να κατοικεί μέσα μου. Ναι, είπα θεό, και ας μην τον βρήκα γύρω μου ούτε τον μνημόνευσα μέχρι τώρα, πέρα από τους παράξενους μυθολογικούς θεούς των καιρικών φαινομένων, μολυσμένων από τις ασθένειες της ζωής, που έβαζα στις ζωγραφιές μου. Ερωτήματα για τον Υιό του Ανθρώπου. Για το ανθρώπινο αυτό κομμάτι του, που κουβαλάει το είναι του, σε ό,τι και αν εμείς έχουμε γι΄ αυτόν ή τα γραμμένα που του δίνονται, φέρνοντάς μου στο μυαλό ερωτήματα των χρόνων στη ζωή. Ερωτήματα για μια Ελλάδα που ξεκόλλησε παρά τη θέλησή της από τα έπη του Ομήρου, για να μπει στο ιστορικό γίγνεσθαι. Ερωτήματα για τους Οδυσσείς, που κουβαλάνε μέσα τους το είναι και ζωντανεύουν με την επιστροφή τους την πόλη τους. Όλα αυτά κράτησαν τόσο, όσο μπόρεσε να κρατηθεί το φαναράκι μου αναμμένο.

   Η είσοδός μας πια στην πόλη μας έδινε ένα ανήκειν, που δεν είχε κέντρο τον “Νόστο” αλλά μια προσδοκία για τον δρόμο τού είναι των Ελλήνων. Τώρα μπορώ να φέρω σε σας ένα μέρος της αλήθειας μου. Δεν είμαι Κινέζος με αισθήματα για την Ελλάδα. Είμαι Έλληνας. Ένας Έλληνας που περιπλανήθηκε στην Κίνα και δεν έχασε τον δρόμο για το σπίτι του.