Σπάρτακος Αναγνωσταράς | Πέντε ποιήματα

© William Claxton


Ατραπός 

Ο Μάρτης ανοιξιάτικα
Λουλούδια μου χαρίζει
Χαρταετός στον ουρανό
Γνέφει και φτερουγίζει.

Έψαχνα δρόμο να διαβώ
Κοντά στο ακρογιάλι
Καταμεσής στο πέλαγος
Έπλεε το φεγγάρι.

Αποτροπή στα θέλω μου 
Τα πρέπει μου σκοντάφτουν
Θανάσιμα αμαρτήματα
Αστέρια που αστράφτουν.

Παλίρροια με άμπωτη
Κι ύστερα πλημμυρίδα 
Περπάτησα στον ουρανό 
Και το φεγγάρι είδα.

Ανατροπή στα πρέπει μου
Το βλέμμα στο φεγγάρι 
Ποικίλα θεωρήματα
Χωρίς αλφαβητάρι.

Θα πλέξω λέξεις από φως 
Λίγο να ξαποστάσω
Στο στόχο μου για να βρεθώ
Το δρόμο μου πριν χάσω.

 


Πανδημία

Ασύστολα διαδήλωνα 
Για την ελευθερία 
Και ίδρωνα και θύμωνα
Με ψεύτικα στοιχεία.

Νέος ιός μ’ αντάμωσε 
Καταμεσής του δρόμου
Και μου γλυκοψιθύρισε
Για αλλαγή του κόσμου.

“Μπαινόβγαινε ελεύθερα
Όπου σου κάνει κέφι
Αφεντικό στα γήπεδα
Κι Αφεντικό στο γλέντι.”

“Τι έγκλημα έχεις εσύ
Για να σε κλείνουν μέσα;
Σίγουρα έχουν μπερδευτεί,
Τόσο καιρό στη πρέσα.”

Κι εκεί που ήμουνα καλά
Κι ένιωθα λεβέντης
Κατάχαμα ευρέθηκα
Μ’ ένα σωρό ενέσεις.

Χωρίς ανάσα και πνοή
Με κούτελο να καίει
Ο πόνος να με τιμωρεί 
Να νιώθω σαν κουρέλι.

Τρελοί με κυνηγούσανε
Με άσπρες πανοπλίες
Και όλο με κοιτούσανε
Σαν να ‘ταν καρχαρίες.

Κι ο Χάρος το μετάνιωσε
Τόσο να περιμένει
Κι έφυγε ρε διάολε 
Με την καρδιά καμμένη.


ο Τίμων ο Αθηναίος

Ο φτωχός ο Τίμων ο Αθηναίος δεν είχε το άγγιγμα του Μίδα
Τα χρέη του, οι Αμαζόνες και οι φίλοι του ήταν τέτοια
Που αν και είχε στερέψει από γυναικεία σκέψη στο σπίτι του
Σύντομα θα ανακάλυπτε ότι ακόμη και η φιλοπόλεμη γη γεννά χρυσό.

Ανόητε Τίμωνα γιατί αντιμετώπισες με διαμάντια, νερό και πέτρες
τις πικρές υποσχέσεις του Πλούτου,
Προσπαθώντας να ξεφύγεις από την υποκρισία
των τραγουδιών των Σειρήνων, της Χάρυβδης και του Βρούτου;

Ο Οδυσσέας δεν χρησιμοποίησε πανοπλία, χρησιμοποίησε κερί
Και ο Μάρκος Αντώνιος που μαστιζόταν με παρέα ψεύτικων φίλων
Μόνο μετά τη μάχη του Άκτιου
Σκέφτηκε τα σπαθιά του, τα πλοία του και τις πράξεις του.

Η κατάρα της γενναιοδωρίας είναι επιδημία
Αυτό έκανε έναν φιλάνθρωπο να τρέμει και να παγώνει
Μια κατάρα των συναισθημάτων ενός κυνικού προφήτη
Που δεν ήθελε πλέον να καρπωθεί τα κέρδη του.

Ο Τίμων που ήθελε να είναι ο μοναδικός προστάτης του αστικού κόσμου
Κατέληξε να απαγγείλει τον επιτάφιο του με το σπαθί του Αλκιβιάδη
Η ελιά, τα όπλα και ένα στεφάνι από αγκάθια
Το μέλλον τόσο πολλών ονείρων.

 


προ Χριστού και μετά Χριστόν

Άρχοντας και νοικοκύρης
αυστηρός και τυπολάτρης
οι απόγονοι τριγύρω
μίτωση από βιβλίο.

Μήτρες που κυοφορούνε
κίνδυνο να σου χαρίσουν
και ανατροπές που ξέρεις
ότι θα σε κατακτήσουν.

Τα σωτήρια τα έτη
εκατό ζωή να έχουν
στρατιωτάκια στη σειρά τους
ετοιμάζουν περιπάτους.

Πίσω τους τα εγγονάκια
λατρεμένα του μπαμπά τους
δώδεκα και μετρημένα
δώδεκα αλλοπαρμένα.

Και δισέγγονα ακόμα
με το άρωμα γυναίκας
οι ναζιάρες εβδομάδες
χρόνος μέσ’ τις χαραμάδες.

Τα τρισέγγονα κατόπιν
έχουν θηλυκά υπ’ όψιν
και στριμώχνουν στο κρεβάτι
το φεγγάρι και τον πλάστη.

Στα βαθιά γεράματα του
πριν το πνεύμα παραδώσει
το αφεντικό ο χρόνος
πάλι θα τα θαλασσώσει.

Καπιτώλιο και εξουσία
τέλος και αρχή κατέχουν
κι ο αιώνας μπαινοβγαίνει
πάντα για να τον προσέχουν.


Αποκλειστικότητα

Να μόχθησε το σωματείο
Να βρει ομολογία
Της πάνδημης εξάπλωσης;
-ιδού η απορία-

Με ανοσία ντύθηκε
Και είχε βουλοκέρι
Η πάνδημη εξάπλωση
Μέσα στο καλοκαίρι.

Ξορκίσματα απόκρυφα
Στον σκοτεινό τον δρόμο
Το ανθρωπάκι πρόσμενε
Κρυμμένο μέσ’ τον κόσμο.

Την είδε όταν ξεπρόβαλλε
Θεόρατη κι ωραία
Και αγκαλιά στα χέρια της
Κρατούσε τον Μορφέα.

Τα λόγια λείψαν παντελώς,
Χαμόγελα μονάχα,
Ήταν το βλέμμα μοχθηρό
Και η καρδιά της άδεια.

Στο λίγο φως του φεγγαριού,
Ξεπρόβαλλε μια ζάλη,
Μαζί της η μετάλλαξη
Τον κυνηγούσε πάλι.

 


Ο Σπάρτακος Αναγνωσταράς γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε γλωσσολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπολογιστική γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Έσεξ και κλασσικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Ληντς. Έχει φοιτήσει στο μουσικό γυμνάσιο και ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο και την αρχαία ελληνική μουσική. Ζει και εργάζεται ως δάσκαλος Λατινικών και Ελληνικών στην Αγγλία.