Απόστολος Θηβαίος | Ιρλανδέζικη συνήθεια

© Bruno Barbey

[..Είναι κάποια ώρα
Που όλα τριγύρω
Θέλουν να μιλήσουν..]

 

Διήγημα με απόλυτη αφοσίωση
Στην έννοια του κλασικού

 

Κάτι παράξενο συνέβη στο γαλάζιο μου στενό. Κάτι που δεν συνηθίζεται, που συνιστά μια αλλόκοτη περίσταση δίχως προηγούμενο και αφορμή. Περί τις δέκα το βράδυ μια ακολουθία από οχήματα του εθνικού, αρχαιολογικού μουσείου στάθμευσε στην είσοδο του γαλάζιου μου στενού. Το προσωπικό, κάτι γεροδεμένοι Ιρλανδοί με κατακόκκινα πρόσωπα από το πιοτό και μια ακατανίκητη δίψα χάθηκαν στο απέναντι ποτοπωλείο. Στιγμή δεν συλλογίστηκαν πως εκείνα τα αγάλματα, που είχαν στοιβαχτεί στις καρότσες των οχημάτων, θα νιώθουν τώρα μια ακατανίκητη μελαγχολία. Όχι για το πεπρωμένο τους, αυτό το γνωρίζουν καλά. Το αίσθημά τους κερδίζεται πάνω στο μετερίζι του χρόνου που για αυτά δεν σήμαινε ποτέ τίποτε, τίποτε, με ακούς;

Μες στην παγωνιά ακούστηκαν ψίθυροι, σε γλώσσες άγνωστες, μονάχα οι μαρμάρινες στήλες μπορούν να μάθουν τι σημαίνουν όλα αυτά. Και εγώ που πλησίαζα, με τον χρόνο μου μετρημένο, όλο φτιαγμένο από αργόσυρτα λεπτά και εποχές, ξεχώριζα ολοένα και καλύτερα τις λεπτές φωνές, την σκόνη που πνίγει το ουρλιαχτό, που σμίγει με τον κόσμο. Κοίταξα μέσα από το υγρό τζάμι και τότε είδα με λεπτομέρειες αδρές το πώς και το γιατί εκείνης της περίστασης.

Άλλα έφεραν ένα βαθύ τραύμα πλάι στο ρινικό οστό και κάποιες προτομές ήταν μισοτελειωμένες. Ως πέρα στα μεθυσμένα προπλάσματα αυτού του κόσμου έφεγγε ένας λεπτός υπαινιγμός που ως τότε τίποτε δεν προμήνυε. Ένα από τα αγάλματα είχε χάσει το ένα του χέρι. Ποιος γνωρίζει, ίσως κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου μια διμοιρία του εχθρού γκρέμισε για πάντα την περήφανη Αφροδίτη, αυτήν που μετέπειτα μια άλλη ατμόσφαιρα μετέτρεψε στο κορίτσι της Γκραντούκα. Μια προτομή έφερε το ύφος της απόγνωσης, θυμίζοντας τόσο πολύ την έκφραση  του Ορέστη, τότε, τον καιρό της σκληρής ερημιάς. Τα χρονικά που κατηφορίζουν από τους λόφους έπεσαν πάνω του και λίγο πολύ η ιστορία τελειώνει με Κύκλωπες και γυμνά γεύματα κάτω από τους αστερισμούς.

Η ιστορία διασώζει μόνον την έκφρασή του και σε αυτήν στηρίχτηκε ο άγνωστος τεχνίτης. Μες στην πολυκοσμία κατόρθωσα ακόμη να ξεχωρίσω την Αφροδίτη, πλάι σε ένα πρόσωπο πάλλευκο, ίσως την Μαρία, καθώς λένε του χιονιά. Είναι ανώφελο να εξηγήσει κανείς σε τούτο το σημείο πώς το εμπόρευμα αυτού του φορτηγού κατόρθωσε να αμβλύνει χρόνια και διαφορές και θαμπούς καθρέφτες. Μα στα αλήθεια συνέβη εκεί, στην είσοδο του γαλάζιου μου στενού, την στιγμή που ολόκληρος ο κόσμος ξέμενε από χρόνο. Ακόμη, υπήρχαν μερικά κορίτσια, για την ακρίβεια πρόκειται για νύμφες, με γερμένα σώματα και υδάτινες αναμνήσεις. Να δείτε τον τρόπο που τεντώνουν τα πέλματά των, τις λεπτές γραμμές των χειλιών τους, το χτένισμά τους που κρημνίζεται επάνω στους κροτάφους και τόσα άλλα, τόσα άλλα. Καμιά θεωρία δεν μπορούσε να σταθεί στο εσωτερικό εκείνων των ημιφορτηγών Μερσέντες με τα διαλυμένα εσωτερικά και το χαλασμένο σασί. Υπήρχε και ένα ακόμη άγαλμα, διαφορετικό κάπως. Θα μπορούσε να αποτελεί στον καιρό του ένα περίφημο σύμπλεγμα, ωστόσο σήμερα το μόνο που απομένει είναι ένα παιδί που κρατεί τον λαιμό του, σαν κάτι ή κάποιος εδώ και αιώνες να το πνίγει.

Είδα τους Ιρλανδούς που επέστρεφαν, παραπατούσαν, με πορφυρά μάτια και ιδρωμένα μέτωπα. Τους είδα και τραβήχτηκα μακριά, επιστρέφοντας στο γαλάζιο μου στενό, σε βάθη απροσμέτρητα που δεν είναι της παρούσης. Ο χρόνος λιγόστευε και τώρα τα καμιόνια ξεκινούσαν με βρυχηθμούς και παγωμένα σασμάν και ένα σωρό χαμένους φίλους από τον καιρό της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Συλλογίστηκα την θέση τους μες στον κόσμο. Και όμως τα αγάλματα είναι βέβαιο πως όλα τούτα τα περιφρονούν. Είναι βέβαιο πως το κύριο μέλημά τους είναι να ξυπνήσουν μια φορά και έναν καιρό αυτήν την απροσδιόριστη μουσική που συγκρατεί σαν νήμα λεπτό και αδιόρατο την ιστορία.

Μες στα μαρσαρίσματα και την βοή της πολιτείας τα αγάλματα καταξιώθηκαν εκ νέου και άρχισαν να κερδίζουν τις σημασίες που είχαν εδώ και καιρό ολότελα απωλέσει. Ο χρόνος κυλούσε πια στον κατήφορο, λιγόστευε ο χρόνος και δεν θα τα είχα καταφέρει ετούτη την βραδιά αν δεν είχα αρνηθεί τα πάντα, αν εντός μου δεν γύρευα να βρω τι στ΄αλήθεια σήμαιναν εκείνες εκεί οι αξίες που σαρώθηκαν από εμπόρους και από ποιητές και από τους τροχούς των ημιφορτηγών Μερσέντες. Αυτά τα οχήματα εν καιρώ ειρήνης συντηρούνται επιμελώς από λαμπρούς διμοιρίτες με σκουριασμένες ξιφολόγχες και ξιπασμένη νιότη.

Τίποτε άλλο δεν περιλαμβάνει η ιστορία αυτή. Ίσως κάποιες πρόσθετες λεπτομέρειες που εσκεμμένα παραλήφθηκαν για λόγους οικονομίας του χρόνου που λιγοστεύει επικίνδυνα. Ίσως στο κέντρο της να κατοικεί ο δαίμονας, μα αυτό είναι, λένε εκείνο που γυρεύει να μερέψει ο ποιητής.

Τις σκηνές της ιστορίας θα τις διαλύσουν τα πυροτεχνήματα ώρες μετά, το κατακόρυφο ατσάλι, το γυαλί, οι θηριωδίες, τα σονέτα, οι αλγόριθμοι και η ατομική ενέργεια που συνιστά ένα είδος καινούριου καθεδρικού.

Στον τοίχο του γαλάζιου μου στενού, έτσι για να μην ξεχάσω, γράφω την πιο κάτω, λιτή επιγραφή.

Κανείς και ποτέ δεν κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει τον χρόνο με τον ιδιοφυή τρόπο που αρμόζει σε μια τόσο ιερή γενίκευση.

Απόστολος Θηβαίος