Απόστολος Θηβαίος | Barbarian Songs

© Raymond Depardon

…Η ιστορία έχει ως εξής.

Στον Σταθμό Πελοποννήσου ο Σερτζ κόντρα στο συνδικάτο πολεμά για χάρη του καλού φίλου Ρέι, για την χάρη της Κασσάνδρας, για κάτι μικρές ζωές, για κάτι χορευτικές φιγούρες. Ακόμη, για τα χείλη της Μπεά και της Βασιλικής την πίκρα. Είναι αρκετά όλα αυτά, σπουδαία πολύ και μπορούν κάλλιστα να σταθούν η αφορμή για αυθαίρετες ιστορίες και κακογραμμένα ποιήματα που νομίσαμε πως…

 Σταθμός Πελοποννήσου

Τα πρόσωπα που εναλλάσσονται δίχως σημασία στον σταθμό. Τα πρόσωπα που γερνούν δίχως ελπίδα στο βάθος του καφενείου. Οι διαβάτες, οι ανυποψίαστοι, οι δειλοί, οι ποιητές, οι γερμένοι επάνω από τις συγνώμες φίλοι, η Ελένη, η Φαίδρα, η Μυρσίνη, η Άννα, ο Δημήτρης, οι στίχοι που αδέσποτοι στεγνώνουν στις πλατείες. Όλοι τους περιμένουν πια τους βαρβάρους, κλεισμένοι σε μια ύστατη γραμμή άμυνας. Μες στις καρδιές το ηθικό παραμένει ακμαίο, μια φωτογραφία του ποιητή ξεχειμωνιάζει στην είσοδο της πόλης, οι στίχοι του ουρλιάζουν στο κέντρο της πολιτείας.  Διά της μεθόδου της αντανακλάσεως τα παιδιά ανεπαίσθητα κατά χιλιάδες εγκαταλείπουν αυτόν τον κόσμο, τραβώντας κατά τις θερμότερες χώρες. Ένας κόσμος μισοτελειωμένος, σαν ζωγραφιά του Λεονάρδου, ιδιοφυής και απέραντος που εκπληρώνεται μες στον κίνδυνο ενός ξαφνικού πυροβολισμού.

Σερτζ

Ο Σερτζ τις νύχτες κατεβαίνει στην ακτή. Τον κρύβει ο καπνός της ομίχλης, τον σκεπάζουν τα προάστια, οι παραγκουπόλεις, τα δημοτικά τραγούδια της νύχτας, η ομοιότητα των πραγμάτων που δεν πολεμιέται. Ο Σερτζ φθάνει στην άκρη του νερού, ο Σερτζ επιλέγει ο ίδιος το πεδίο πάνω στο οποίο θα ασκηθεί. Σιγοκλείνει τα δάχτυλά του, αλλάζει θέση στον φεγγάρι και το πλοίο, ζωγραφίζει το κύμα, μετρά το μπόι των σπιτιών και το δικό του ύψος, ισορροπεί πάνω από αιχμηρά εγχειρίδια και ίσως από αυτήν την άποψη να μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως ο Σερτζ διαθέτει το σπάνιο χάρισμα της μοναξιάς. Οι στρατιώτες στο κατάστρωμα τον φοβερίζουν, όμως του λόγου του μπορεί να επιβεβαιώσει την λειτουργική αποφασιστικότητα των πολύ ονειροπόλων ανθρώπων.

Κόντρα στο συνδικάτο

Το συνδικάτο διαθέτει μπόλικη αποφασιστικότητα, δείγμα του άκρατου εκμοντερνισμού του. Και όμως αν κανείς προσέξει τα μέλη του θα καταλάβει πόσο πολύ οι ιδέες τους πάσχουν στο πεδίο της αθωότητας. Και αυτό πάει να πει πως όταν λαμβάνουν τέλος οι τρομερές συνεδριάσεις τους τα περισσότερα μέλη επιδίδονται στην συγγραφή στίχων με αβέβαιο τέλος που θρέφει η μοναξιά και η ορθογραφία χαμένων δεκαετιών.

Για χάρη του Ρέι

Ο Ρέι έχασε όλο του το βιος κατά την διάρκεια του ιρλανδέζικου λοιμού. Κοντά στα 1847 εγκατέλειψε το Κορκ διαλέγοντας τα κατάμεστα πλοία της εταιρίας ατμού. Κράτησε λίγο χώμα της πατρίδας, κλείδωσε το χαμόσπιτό του και με το θάρρος κάποιου που παρασέρνεται από την ιστορία τράβηξε κατά το λιμάνι. Προσπέρασε όσους πουλούσαν είδωλα, κάτι Φοίνικες με αμφισβητούμενη καταγωγή, χάρισε στους ανθρώπους του δρόμου την παλιά του ελεημοσύνη, το σαθρό του καράβι.  Μετά από μήνες έφθασε στο παγωμένο Σικάγο. Το πρώτο κορίτσι που γνώρισε το ονόμασε Πηνελόπη και για μια στιγμή πίστεψε πως τα είχε καταφέρει, πως είχε επιστρέψει.

Και της Κασσάνδρας

Η Κασσάνδρα προτιμά τους μεγάλους, ζωγραφικούς πίνακες. Έχει ορίσει πως μονάχα τέτοιοι θα στολίζουν το παλάτι των Μπλουά. Περιφέρεται νωχελικά από αίθουσα σε αίθουσα, μια νεαρή αθάνατη Αριάδνη που λησμόνησε για πάντα τον έρωτα. Η Κασσάνδρα διαθέτει σπάνιο αισθητήριο και μεγάλη καρδιά ώστε να χαρίσει την ζωή στον ερωτευμένο νέο που τόλμησε να την κοιτάξει στην χθεσινή εσπερίδα. Η ψυχή της είναι καλή μα κάπως τρομαγμένη. Και όμως κανείς δεν την πιστεύει και η Κασσάνδρα περιφέρεται νωχελικά, σαν θρήνος μελετώντας την έννοια του γούστου, όπως το συνέλαβε σε κάποια περίσταση η δις Πίνμαν, μια εξαίσια λειτουργός του ονείρου.

Κάτι μικρές ζωές

Είμαστε μικρές, στριμωγμένες ζωές, κανείς δεν γνωρίζει το τέλος μας κανείς δεν νοιάζεται. Όταν μας καθρεφτίζουν χλομά νερά κάτι μας αποκαλύπτεται μα παρόμοια μυστήρια παραμένουν για πάντα, αινίγματα που μας πληγώνουν. Αγαπάμε ένα κορίτσι, μια δις Μπατερφλάι ας πούμε, με αλλιώτικο δέρμα, γράφουμε καινούρια ποιήματα δίχως πλοκή και καταλήξεις, διώχνουμε στρατιές τα πιάνα στις ερημιές, ο συριγμός μας τρομάζει τα σιδερόφραχτα θηρία, πιστεύουμε, ω ναι, πιστεύουμε σε σκληρούς, νευρωτικούς ρομαντισμούς και η σκοτεινή ατμόσφαιρα δεν μας τρομάζει. Βλέπετε η αλήθεια είναι πως είμαστε μικρές, στριμωγμένες ζωές με αμφίβολο κουράγιο, έξω από την πόρτα του καιρού που έκλεισε για πάντα.

Οι άλλοι χειροκρότησαν επειδή κάτι τους άγγιξε. Το ίδιο βράδυ οι έρωτες έβαλαν τα κορίτσια τους στην δεξιά πλευρά του κρεβατιού, ο θεός το χάρηκε, το ίδιο βράδυ έκανε δικούς του πολλούς από τους φίλους μας στην άγρια φωτιά που αφήνει το τοπίο τεφρό, κυανωπό, σαν πνεύμα που εξαντλήθηκε για πάντα.

Κάτι χορευτικές φιγούρες

Πιστεύεται πως η τέχνη του χορού θα μπορούσε να παρηγορήσει αυτά τα άγρια χρόνια. Αρκεί να ερμηνευθεί στο επίπεδο της πράξης η μοναξιά μας, το ελάχιστο χρέος και το φριχτό μας αδιέξοδο. Αρκεί το κορίτσι που με τόσο κόπο ξεδιάλεξαν μέσα από τον σωρό των είκοσι χρόνων του, να ανοίξει τα χέρια του. Αρκεί την πιο κρίσιμη στιγμή να κλείσει τα φτερά του, μιμούμενη το βουνίσιο πουλί που έμαθε πια  να αγαπά μέχρι απελπισίας τις ψηλές κορυφές. Αρκεί να αλλάξει το σχήμα της εκεί, επάνω στην σκηνή, ακολουθώντας τις διόλου φλύαρες πτυχολογίες του καλοδουλεμένου αμπά, αρκεί να πιστέψει πως μπορεί, ναι στα αλήθεια μπορεί το παλιό κλίτος της ερημιάς που στοίχειωσε την ζωή σου, ναι στα αλήθεια μπορεί να πετάξει δίνοντας τροφή για σχόλια στις φυλλάδες της μιας δεκάρας.

Με τα χείλη της Μπεά

Μια νύχτα από αυτές η Μπεά θα αφήσει πίσω της την οδό Ρούκερ. Θα κρατήσει την καφετιά της βαλίτσα με απόλυτα συγυρισμένη την περιουσία της. Και με το πιο αποφασιστικό βήμα του κόσμου θα αφήσει πίσω της αυτόν τον κόσμο που φαντάζει χαλασμένος. Στους τηλεφωνικούς θαλάμους του σταθμού θα καλέσει για να πει ένα αντίο. Πρώτα τον Μπεν που πιστεύει στο αμερικάνικο όνειρο και λατρεύει τα γρήγορα αυτοκίνητα. Και έπειτα στα κορίτσια  που γεννούν αγόρια τύπου ναπάλμ, έτοιμα να πυρπολήσουν τον κόσμο για το άσχημο καπρίτσιο τους. Διαθέτει μερικές δεκάδες άστρα για να ταξιδέψει. Μα το΄χει κιόλας αποφασισμένο, οι τρελές βινιέτες της το αποκάλυψαν σαν μέσα από τα μαγνάδια. Το ροδάνι της Μπεά τώρα γυρίζει έξαλλο, η εποχή σαρωμένη, υπερβολική, σκληρή δεν περιμένει κανέναν κορίτσι μου. Η Μπεά μετά από χρόνια, αγορασμένη στα κακόφημα μαγαζιά του Σαν Φρανσίσκο, στοιχείο του κόσμου, κίνδυνος και απειλή για τις ωραίες προσωπογραφίες που μεγαλώνουν εκεί έξω, ανύποπτες ακόμη για όσα έκαναν την Μπεά να σκορπίσει μες στις βραδινές παρελάσεις των κόκκινων κοριτσιών.

Και της Βασιλικής η πίκρα

Η Βασιλική παρέμεινε για πάντα μια παρθενική μορφή. Το χρώμα της έμεινε για πάντα το άγριο κίτρινο της λυπημένης ανεμώνης, όμως αυτό κανείς δεν το ξέρει πια. Έλαμπε όταν κατηφόριζε για τ΄άγριο κήπο της, έλαμπε η Βασιλική, θυμίζοντας τις ωραίες προσωπογραφίες των κοριτσιών της βίλας Μεντίτσι που κατακρημνίζονται. Τι και αν ταξίδεψε ως το Λονδίνο, τι και αν αγάπησε με θέρμη το Μπρικ Λέιν και τους θυμωμένους λινεργάτες, η ανάμνηση της κάμαρής της κάτω από το φεγγάρι, τα κοριτσίστικα στιχάκια που ανάβουν τις νύχτες, ο καπνός που υψὠνεται στ΄ανοιχτά μιας βόρειας θάλασσας, απόδειξη της Λόνδρας που ξεπροβάλλει από το ατλαντικό της όνειρο ψιθυρίζουν καλό ταξίδι Βασιλική, καλό ταξίδι. Το χρονικό, λοιπόν τρέχει, πού καιρός για λύπες, πού καιρός για ποιήματα, τι άνεργα κρεβάτια γύρω της.

Απόστολος Θηβαίος