Απόστολος Θηβαίος | Θα ζωγραφίσετε τους φίλους μου Γκουίντο;

© Robert Adams

Απόψε οι φίλοι μου παίζουν πόλεμο. Χωρίζονται λέει σε μπουλούκια θεατρικά και μάχονται μεταξύ τους με λύσσα, με πείσμα παιδικό, δίνοντας ξανά ζωή σ΄άνεργα γεγονότα. Κάθε τόσο σταματούν και μετρούν τους σκοτωμένους, αρπάζουν λάφυρα, ξεκληρίζουν λεγεώνες, επιστρέφουν στην Πρέβεζα μες στο καλοκαίρι με την ανάμνηση των αγαλμάτων και την σημαία κάποιου εχθρού. Την θάλασσα και το φως τα έβαλαν στ΄ ανάμεσά τους και ποτέ δεν ξαναμίλησαν για εκείνα.

Να ΄ταν λέει να ζούσαν στον καιρό της ωραίας Ελένης και θα ΄καναν δική τους εκείνη την αλησμόνητη την Τροία. Δεν θα πέθαιναν με μια σφαίρα στην καρδιά τους, επειδή μια τέτοια πράξη ανήκει στους ποιητές και όσους κατέχουν ακόμη την τέχνη του θάρρους. Δεν θα άφηναν τα χρόνια να ξοδευτούν, μήτε το όνομά τους θα ‘ γραφαν στο μοιραίο περιγιάλι.

Απόψε οι φίλοι μου φαντάζουν άγριοι, αρπακτικοί μήνες. Περνούν από μπροστά μου, εγώ φωνάζω, Άγη, Μενέλαε, Ιφιγένεια, Φαίδρα, Ελένη, Ορέστη, Μιχάλη, ποιος οίστρος, ποιος θεός σας τάραξε, άραγε τα φρένα.

Κανείς δεν αποκρίνεται, βλέπεις δάνεισαν τις φωνές τους στις νύχτες και άνεργοι γυρίζουν τώρα μες στο κουφάρι της πολιτείας.

Και εκεί απάνω στην κόψη του καιρού, προτού τ΄ απόγευμα πέσει νεκρό στην μέση της μικρής παρόδου, ένας φλεγόμενος ερυθρογράφος βάφει την ζωή μου και εκείνους του πέντε χιλιάδες αγγέλους που με κατοικούν.

Έπειτα νυχτώνει νωρίς και ανάβουν οι καταστερισμοί που κλονίζουν για πάντα το μέγεθος της ομορφιάς.  Τα όπλα τους πετούν οι φίλοι μου και παραδίνονται σαν δουν πόσο  βαθιά με αγάπησαν. Και περνούν τα ολόλευκα άρμενα, παραδομένα στον έσχατο άνεμο. Και περνούν οι Κυκλάδες με τα πέτρινα τα στόματά τους και χάνονται οι φίλοι μου ανάμεσα σε ατμοδρόμωνες και διασταυρώσεις, ρίχνοντας λίγο χώμα πάνω στο πρόσωπό μου, έτσι για το αντίο.

Λαός λιγνός που πτώχυνε οι φίλοι μου, στα τρία μονάχα τέταρτα το πρόσωπό τους φανερώνεται. Χαιρετούν τους ανθρώπους του σιδηρουργείου, τους μαθητές του υφασματάδικου που θρέφει όλο μετάξι τις θορυβώδεις μηχανές. Όλοι μαζί τραβούν για το σπίτι της Ελένης που έχει χάσει για πάντα την ομορφιά της και είναι μια σκοτεινή και απροσδιόριστη ομορφιά, εκεί στην κορυφή του τραπεζιού, στου δείπνου τον κυκλώνα.

Το στενό μου ερημώνει και εγώ, λέει, γλείφω την σκόνη από τους τοίχους, συγκρατώντας ότι μπορώ από τους φίλους μου. Σαν σκύλος και σαν πεταλούδα τριγυρνώ στα τέσσερα ζητώντας τους μες στις σκηνές των δρόμων. Όμως εκείνοι έχουν πια γίνει εφεδρείες της ζωής και του ονείρου. Μια ηθογραφία του ολοκαίνουριου, μεταλλικού μου αιώνα. Άνδρες με φίνα μελαγχολία που γυρεύουν κιόλας να ξεχάσουν στο βάθος του καφενείου, οι φίλοι μου πεθαίνουν στοχαστικά, πνίγοντας τους έρωτες μες στα πιο ευφάνταστα μεγέθη της σκηνογραφίας.

Βγαίνουν από το χρονικό, τώρα όλων το όνομα είναι Τηλέμαχος. Σφίγγουμε τα χέρια και ευθύς  εκείνοι χάνονται. Τα σχήματα των κοχυλιών και οι βιβλικές τους φλέβες τίποτε δεν σημαίνουν. Μήτε οι χάρτινοι δράκοι τους που με τρόμαζαν παιδί.

Μα τούτο είναι μια άλλη ιστορία και οι δράκοι, στοιχείο συστατικό μιας παλιάς χρωματολιθογραφίας.

Απόστολος Θηβαίος