Απόστολος Θηβαίος | Ο γενικός εισαγγελέας αγορεύει

© Lee Friedlander

Αφηγήσεις περαστικών καιρών
Που σήμερα τόσο πολύ
Διαψεύδονται,
Σαν να έληξε εκείνη η πρώτη τους
αλήθεια

¥

Μικρή ωδή στον εισαγγελέα Μπάουερ, γραμμένη με την πεποίθηση πως σε μερικούς από τους ανθρώπους εκεί έξω, ανατίθεται καμιά φορά μια παράξενη υποχρέωση, κάπως δυσανάλογη με την ανθρωπιά τους. Πρέπει, λέει να υπερασπιστούν με σθένος την θέση τους, να αντέξουν τους κυκλώνες που θα ΄ρθουν με χιλιάδες πρόσωπα Λαιστρυγόνων.

 Σε αυτούς τους άξιους, οι άνθρωποι χαρίζουν τα πιο νευραλγικά πόστα, σε αυτούς τους ανθρώπους στηρίζουν τις ελπίδες τους. Για αυτό και η περίπτωση του εισαγγελέα Μπάουερ που ποτέ δεν μετάνιωσε για την έξη του, στέκει πάντα ένα κάποιο μέτρο. Βλέπετε, ο εισαγγελέας δεν ενέδωσε σε κανέναν πειρασμό και ουδέποτε, όσο και αν τούτο κόστισε, δεν υποτίμησε τους νόμους. Θεέ των εισαγγελέων και εσείς νύμφες των γαλαζωπών στενών, σταθείτε για μια στιγμή και λυπηθείτε τον εισαγγελέα Μπάουερ που με τον εαυτό του αναμετριέται μες στις αίθουσες και μες στους δρόμους.

Ο εισαγγελέας φέρει εμφάνιση αντίστοιχη του Σκεπτόμενου, του πίνακα που φιλοτέχνησε το 1937 ο Γιάννης Τσαρούχης.

¥

 Δυο δάχτυλα ουίσκι, παρακαλώ. Ο εισαγγελέας Μπάουερ καπνίζει και πίνει το ποτό του. Δεν τον γνωρίζουν, επειδή δεν συνηθίζει να φωτογραφίζεται για τις φυλλάδες που μαζεύονται, σωρός σκουπίδια στο τέλος μιας ακόμη μέρας. Ο εισαγγελέας Μπάουερ κατάγεται από την Δανία. Έχει στις πλάτες του ένα γάμο που όμως δεν πέτυχε. Ο έρωτας είναι και εκείνος τυφλός, κύριε εισαγγελέα. Ο Μπάουερ χαμογελά σκεπτικός, πίνει με ορμή το ποτό του και χάνεται. Η δεσποινίς Σμιθ του έχει μεταφέρει από το πρωί πως όλοι οι κατά τόπους εισαγγελείς θα ήθελαν να τον συγχαρούν. Που τα κατάφερε και έφθασε στην πιο σπουδαία θέση, αυτός, ο Μπάουερ που δεν σου γεμίζει το μάτι, όμως κατά την αγόρευσή του ψηλώνει μερικές πήχες ακόμη, μεταμορφώνεται σε ένα φοβερό σύμβολο, οι ένορκοι τον κοιτούν με δέος και οι μάρτυρες μετανιώνουν, πόσο μετανιώνουν καλέ Θεέ των εισαγγελέων αυτού του κόσμου.

Ο εισαγγελέας Μπάουερ έχει ένα μονάχα τρωτό σημείο. Η πτέρνα του, η δική του πτέρνα δεν είναι άλλο από την επίμονη έξη που τρέφει για τα αγόρια. Μόλις που καταφέρνει να σταθεί στα πόδια του όταν συναντά ένα από τα παιδιά της βερολινέζικης, βραδιασμένης πλατείας που με το ζόρι χωρούν στην ανθρωπότητα. Συλλογίζεται τα επιγράμματα, τίποτε δεν λέει και η ψυχή του ανήκει για πάντα στους κολασμένους. Και η θέση του; Αυτή δεν συνιστά ένα ανάχωμα για τα ενδιαφέροντά του; Μα πώς, βεβαίως Βιρτζίνια, ο κύριος Μπάουερ κρατά την θέση του με έναν καθαρό τρόπο. Η μέθοδός του είναι απλούστατη και το μόνο που προβλέπει είναι η τήρηση των νόμων, η τήρηση των νόμων. Αυτό σημαίνει πως τ΄αλλοτινό στεφάνι που κοσμεί την προτομή του νεαρού δεν αξίζει μία. Επειδή ο νεαρός σκότωσε με πείσμα και τρομερή μανία το κορίτσι του. Βγήκε από το νοσοκομείο χθες και οδηγήθηκε με προσοχή και επιμέλεια στις εξωτικές φυλακές της πολιτείας. Η δίκη του είναι αύριο και ο εισαγγελέας Μπάουερ θα κάνει την δουλειά του έξοχα. Ακόμη μία φορά, θα αφήσει την ομορφιά να φλέγεται, εκεί, εμπρός στα μάτια του. Η θέση του θα σταθεί αμετάκλητη, αδιαπραγμάτευτη. Τα αμυγδαλωτά μάτια του ένοχου Τηλέμαχου τίποτε δεν μπορούν να προσφέρουν.

Πάει, πέρασε και αυτό. Ο κύριος Μπάουερ υπήρξε χειμαρρώδης, αποδεικνύοντας με αδιάσειστα στοιχεία την ενοχή του νεαρού. Έπειτα δίχως τίποτε να πει, σήκωσε όλο σεβασμό  το πλεγμένο στεφάνι και μια ολόκληρη Μεσσήνη μαραινόταν  εκεί εμπρός του. Όμως ο ίδιος είναι ένας εισαγγελέας, το όνομά του στέκει συνώνυμο με το δίκαιο και το αληθινό. Ο κύριος Μπάουερ νιώθει συμβιβασμένος με την συνείδησή του. Εκείνος την πληγώνει ουρλιάζοντας από την θέση του και εκείνη, ω εκείνη φέρνει στις παλίρροιες πρόσωπα ερώτων που χάθηκαν. Ακόμη συλλογίζεται πως εντός του σέρνουν τις αλυσίδες τους δέκα χιλιάδες σκοτεινές ατμόσφαιρες. Στον νου του φθάνουν υποθέσεις και πρόσωπα εκτελεσμένων, για να αντέξει χαράζει έναν μόλο μες στην ομίχλη και έναν δρόμο που βγάζει στην θάλασσα. Εντός της πεταμένα βινύλια, οικοσυσκεύες και έρωτες. Ο κύριος Μπάουερ, παιδί ακόμη στο κρατίδιό του, σκληρός, νευρωτικός νέος μα με προοπτικές. Να μιλά την άδεια γλώσσα που όλοι μοιραστήκαμε κάποτε. Σύμφωνοι κύριε Μπάουερ, σύμφωνοι.

Ο εισαγγελέας έφθασε νωρίς. Η δίκη δεν θα αρχίσει πριν τις δέκα το πρωί. Δείχνει χαμένος και το παρουσιαστικό του μαρτυρά έναν άνθρωπο που παλεύει. Ο εισαγγελέας στέκει παράμερα, ενώ από παντού παρελαύνουν διαρρήκτες και παρακρατικοί, άνθρωποι που συνήθισαν και μεμιάς δηλώνουν ενοχή, συνεχίζοντας την βιογραφία τους με πρωτοφανή αφοσίωση και πίστη. Ο νεαρός φθάνει, ήρθε. Ο Μπάουερ κρατά την αυτοκυριαρχία του, ο σπουδαίος εισαγγελέας πνίγεται από τα μάτια του, όμως κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν ξέρει. Ο νεαρός μασά ένα μικρό κλωνάρι και δείχνει ασέβεια στην έδρα. Ας είναι, ο εισαγγελέας Μπάουερ θα σφραγίσει την ζωή του νεαρού, στέλνοντάς τον στο κατάστημα σωφρονισμού. Όμως η καρδιά του ξοδεμένη, δεν λέει τίποτε για το κομματιασμένο της καθρέφτη. Για τις δυσκολίες που πρέπει να ξεπεράσει κανείς πριν περάσει στις ομορφιές αυτού του κόσμου. Σφίγγει τα δόντια του και εξηγεί το σκεπτικό του δικαστηρίου. Όμως κατά βάθος ο νους του είναι ένας ποιητής που από την ρίζα του σαλεύει και χάνεται. Και κινδυνεύει όπως ο εισαγγελέας Μπάουερ που με μια λάθος κίνησή του μπορεί να φανεί αδύνατος, μαρτυρώντας την πραγματική δύναμη αυτού του νεαρού που σέρνεται σήμερα εδώ μέσα.

Ο νεαρός, το δικαστήριο, η ποινή, ο εισαγγελέας Μπάουερ που γράφει αποφασισμένος το ίδιο, βράδυ, αργά μες στο διαμερισματάκι του. Είναι προσεκτικός στα λόγια του και αραδιάζει όλα του τα επιχειρήματα με μια θαυμάσια σοφία που συνιστά και το μόνο κέρδος αυτής της υπόθεσης. Άμα τελειώσει θα βγει για το βραδινό του ουίσκι. Κατά βάθος θα βγει να ρωτήσει για τον νεαρό που γεμίζει λέει, τους τοίχους της ζωής του. Και αν δεν βρει κανένα ίχνος του, θα γνωρίζει εντός του πως κάποτε θαύμασε έναν άγγελο. Ο εισαγγελέας παραιτείται απόψε κιόλας. Θα φύγει για την Βρέμη, θα γυρέψει μια τελευταία χάρη. Θα γυρέψει να τον δει, να του πει, να του μιλήσει, να του εξηγήσει πόσο δύσκολη είναι καμιά φορά η θέση ενός γενικού εισαγγελέα. Και όταν επιτέλους ανεπανόρθωτα πληγωθεί, θα βρει παρηγοριά στα φτηνά ποτά, μεθώντας κάτω από σκληρά, νευρωτικά φώτα.

Απόψε κιόλας, απόψε, θα τραβήξει κατά το ποτάμι. Και θα ανασύρει όσα πέταξε εκεί μέσα, σε αντάλλαγμα της σπουδαίας του θέσης. Η ομίχλη δεν θα τον δυσκολέψει, γιατί ο εισαγγελέας Μπάουερ έχει βάλει στόχο του να ζήσει μια γεμάτη βιογραφία. Μόνον που διστάζει, σαν συλλογιστεί όλα εκείνα που απομένουν να γίνουν, προτού οι άνθρωποι του καθεστώτος βρεθούν στα μονότονα κελιά της υπόγειας πτέρυγας, ολομόναχοι με τις δόξες τους. Μέσα του συλλογίζεται πως οι πράξεις του αφιερώνονται σε όλους εκείνους τους νέους που κατακλύζουν τις πολιτείες. Οι μεταπράτες, αυτοί κυρίως, σκέφτεται πρέπει να οδηγηθούν στα πιο σκοτεινά δωμάτια, ελεύθεροι να συναλλάσσονται μεταξύ τους, ώσπου να ξοδευτούν ολόκληροι σε αυτό το παιχνίδι.

Ο εισαγγελέας Μπάουερ σκίζει τα χαρτιά του. Παίρνει στο τηλέφωνο την δεσποινίδα. Ζητά τα έγγραφα της υπόθεσης, τις λεπτομέρειές τους, τα βάζει με τον εαυτό του για τον σκληρό του μήνα. Μετανιώνει. Ωστόσο, όταν αύριο θα περνά τις πύλες της πτέρυγας φορτωμένος με όλη την σημασία του ρόλου του, θα νιώθει, όπως σήμερα, εντός του τους εμπρησμούς που σκορπούν οι άγγελοι στους νομοθέτες.

Ο εισαγγελέας Μπάουερ έχει βαλθεί να καταδικάσει όλους τους ναζί αυτού του κόσμου. Αυτή του η πράξη είναι από έρωτα, όμως, όπως και να το δει κανείς,  ο εισαγγελέας έχει μια θέση να υπερασπιστεί, έτσι δεν είναι;

Ετούτη η ιστορία συζητήθηκε ανάμεσα σε δύο νέους φίλους όσο ξαπόσταιναν στην γαλαρία του γαλάζιου στενού. Κάποιος που άκουσε διηγήθηκε την ιστορία, προσθέτοντας και αφαιρώντας, αφήνοντας να φανούν οι πιο απόκρημνες πλευρές της προσωπικότητας του εισαγγελέα Μπάουερ που θέλησε να ξαναδεί εκείνον τον νεαρό, για άλλη μια φορά. Έτσι για να μετρήσει ποιος από τους δύο υπήρξε στα αλήθεια αθώος. Αθώος, κύριε Μπάουερ.

Και ο νέος που στρέφει τα νώτα του, σαν ποίημα και σαν στίχος, αυτός ο δίχως πατρίδα νέος, σημαίνει κάτι που ο εισαγγελέας Μπάουερ γνωρίζει καλά και σε βάθος.

Απόστολος Θηβαίος