Απόστολος Θηβαίος | Του σώματος η μνήμη, μιας Κυριακής η συννεφιά

© Ferdinando Scianna

Τούτο το κείμενο βασίστηκε στην παράξενη Σύμπτωση
που συνοδεύει τις ζωές δυο κορυφαίων Ελλήνων,
του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Βασίλη Τσιτσάνη.
Βλέπετε, οι δυο τους ανήκουν σε εκείνη Την σπάνια τάξη των ανθρώπων
Που χάθηκαν την ίδια με την γέννησή τους μέρα.
Τούτο το στοιχείο τους καθιστά πρόσθετα ιδιαίτερους,
Κάτι σαν σύμβολα και λόφους ιερατικούς
Που πάνω τους παίζουμε και γελούμε,
Εμείς, οι ελάσσονες

 

Ο χρονικογράφος που υπέγραφε το άρθρο, υπήρξε ταλαντούχος και εύστοχος και εξόχως καυστικός. Το παρακάτω άρθρο του, -πράγματα ονειρικά της φαντασίας θεωρούσε-, προξένησε στους αναγνώστες εντύπωση καίρια. Και με τούτο ως επιχείρημα, ένας νέος θεώρησε πως είναι δικαίωμά του για το τίποτε να το αναβιώσει. Μερικά αντίτυπα τα έφερε ο άνεμος ως το γαλάζιο στενό. Και έτσι η μαρτυρία σώθηκε, κόντρα στους αιώνες που τίποτε δεν θυμούνται.

«Εκείνοι που έφευγαν χωρίζονταν εμπρός στην μεγάλη πύλη. Έσφιγγαν τα χέρια τους, μυρωδιά λουλουδιών και κυριακάτικες φορεσιές. Καλό ταξίδι φίλε, καλή αντάμωση και ας ήξεραν πως ετούτο ήταν ένα βαρύτατο ψέμα, ένα ατόπημα ανυπόφορο. Ένα φριχτό ψέμα, κορίτσι που δεν μεγάλωσε ποτέ. Γέμιζε ο τόπος σκιές και ήχους οργάνων μουσικών, απόκοσμων, σαν μέσα από κήπους ευτυχισμένους. Και οι διαβάτες που τώρα πλανημένοι γύρευαν μια θέση μες στο ολοζώντανο περιβόλι, δοκίμαζαν και έβρισκαν πολύτιμη εκείνη την ζωή που είχαν ξοδέψει σε πρόσκαιρες συναλλαγές, σε καλοβαλμένες βιογραφίες, δίχως κορυφές. Έστεκαν με τις γραβάτες τους στα χέρια, έστεκαν με την πλάτη στην παλιά μάντρα του περιβολιού. Έτσι για να ακούνε, να θυμούνται, λίγο λίγο την γεύση εκείνη που όλο αδυνατίζει, που απόψε θα χαθεί. Και έκλαιγαν, χτυπώντας τα φτερά τους δίχως σύνεση, χαλώντας τον κόσμο, προξενώντας εκείνους τους ξαφνικούς ανέμους που τρεμοσβήνουν τα άστρα και κάνουν τις προσευχές, του εφήμερου το υλικό και τίποτε.

Σε εκείνον εκεί τον κόσμο που ήταν χτισμένος μες στην ησυχία, ζούσαν λογιών άνθρωποι. Οι παλαιοί των ημερών, κληρικοί, ήρωες επαναστάσεων. Ο Μάρκος Μπότσαρης συνομιλούσε με τα  πουλιά και ολομόναχος ο Μακρυγιάννης, χανόταν και ερχόταν πάλι μέσα από τις πυκνές ομίχλες, ολοένα και λιγότερος, ξοδεμένος ως την άκρη του εαυτού και της ζωής. Περνούσαν και άλλοι, τα πρόσωπά τους κάτι θύμιζαν, ωστόσο ο χρόνος όταν κυλά σκεπάζει τα πράγματα με μια διαφάνεια που τα καθιστά στο τέλος απροσπέλαστα. Μα θα ήταν ψέμα αν σας έλεγα πως σε εκείνον εκεί τον τόπο», σημειώνει ο χρονικογράφος, «δεν συνάντησα τους ωραιότερους Έλληνες, διαπνεόμενος από την αίσθηση ενός νοσταλγικού μουσείου με λογιών εκθέματα και εαρινές, παρατεταμένες μέρες.

Ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης τριγυρνούσε μες στα άνθη, πότε σταματώντας, πότε κλείνοντας τα μάτια του, με τον τρόπο που κάποιος βιώνει το μαρτύριο μιας εφήμερης ηδονής. Με το λιτό του κοστούμι, το υφασμάτινο γιλέκο, τον σφιγμένο λαιμοδέτη που κανένα επιδέξιο χέρι τώρα πια δεν θα λύσει, διαπνεόταν από μια εκλέπτυνση, μια διακριτική σημασία, μια ομορφιά σπουδαιότερη από των ανθρώπων. Εκείνη που γεννιέται για λογαριασμό των αθώων και των ονειροπόλων. Στο πλάι του, σημειώνει ο χρονικογράφος, βάδιζε με την ίδια νωχέλεια ο Βασίλης Τσιτσάνης. Αίφνης το τοπίο λάμβανε την όψη των προπολεμικών Τρικάλων και άλλοτε αναβίωνε ο στενός, αλεξανδρινός δρόμος, με τα κορίτσια καλά βαλμένα στις φωλιές τους, επάνω στα κρεβάτια, στο βάθος των. Και δεν μιλούσαν, μόνον κοιτούσαν τριγύρω τους εκστατικοί, απαλλαγμένοι από τον ματοκύλισμα του χρόνου.

Οι δυο τους άνηκαν σε μια παράξενη ελίτ που ήρθε και έφυγε την ίδια μέρα από αυτόν τον μάταιο και γοητευτικό κόσμο. Στην καρδιά του χειμώνα ο μουσικός και μες στο καμίνι του Απρίλη, μες στον πιο δύσκολο μήνα, ο Καβάφης. Θες η βαθιά εκτίμηση για το σώμα και τον έρωτα, θες οι στίχοι που συνιστούν του τραγουδιού το μέρος το πιο ψυχικό, αρκούσαν αυτά τα δυο για να σμίξουν οι χερουβικές μορφές τους.

Και οι συννεφιασμένες Κυριακές επέστρεφαν ως αίσθηση. Και τα ρεφραίν της ζωής μας φτεροκοπούσαν μες στα φυλλώματα, ζητώντας στόματα. Μια αίσθηση βυζαντινή, επικεντρωμένη στον άνθρωπο, μια πόζα ειρωνική για τα επίγεια και η δόξα η απαράμιλλη για του έρωτα τον ανόθευτο κλονισμό σφυρηλατούσαν τους δεσμούς αυτών των μορφών.  Με την εγκάρδια επίγνωση του παρελθόντος που γοργά μες στην σκόνη θα έχει πάντα πνιγεί,  δίχως μέριμνα για τις μέρες και τα ρέστα, αφού ίδιο φαντάζει  το σήμερα, το αύριο, το τώρα,  πλανώνται οι δυο τους στο όλο μεγαλοπρέπεια τέμπλο του κόσμου.  Ένα είδος έμφυτης συναίσθησης της ίδιας της εμπειρίας που ανατρέφει τους στίχους και τα    ρεφραίν τα πιο λαϊκότροπα, μια νυχτερινή γαλήνη και η περίλυπη, πέτρινη ζωή τους, συντρόφευαν όλη εκείνη την σιωπή. Μάταια κάποιος φώναζε μες στην νυχτιά, μάταιες φωνές μέσα από τα ηχεία του κόσμου, κανείς τους δεν ακούει. Γύρω τους χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ, μεγάλα και υψηλά τριγύρω τους έχτισε ο καιρός τείχη και όλες οι φωνές πέφτουν και σπάνε με έναν ήχο ξύλινου κομπολογιού. Ύστερα παίρνουν τις θέσεις τους τις επισκοπικές επάνω στα λιθάρια. Πλάι τους κατοικούν λησμονημένοι θρύλοι, χάλκινα από παλιά πανηγύρια, πράγματα που γλίτωσαν από τον χρόνο με πληγές, όμως γλίτωσαν. Γύρω τους, πλάι τους, παντού εντός τους ένας ολόκληρο κοπάδι από τρελά πουλιά φτερούγιζε, θεέ μου τι χαλασμός, τι μέρες σεισμικές. Οι άλλοι τώρα σκαρφαλωμένοι με τα κοστούμια τους επάνω στην μάντρα, κοιτούσαν όπως παιδιά, ολότελα συνεπαρμένα από  την αδειανή οθόνη του κινηματοθεάτρου. Ο Τσιτσάνης τότε έβγαλε μέσα από τα φυλλώματα ένα μικρό, έγχορδο οργανάκι. Και οι άγγελοι ήρθαν να πιούν τάχα νερό και με μάτια πύρινα να ρωτήσουν ποια είναι αυτή η εποχή που ξημερώνει. Είχαν την δροσιά στα μέτωπά τους και για μια στάλα ανθρωπιά όλα θα τα ποντάριζαν. Το ιερατικό κεφάλι του ποιητή ασάλευτο παρέμενε. Εντός του έφερε μια λύπη υδρόγειο και ίσως μερικά ονόματα νέων ωραίων και αγαπητών. Ο Λαγίδας και ο Οροφέρνης και ο Αμμόνης που έτσι άδικα στα είκοσι τέσσερα χρόνια του εχάθη. Και ο Βασίλης, κάπως ανασηκωνόταν από την θέση του και όλο χαιρετούσε και εκτιμούσε τα ωραία ενδύματα, τις χρυσές πόρπες, τον κυκλωτικό λαιμό ενός νέου, τις ιδιαιτερότητες τις πιο βυζαντινές. Όμως ο άλλος, σφάλιζε τα φανάρια του και έτσι δίχως βυθό πνιγόταν μες στα νερά, σαν να ήταν εκεί κάτω μια ολόκληρη Αλεξάνδρεια με αθεράπευτα στρώματα. Εκεί μέσα ο ίδιος έλαμπε όπως αναγεννησιακό φεγγάρι που κύλησε και πνίγηκε στα βουβά νερά. Και τα σώματα εκείνων των νέων αποκαλύπτονταν και ο μουσικός που αμέσως αισθανόταν την συντριβή του ποιητή, σκάρωνε μελωδίες και παθητικά τις τραγουδούσε.»

Ο χρονικογράφος σταμάτησε την αφήγησή του απότομα. Μια έξη του ισχυρή ίσως να τον κατέβαλε και η νύχτα που μεταμορφωνόταν σε ένα οροπέδιο γεμάτο κινδύνους και γοητεία. Όμως όλα τα παραπάνω, σπαράγματα μια σύντομης ζωής, καταδεικνύουν το ταλέντο που ξοδεύτηκε και την βαθιά του αγάπη για αυτούς τους δύο δημιουργούς που τους έσμιξε μια μοίρα κοινή, θεμελιωμένη επάνω στην μέγιστη της ζωής την ένταση.

Απόστολος Θηβαίος