Απόστολος Θηβαίος | Ο Άμλετ που μετανιώνει

© Leonardo Da Vinci

Ο Ιούδας συνιστά
Ένα είδος Άμλετ
Σκηνή και πρόσωπο
Που καθένας μας
Αναγνωρίζει κάποτε
Εντός του

 

Εγχειρίδιο ενός εύψυχου
Και
Γενναίου εαυτού

 

Στον τοίχο της τραπεζαρίας του μοναστηριού της Santa Maria De la Grazzie, κάπως κατεστραμμένος από τα χρόνια στέκει ο πίνακας του Λεονάρντο. Αυτός ο Μυστικός Δείπνος που φιλοτεχνήθηκε από τον σπουδαίο Ιταλό ζωγράφο μες στην καρδιά της πιο ώριμης και γόνιμης περιόδου της ιταλικής Αναγέννησης, συνδυάζει μια σειρά από έξοχα και πρωτότυπα χαρακτηριστικά. Η τεχνική του Λεονάρντο που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν κατορθώνει να διασώσει δίχως απώλειες το σπουδαίο αυτό έργο, ουδόλως επισκιάζει μια σειρά από εντυπωσιακά στοιχεία με απαράμιλλη, διαχρονική σημασία. Χαρακτηριστικά που τοποθετούν το έργο στην στα υψηλότερα δείγματα των θρησκευτικών αναπαραστάσεων και ταυτόχρονα σηματοδοτούν μια σειρά από κοσμογονικές αλλαγές που θα επιδράσουν καταλυτικά στους τομείς της εκτέλεσης και θεώρησης της ζωγραφικής. Τώρα πια κανείς δεν ξέρει πώς να επιστρέψει σε εκείνη την εποχή πριν τον πολυμήχανο και ιδιοφυή Ντα Βίντσι.

Με μια πρώτη ματιά, σε αντίθεση με την εργογραφία της προγενέστερης περιόδου, τα πρόσωπα του έργου καταδεικνύουν με την στάση τους μια ραγδαία αλλαγή. Και τούτη δεν είναι άλλη από την στάση τους, το βλέμμα τους που αρνείται να στραφεί απέναντι στον θεατή, θέτοντας μια ουσιώδη τομή σε σύγκριση με άλλα έργα και μορφικές διατυπώσεις που ως σήμερα διασώζονται στο εσωτερικό των μοναστηριών και θέτουν στο επίκεντρο της ευθεία συνδιαλλαγή αναπαράστασης και θέασης. Οι μαθητές του Ιησού διασκορπισμένοι στο τραπέζι του Δείπνου έχουν μόλις αντιληφθεί την τρομερή προδοσία. Ο γαλήνιος Δάσκαλος στο μέσον του έργου, με το φόντο της εξοχής πίσω του να υπενθυμίζει την λαμπρή ενασχόληση του Ιταλού ζωγράφου με την τοπιογραφία και την αναγωγή της σε σύμβολο, προσμένει ειρηνικά την μοίρα του. Ποτέ δεν θα πάψει να κυλά ο Άρνος κάτω από τις ψηφίδες των χρωμάτων του, ποτέ.

Οι σύντροφοί του, αναστατωμένοι από την προοπτική της προδοσίας, συζητούν μεταξύ τους, εικάζουν και επιτακτικά ζητούν να μάθουν εκείνον που θα προβεί στην ειδεχθή αυτή πράξη. Ωστόσο, ο δημιουργός έχει φροντίσει να ξεχωρίσει την μορφή του Ιούδα που στέκει κάπως μόνος και σκοτεινός, δίχως να περιβάλλεται από το φως που ντύνει ως δεύτερο δέρμα τις μορφές των μαθητών. Εμείς που γνωρίζουμε την μοίρα του αντιλαμβανόμαστε την θέση του μες στο έργο, την ανάγκη να τονιστεί η σκοτεινή του ύπαρξη. Η υφολογία του που έρχεται σε αντίθεση με την συναισθηματική φόρτιση των μαθητών, η ανάδειξη των συναισθημάτων μέσα από τις αδρές προσωπογραφίες και τις μορφικές σημάνσεις προσθέτουν στην αξία του έργου.

Η θειότητα του ανθρώπου αντικαθίσταται από την θεϊκή σημασία του Ιησού, σύμβολο και φορέας μιας νέας παπικής Εκκλησίας που θέτει τον εαυτό της στην ηγεσία της ανθρωπότητας. Σκοπός και αποτέλεσμα, μορφή και περιεχόμενο, ακρίβεια και ρεαλισμός, η προοπτική του χώρου, ο συνδυασμός κίνησης και στάσης, σχεδίου και χρώματος, αρχαιότητας και αναγεννησιακού, ιταλικού πάθους, το χριστιανικό, μεταφυσικό πάθος, όλα τούτα τα στοιχεία αποδίδουν στο έργο την θέση του μες στον κοσμογονικό καταιγισμό της ιταλικής Αναγέννησης.

Όμως, είναι στις ποικίλες, ψυχολογικές διακυμάνσεις των μαθητών που κρύβεται μια άλλη θαυμάσια, πρωτοπορία του έργου. Εκείνη που θέλει τον Λεονάρντο να αποδίδει για πρώτη φορά με τρόπο ευδιάκριτο ψυχογραφικά στοιχεία όλων όσων βρίσκονται στον Μυστικό αυτό Δείπνο. Και ετούτη η εναλλαγή στην αναπαράσταση της θρησκευτικής θεματολογίας, το πέρασμα στο οργανικό από την μηχανική αναπαράσταση, η αναγωγή του μυστηρίου στην μορφή και του θαύματος στην εικόνα, πλουτίζουν το ανυπέρβλητο κληροδότημα του Λεονάρντο.

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, σε μια αποτίμηση του έργου, σημειώνει. Πρόκειται για αυτές τις δώδεκα συνειδήσεις που δέρνονται. Που έχουν σημεία για να τις ανακοινώνουν στον κόσμο, στάσεις, μυώνες, δάχτυλα, όσα κάποτε έψαυσε το κοντύλι του σπουδαίου Φλωρεντινού.

Μες στην καρδιά της Εβδομάδας των Παθών, συλλογίζεται κανείς τα λόγια του σπουδαίου Έλληνα. Και τότε το βλέμμα του προσηλώνεται στον προδότη Ιούδα που αναδεικνύεται μέσα από το προαίσθημα του Χριστού, μία πέρα από τον κόσμο και την περίσταση, ηχηρή ακινησία. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου δεν εξαιρεί τον Ισκαριώτη από το σύνολο των συνειδήσεων που στέκουν μάρτυρες μιας ανεπανάληπτης στιγμής της ανθρώπινης ιστορίας. Δεν τον εξαιρεί, επειδή το μαυρισμένο του πρόσωπο, η γεμάτη αγωνία καρδιά του, τα κουρασμένα του φτερά τον καθιστούν έναν πικρό, έκπτωτο άγγελο. Ο Ιούδας που καίγεται στις άγιες, ελληνικές επαρχίες, που σέρνεται στις πλατείες, τιμωρημένος και αναξιοπρεπής φαντάζει περισσότερο αδύναμος και ίσως για αυτό περισσότερο ανθρώπινος. Η αγάπη του για τον Ιησού είναι ανθρώπινη και για αυτό διόλου θρυλική. Εντός του φυσούν άδειοι άνεμοι και είναι να απορεί κανείς πως κατορθώθηκε από ένα τέτοιο στόμα, στεγνό από λόγια και φιλιά να εκπληρωθεί η τρομερή προδοσία. Ο άνεμος που όλα τα αφανίζει, τα εκκωφαντικά μεσημέρια που όλα τα χρωματίζουν θειαφένια δείχνουν στον Ισκαριώτη τον δρόμο για την άβυσσο.

 Κάτω από τις γκαζολάμπες στα ταβερνεία της πόλης, κάποιοι τον δικάζουν. Τα τριάντα αργύρια του υπήρξαν μολυβένια, περισσότερο και από το βάρος μιας νύχτας. Ούτε κουβέντα από τους θαμώνες για την ενοχή του που μορφάζει, μήτε μια στήλη επιτύμβια που θα ζητεί από τους διαβάτες να σταθούν κάτω από τον ίσκιο του δέντρου.

Στις ντελικάτες σκηνές του Θείου δράματος ο Ισκαριώτης δεν έχει καμιά θέση. Ο ίδιος καταμεσίς της άνοιξης πρόδωσε τους όρκους του, πίσω από την αξεδιάλυτη πια σκόνη η κραυγή του αντηχάει μες στους αιώνες. Ο Ιούδας έζησε και πέθανε για να διδαχθούμε την πλατιά σημασία της συγνώμης, μιας δίχως τεχνάσματα αγάπης. Μιας πράξης που θέλει χέρια σοφά, καρδιές ορθάνοιχτες. Και που μπορεί να γίνει κλειδί και βάλσαμο μες στο μεγάλο χρονικό του λάθους, μες στον μεγάλο δράμα του κύκλου της ζωής.

Απόστολος Θηβαίος