Αντρέας Μαντάς | Δέκατη τέταρτη μέρα

© Bruce Davidson

8 Απριλίου

Μέρα Δεκάτη Τετάρτη

‘Μη δώσετε τον άγιον εις τους κύνας• μηδέ ρίψητε τους ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΣΑΣ ΕΜΠΡΟΣΘΕΝ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς με τους πόδας αυτών και στραφέντες σας διασχίσωσιν’.

κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο [ 7, 6 ]

Εικόνα του χλωρού βάτου εις τας άπειρους άμμους της Αφρικής.

Αυτό που είπε ο Σολωμός, στους στοχασμούς του, για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, το επαναλαμβάνω στο σπίτι, στο δρόμο, στο μπάνιο, με τα ίδια ρούχα, χωρίς ρούχα.

Θα ήθελα να ζωγραφίσω όλα αυτά που σχεδίασε ο Jean Cocteau, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νοσοκομείο, όπου είχε εθελοντικά μπει σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης, από τη μορφίνη.

Θα ήθελα να γράψω ένα στίχο, όμοιο με του Alfred Lord Tennyson.

Θα ήθελα να ζήσω μια μέρα από τη ζωή του Peter Bruegel.

Θα ήθελα να είμαι το χέρι του Bellini, την ώρα που ζωγράφιζε εκείνο τον πίνακα, που απεικόνιζε τον Χριστό, με σχισμένο ένδυμα.

Σήμερα είμαι Λεωνίδας
Χτες Αλκιβιάδης
Αύριο θα μαι Ξέρξης

Πάλι είδα εκείνο το πανάρχαιο όνειρο. Ήμουν μόνος, κι ο δρόμος ήτανε έρημος και κατακόκκινος σαν αίμα. Για να ξυπνήσω και να μάθω ότι ‘έφυγαν’ οι John Prine και Hal Willner.

Χτες χαμός στην τράπεζα. Οι άνθρωποι δείχνουν να μην καταλαβαίνουν. Μία γυναίκα με σπαστά ελληνικά, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε : όλα σκατά.

Κ γω σκέφτηκα : μια Φάτα Μοργκάνα το σπέρμα μας.

Ένα κορίτσι κρατούσε τις Βάκχες, στα χέρια του, και του είπα : ο Πενθέας και οι άλλοι.

– παιδικές αναμνήσεις.

Ο ουρανός όπως πάντα. Απαθής. Ο αέρας φυσάει τόσο δυνατά, που κατεβάζει όλα τα σκουπίδια της πόλης, μαζί με κεφαλιά λιονταριών και ταύρων.

Λέω πόσο δίκιο είχε ο Ελύτης,
αν και η εποχή ανήκει στον Σεφέρη.
Ο Φειδίας, όντως, ριγμένος στις φυλακές, σαν κακούργος, αργοπεθαίνει από γηρατειά και θλίψη.

Ο Ίκαρος μου λέει : έχασα την σκιά μου.
Του λέω : είσαι σαν σε πρώιμη ανάσταση, αλλά φοράς ακόμα τον λαμπρό χιτώνα σου.

Μουρμουρίζει, μόνος, στην κουζίνα, πιάνοντας καυτές πατάτες με τα γυμνά του χέρια, τον στίχο του Κακναβάτου:
Μόνος του στη σέντρα αυτός | μόνον αυτός | κρούει τα σκαιά του τύμπανα | ο υποδεκανέας χρόνος.

Στο πικάπ, οι Rascals, με το ‘I ain’t gonna eat out my heart anymore’.

Το ρυάκι λέει, ότι το μόνο που μπορεί να σου μάθει η Βασίλισσά σου, είναι, ότι τα αγαθά αυτής τη γης, είναι τόσο απατηλά.
Ψιθυρίζω στο ρυάκι : να εμποδίζεις τις σκιές να δράσουνε.

Ζητάμε της ψυχής, το τίμημα.
Και το χαρίζουμε.

Ανοίγω τα μάτια ορθάνοιχτα.
Και ναι, είμαι μαζί σου στην οδό weteringschans. Εκεί, όπου ο σκιερός Ιησούς, φτερούγιζε από καλώδιο σε καλώδιο.
Εκεί, όπου είδα το όνειρο.
Κι εγώ θα κλάψω, και θα αναζητήσω, τις μέρες των ουράνιων τόξων. Τις νύχτες, που αιωρούμασταν απ’ τ’ αστέρια.
Οι ουρανοί, δεν θα αρνηθούν τη Βασιλεία τους.
Οι άγιοι, ξεμέθυστοι, θα μπορούν να ουρλιάζουν καθαρά στο φεγγάρι.

Ο φίλος λέει : είμαι ο καπετάνιος του πόνου μου.

Από νύχτα σε νύχτα ανιχνεύονται τα σημάδια.

Οι συναντήσεις του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα, στον Άδη.

Δεκατέσσερις μέρες.

Δεκατέσσερα μέρη, που τα ψάρια, τινάζονται στο ύψος του αέρα, για να κερδίσουν την απόλαυση του κινδύνου.

Δεκατέσσερις μέρες.

Δεκατέσσερα μέρη, η ιστορία του Οιδίποδα.

Δεκατέσσερις μέρες.

Δεκατέσσερα μέρη, η μοίρα του Οδυσσέα.

Δεκατέσσερις μέρες.

Δεκατέσσερα μέρη, όπου φόρεσα το ελαφόδερμα μου, την μάσκα μου, και δίχως να ειδοποιήσω τους φύλακες, στάθηκα στις πλατείες.

Όλα, λοιπόν, θα αναλωθούν;
Έστω.
Σύμφωνοι.
Ας είναι.
Τότε θα αρχίσουμε να ζούμε.

*Ο Αντρέας Μαντάς είναι Ηθοποιός και Καταστασιακός.