Απόστολος Θηβαίος | Καταρίνα

© Marc Riboud

Απόψε γεννιέται
Ένας μικρός θεός
Τα ροδάνια πάψανε
Και οι γέροι
Που γελούν
Με τα ανεμιστά τους
Γένια
νιώθουν
ξανά
Την ζωή

 

 Απόψε Ρέι! Μην αργήσεις! Θα βρεθούμε στης Καταρίνα, μα έπειτα οι εργάτες της ζάχαρης κατάκλυσαν την λεωφόρο. Διαμαρτύρονταν για τις χαμηλές αμοιβές, βάδιζαν ο ένας κοντά στον άλλο και τραβούσαν, ποιος ξέρει για πού. Η πόλη χάνεται φώναξε κάποιος και το πλήθος σκόρπισε σαν σμάρι. Οι νεαροί οδηγοί που μισούν παρόμοιες αναστατώσεις δυσαρεστούνταν και δεν έλειπαν κάτι φωνές, κάτι μικροσυμπλοκές που πήραν τέλος όταν έκανε την εμφάνισή τους η περήφανη και ιστορική μεραρχία της πόλης.

Ο Ρεινάλντο θα ήθελε πολύ να διασκεδάσει απόψε. Όμως κάτι του ματώνει την καρδιά, κάτι απροσδιόριστο και μυστικό κυλά στις φλέβες του. Τι είναι Ρέι, γιατί δεν μιλάς, τι σε βασανίζει. Όμως ο Ρέι δεν αποκρίνεται, κρατά το στόμα του κλειστό, κρατά την καρδιά του πικρή. Θα ήθελε πολύ να βρεθεί και εκείνος απόψε στης Καταρίνα, πιοτό και γυναίκες και ευχές και ζεστές αγκαλιές με τις δεσποινιδούλες της σχολής χορού. Οι εργάτες χάθηκαν, ένα νεαρό ζευγάρι χωρίζει στην μέση του δρόμου, οι στρατιώτες μετακινούνται από γωνιά σε γωνιά, κρυμμένοι περιμένουν ένα νεύμα, μια ύποπτη συναλλαγή, ένα μπουλούκι από δυσαρεστημένους τεχνίτες που αδυνατούν να θρέψουν τις φαμίλιες τους. Μια κοπέλα φωτογραφίζεται έξω από μια ισπανική πρόσοψη. Φορά κατάμαυρο φουστάνι και στον λαιμό της λάμπει ένα ακριβό περιδέραιο. Τα κορίτσια γελιούνται με παρόμοια πράγματα. Πόσο θα ήθελε να χαρίσει στην Καταρίνα απόψε ένα τέτοιο περιδέραιο. Πόσο θα τον αγαπούσε τότε. Καημένε Ρέι, η μοίρα σου είναι σκληρή, γεννήθηκες για να πονάς, για να ζεις μόνος, του λένε οι φίλοι στην πλατεία. Και έχουν τόσο δίκιο Ρέι, τόσο δίκιο.

Ο μικρός Χριστός που πενθεί, τα αναμμένα φώτα του παλιού διοικητηρίου, με τους υφασμάτινους αγγέλους πιασμένους στα παράθυρα, ο μικρός Χριστός που φορά μόνον τον κατάλευκο χιτώνα και το αγκάθινο στεφάνι του, όπως κανείς αρπάζει βιαστικά το καπέλο του, την ολομόναχη περιουσία του. Κοίτα Ρέι πώς τρέχει το αίμα του, κάνε τον σταυρό σου και πάμε να βρούμε τους άλλους. Υπάρχει πάντα η προκυμαία, ένα νησί μακριά από τα φώτα. Πώς θα ήθελε να πάει απόψε στης Καταρίνα, όμως το σούρουπο είναι μολυβένιο, βηματίζει με δυσκολία. Ένα ιστιοφόρο γυροφέρνει τον κόλπο, μια παρέα γελά, μια παρέα καθισμένη στα χείλη της πόλης. Ρέι, ετούτη είναι η ζωή που λένε, κορίτσια, όμορφα πλοία και αμερικάνικα ποτά. Τι μακρινό το όνειρό σου Ρέι.

Τα παιδιά που τρέχουν δίχως λόγο, με όλο το πάθος του κόσμου συγκεντρωμένο στην αδιάφορη αυτή πράξη τους, πηδούν να αγγίξουν την ψηλόλιγνη φτέρη. Απόψε γεννιέται ο μικρός Θεός κύριε, το όνομά του το ξέρετε; Όμως ο Ρέι διστάζει, τα παιδιά γελούν και σκορπίζουν.  Αν σωπάσει θα ακούσει την προκυμαία, τους πελώριους κυματοθραύστες που επιμένουν σε μια χαμένη υπόθεση. Αν σωπάσει θα ακούσει την προσευχή χιλίων και βάλε παρθένων σε ολόκληρο τον κόσμο που τραγουδούν τον ερχομό του. Αν σωπάσει δεν θα έχει τίποτε δικό του, αν η φωνή του πνιγεί στα φιλιατρά που χάσκουν εντός του, τότε δεν θα έχει πια τίποτε. Μήτε την ίδια του την ζωή, Ρέι τι σε έπιασε απόψε, η Καταρίνα χρειάζεται ένα εύθυμο αγόρι, η Αβάνα είναι τόσο όμορφη κάθε τέτοια εποχή, έλα, δείξε λίγο κέφι, μα τι σε έπιασε;

Ο μικρός Χριστός δεν σημαίνει άλλο από ομορφιά και από ιδέα, σκέφτηκε. Ο μικρός Χριστός του χριστουγεννιάτικου πάρκου, πλάι στο πάρκο των Ιησουιτών. Και οι σαλτιμπάγκοι  στην άκρη του δρόμου, μια ολόκληρη οικογένεια από μικρόσωμους ακροβάτες, η φωτισμένη τους ράμπα, τα μικρά παιδιά τους με τα καπέλα στα χέρια γυρεύοντας μια μικρή, μια ελάχιστη βοήθεια, κύριε.  Και έπειτα η πλατειά ζωή, η μεγάλη θάλασσα, τα μάτια της Καταρίνα που φωνάζουν με στην νύχτα , κρυστάλλινα τ΄άστρα. Ρέι, μην αργήσεις, απόψε θα είναι η νύχτα μας Ρέι.

Κάποιος τραγουδά κάτω από τις γκαζολάμπες ενός παλιού καφενείου. Λέει ένα τραγούδι για μια κοπέλα που αγαπήθηκε πολύ και από έρωτα σκοτώθηκε.  Δεν σηκώνει το βλέμμα του, κρατά μια φθαρμένη Σύνοψη, τα μάτια του είναι λευκά, εντός του αντηχούν οι μύθοι κάποιου καιρού. Ένα μικρό ρίγος, ένας μικρός Χριστός, λίγο φωτισμένος, λίγο λυπημένος στο βάθος της στενής αίθουσας, με ένα γαρύφαλλο στο στήθος και αίματα. Και δίχως ούτε μια λέξη για το σύμπαν.

Υπάρχουν πατρίδες που δεν γεννιέται ο μικρός Χριστός, κύριε; Στο νου του ξανάρθε η Καταρίνα, η Αβάνα που αλλάζει τα χρόνια πανηγυρικά, τα φώτα στην πόλη, τα πρόστυχα αρώματα, η φωτισμένη ρόδα της καρτ ποστάλ ,ο καπνός, ο νεροχύτης, οι σαλτιμπάγκοι που χάνονται στην άβυσσο των δρόμων.

Καλά Χριστούγεννα, να πεις στην Καταρίνα.

Και έγινε ο Ρέι το πιο όμορφο από τα ασημένια μαργαριτάρια κοντά στο ανεξερεύνητο σύμπλεγμα των κοραλλιών.

Απόστολος Θηβαίος