Απόστολος Θηβαίος | Ρομίνα

© Harry Callahan

Σε μια κουβέρτα κρατούσαν ένα
Κομμάτι  καμένα κρέας,
Έλεγαν,
Είναι ανθρώπινο και ούρλιαζαν,
Ίσως ήταν ψέμα,

 

Κανείς δεν ξέρει πια

 

 

Ρομίνα

Κοριτσίστικο Βαλς

 

Η Ρομίνα δεν μοιάζει με τα άλλα κορίτσια της αυλής. Δεν πρόκειται για τα ζεστά της μάτια, μήτε για το εβένινο σώμα της. Εκείνο που την καθιστά ξεχωριστή δεν είναι άλλο από την βαθιά αγάπη της για τον χορό που σημαίνει πως όταν ξεσπάσει η νύχτα η Ρομίνα χορεύει, χορεύει, χορεύει με την καρδιά της σπασμένη. Το φεγγάρι στις λάσπες και η σιωπή και η μικρή της αδερφή με τα βυθισμένα μάτια στην αγκαλιά του πελάγους. Ο αδερφός της κάπου πολεμά, κάθε τόσο στέλνει μια ακρωτηριασμένη φωτογραφία με το σπαραγμένο του πρόσωπο. Για εκείνη ο πόλεμος θα έχει πάντα το πρόσωπο ενός παραμορφωμένου, νεκρού στρατιώτη. Στο πίσω μέρος ζωγραφίζει με λεπτό μολύβι τις φλέβες της Δαμασκού που τριγυρίζουν την καρδιά του. Η Ρομίνα κρατά σαν φυλαχτά τις σπάνιες φωτογραφίες του, κρατά την Δαμασκό στο μέσα των χεριών της και χορεύει, χορεύει, χορεύει. Θα μπορούσε να είναι μια Ευριδίκη που πεθαίνει αργά, τα μαλλιά της θα μπορούσαν να είναι ένα  πλεγμένο, ουράνιο τόξο. Όμως, όχι, όλα τούτα είναι παραμύθια. Μονάχα ο χορός και των ματιών η μνήμη, μωρό μου, μόνον αυτά την κρατούν, καθώς ξεθωριάζει αργά ανάμεσα στους οικίσκους με θέα το πέλαγος. Κάπου εκεί θέλει να πεθάνει.

Μα  το φουστάνι της έχει καρφιτσωμένα όλα τα άστρα του κόσμου, πολύχρωμες πέτρες και γυαλιά. Και έτσι η Ρομίνα φέγγει σαν μια μαγική χειρονομία μες στον  τρομερό καταυλισμό. Στα μάτια της το γράφει καθαρά, πως κρατά καλά φυλαγμένα στον κόρφο της όλα τα κλειδιά του κόσμου. Το κύμα, την φυγή, την απουσία, τα επτά βασικά χρώματα. Κοιτάξτε την πώς λιγοστεύει, η Ρομίνα, το μοναχικό αγριοπούλι του καταυλισμού. Κοιτάξτε την πώς αντέχει, πώς μοιράζει ένα σπάνιο, δειλό ρίγος σε όλο τον κόσμο γύρω της.

Απόψε ξέσπασε μια τρομερή φωτιά. Η Ρομίνα είναι απόψε ένα τριαντάφυλλο που αιμορραγεί, ένα σημάδι αχνό στο μεσοφόρι της βραδιάς. Πίσω της σέρνει μια άγρια φωτιά, μια άβυσσο σέρνει μέσα της, καθώς χορεύει με το καιόμενο φουστάνι της.  Κρατά μικρά, πύρινα δεμάτια, κρατά την φωτογραφία του στρατιώτη αδελφού της, την αδελφή της που σφάζεται στα πεντάγραμμα της νύχτας. Και χορεύει, χορεύει, χορεύει, γίνεται παρανάλωμα με όλες τις εκδοχές της πιθανές. Καθώς καίγεται και καθώς χορεύει μεταλαβαίνει το φως, η πτυχολογία των ρούχων της, οι αρθρώσεις , τα άλλα σώματα που ποτέ δεν θα γνωρίσει στέκουν γύρω της με ένα βουβό χειροκρότημα στα δόντια. Οι οικίσκοι φωνάζουν το όνομά της, οι ρυθμοί φωνάζουν το όνομά της.

 Ελένη, Ελένη, Ελένη, περισσότερο από όλα είσαι μια ιδέα, είσαι ο πάταγος των μαλλιών σου, – αν δεις στο όνειρό σου φίδια φυλάξου-, ανάμεσα στις ελιές, τα όστρακα, τους βυθισμένους αμφορείς, το ιδρωμένο τέμπλο, τις ολομόναχες  εσπερίδες. Η Ρομίνα γεννήθηκε κάτω από τα αγάλματα, όμως πια τέτοιες αγάπες πεθαίνουν γρήγορα, πεθαίνουν, πεθαίνουν μες στις θύελλες. Όπως η Μορφίνη, όπως τα καλοκαίρια.

Περνά μέσα από τα περιβόλια, ένας καιόμενος των ποιημάτων. Πίσω της μια ολόκληρη εποχή καταρρέει, πίσω της ακούγονται οι λυγμοί από τα παγόνια της Δαμασκού που φωνάζουν, φωνάζουν, φωνάζουν το όνομά της. Η Ρομίνα τώρα φαντάζει ελεύθερη για να αφοσιωθεί στον χορό της. Δεν είναι άλλο από μια ιδέα που σπαράζει τις καρδιές μας. Είναι μια ξύλινη κούκλα ανάμεσα στα πλοία, ανάμεσα στις αναρίθμητες, λαθραίες ψυχές. Οι ζαχαρένιες κούκλες της Αλεξάνδρειας φτιάχτηκαν στην χάρη της.  Η ομορφιά της τούτη την ώρα που πεθαίνει δεν διαθέτει υποκοριστικό, στα μάτια της κυλούν υπόγεια ρεύματα, στον κόρφο της ανάβουν δειλά τα άνθη μιας πορτοκαλιάς. Ίσως στο μέλλον να στολίζουν με την χάρη της τις λουνέτες, ίσως με όσα έχει πια χάσει να συνιστά την σπουδαιότερη εκδοχή μιας ολόκληρης γενιάς. Ίσως  ο χορός της μια μέρα να ανταμώσει με την σιωπή των ωκεανών και την μεγαλοσύνη του κόσμου. Ίσως η Ρομίνα τούτη την ώρα να έχει κιόλας κερδίσει την αθανασία, ίσως να ζει κρυμμένη σε μια ψυχή αηδονιού, στην φωνή του πρωινού που φθάνει με χίλιους τρόπους, με χίλιους κόπους. Ίσως να  έζησε για πάντα μες στο ηχείο του καιρού της, ακούγοντας στην διαπασών τα λαϊκά, τις απαγορεύσεις, τα συνθετικά του λαθραίου, ανταλλάσοντας την καρδιά της με μια λύρα, μια λύρα. Και την σφραγίδα του συνοριοφύλακα, την πιο ζηλευτή από όλες τις χάρες.

Και για εκείνους που δεν αντιλήφθηκαν τι σημαίνει για τον καιρό μας η Ρομίνα, για εκείνους που κρυφακούν τους ανεμιστούς ψιθύρους όταν λένε το όνομά της σαν βοή δρόμου στενού που  βήμα ελαφρύτερο δεν έχει, μάθετε τούτα τα τελευταία λόγια. Η Ρομίνα χορεύει, χορεύει, χορεύει ανάμεσα στις φονικές πυρκαγιές του καιρού της, πλένοντας με καθαρό νερό ό,τι κατόρθωσε να διασώσει από το παλιό, εκείνο, αρχαίο ναυάγιο.

Πες μου το χρώμα σου Ρομίνα, το χρώμα σου. Είναι το πράσινο της λήθης, του περιβολιού, το πράσινο μιας Αμοργού που μακραίνει εδώ και αιώνες, πες μου Ρομίνα αν αγαπάς τους ακροβάτες, τους μάγους, τους ταχυδακτυλουργούς που σ΄ακολουθούν χαράματα, τους τρομερούς Μινώταυρους. Σκιές και κίνδυνοι και τίποτε. Πες μου Ρομίνα όταν θα ξεμακραίνεις, θες να αγρυπνούν οι άνεμοι, θες το ταμπούρλο της πεδιάδας να φωνάζει το όνομά σου, πες μου.

Η Ρομίνα δεν απαντά. Είναι κιόλας ένας ίσκιος που πέρασε και πάει.  Η Ρομίνα είναι ένα χελιδόνι, ο καταυλισμός υπήρξε για εκείνη ένας απέραντος κόσμος. Θυμηθείτε την, σας παρακαλώ, όταν προσεύχεστε και όταν λυπάστε. Και αν κάποια νύχτα νιώσετε έναν άνεμο ξαφνικό, χαμηλώστε τις γρίλιες στα πρόσωπα, επειδή τότε η Ρομίνα εξασκείται στα βήματα του ονείρου.

Απόστολος Θηβαίος