Σωτήρης Παυλέας | Έχω μια δυσκολία να βάλω πρώτη

© Louis Stettner

Είναι έξι και τέταρτο το πρωί, κάθομαι στη θέση του οδηγού, βάζω μπροστά το αυτοκίνητο, σηκώνω το δεξί παντζάκι του παντελονιού, το στερεώνω στο γόνατο, χαϊδεύω την πληγωμένη σάρκα στη γάμπα μου και ετοιμάζομαι να ξεκινήσω. Έχω να περάσω μια σειρά από φανάρια, μέχρι να φθάσω σπίτι. Όταν με πιάνει κόκκινο, αντιλαμβάνεστε ότι το να βάλω πρώτη, αφού γίνει πράσινο φυσικά, αποτελεί υψηλή προτεραιότητα εκείνα τα δευτερόλεπτα. Με το αριστερό χέρι πιάνεις το τιμόνι και με το αριστερό πόδι πατάς τον συμπλέκτη, με το δεξί πόδι χαϊδεύεις το γκάζι και με το δεξί χέρι πιάνεις το λεβιέ, σπρώχνεις λίγο αριστερά και μετά λίγο προς τα πάνω. Και αν για το σύνολο των οδηγών γύρω μου, οι παραπάνω  κινήσεις είναι μια εύκολη, μηχανιστική διαδικασία θα λέγαμε, οφείλω να παραδεχτώ ότι τον τελευταίο καιρό, για μένα, ενέχει σημαντική δυσκολία. Κάποιες φορές έχω δυσκολία να βάλω πρώτη. Έχω δυσκολία να (ξανά)ξεκινήσω.

Η επαγγελματική μου ιδιότητα είναι ‘επι κεφαλής τμήματος συστημάτων ασφαλείας και υποδομών’ στην νυκτερινή βάρδια μιας ιδιωτικής εταιρείας. Ο μοναδικός νυκτοσεκιουριτάς βασικά, άρα και επι κεφαλής στο δικό μου μονάχα κεφάλι. Φυλάω μια αποθήκη και τα αντικείμενα του πόθου για τους υποψήφιους ληστές, τα οποία προστατεύω με χαρακτηριστικό επαγγελματισμό πιστεύω, είναι αμέτρητα καφάσια με… πατάτες. Ηλικιακά είμαι στα τριανταφεύγα. Σύμφωνα με αυτούς που ξέρουν τα πολλά, διανύω την πιο ενδιαφέρουσα και παραγωγική δεκαετία της ζωής μου – προφανώς. Έχω πτυχίο πανεπιστημίου, έχω και μεταπτυχιακό, αναντικατάστατα προσόντα από ότι φαίνεται για τον προϊστάμενο μου, ώστε να έχει ταυτίσει το όνομα μου, στο εβδομαδιαίο δελτίο ενημέρωσης, μόνιμα με τη βάρδια ‘δέκα με έξι’ τη νύκτα. Παλιότερα, είχα απασχοληθεί και σε δουλειές γραφείου, όχι τίποτα το ιδιαίτερο, δεν διαρκούσαν όμως πολύ κάθε φορά. Απαιτούσαν πολλές συναναστροφές, ένταξη σε ομάδες εργασίας, τήρηση ισορροπιών και προθεσμιών. Όλα αυτά με την σειρά τους, απαιτούσαν από εμένα ικανότητες ή μία ψυχοσύνθεση που δεν είχα, οπότε και δεν μπορούσα να τα διαχειριστώ. Άργησα αλλά το κατάλαβα, οπότε από μια άποψη, μια χαρά είμαι τώρα στην ηρεμία μου. Τουλάχιστον, η ιδιότητα του φύλακα πατατών δεν σου αφήνει το περιθώριο να πέσεις στην παγίδα να κυνηγάς στόχους και να ονειρεύεσαι προαγωγές. Είσαι αυτό που είσαι, μένεις στο ίδιο σημείο και είναι αυτό. Το παίρνεις απόφαση. Και σε απαλλάσσει από τυχόν αγωνίες ή άγχη για επαγγελματική εξέλιξη, όπως και τα αντίστοιχα αισθήματα ματαίωσης και έλλειψης, όταν δεν τα καταφέρνεις ή σε αποκλείουν από αυτή.

Μια γκρίνια έχω μέσα μου, ωστόσο, με το ωράριο. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω ζητήσει από τον προϊστάμενο να με αλλάξει, να με βάλει έστω μία εβδομάδα πρωί ή απόγευμα, να προσεγγίσω για λίγο τα ωράρια των υπόλοιπων, πιο κανονικών, ας πούμε, ανθρώπων. Ωστόσο, η απάντηση του κάθε φορά είναι αφοπλιστική, και θα έπρεπε να με τιμά – υποθέτω. ‘Θεωρώ ότι το επιστημονικό σου υπόβαθρο και η ικανότητα σου για αποτελεσματική διαχείριση πολύπλοκων καταστάσεων στην τόσο κρίσιμη για τον εργοδότη μας βάρδια, σε καθιστούν την ιδανικότερη επιλογή. Και συγχαρητήρια για την προσφορά σου μέχρι σήμερα’. Μα για ποιον τα λέει; Ποια προσφορά; Είχα ακούσει κάποια στιγμή έναν ραδιοφωνικό παραγωγό να λέει ότι τα τραγούδια που μας αρέσει να ακούμε, αποτελούν το soundtrack της ζωής μας -παρομοιάζοντας τη ζωή μας με ταινία, έλεος – και οι διάλογοι είναι ουσιαστικά οι στίχοι των τραγουδιών. Ε, λοιπόν, ο στίχος που μουρμούριζω κάθε φορά που ακούω το πανομοιότυπο λογύδριο του προϊστάμενου είναι ο Fuck you, I wont do what you tell me, του εφηβικού μου φίλου Zack de la Rocha. Εννοείται, βέβαια, ότι σκύβω το κεφάλι και δεν απαντώ τίποτα.

Έβαλα πρώτη, σχετικά εύκολα, για να φύγω από τη δουλειά. Σπανίως έχω δυσκολία τότε. Ίσως λόγω του αισθήματος της επιτυχίας από την ολοκλήρωση της βάρδιας, χωρίς να κλαπεί ούτε μια πατάτα. Ίσως επειδή δεν έχω προλάβει ακόμα να σκεφθώ και πολλά. Έπειτα, στάθηκα τυχερός, τα πρώτα δύο φανάρια τα βρήκα πράσινα. Στο τρίτο όμως, χρειάστηκε να δοκιμαστώ. Άκουσα πέντε δέκα κορναρίσματα, άλλες τόσες βρισιές, άλλαξε δυο φορές το φανάρι, αλλά τελικά τα κατάφερα. Ήμουν σχετικά στην αρχή ακόμα.

Τα κακάδια πάνω στις πληγές στη γάμπα, μου δημιουργούν φαγούρα. Τα ξύνω απαλά με τα νύχια μου. Τις ώρες εκείνες που ο περισσότερος κόσμος απολαμβάνει την κορύφωση της ενεργοποίησης του, εγώ είμαι στο κρεβάτι με την υποχρέωση να κοιμηθώ, αλλάζοντας νωχελικά πλευρές στο κρεβάτι, τρίζοντας άγαρμπα τα δόντια μου. Άγχος μου έχουν πει. Άγχος για τι; Μακάρι να είχα άγχος για κάτι συγκεκριμένο, και να το ήξερα όμως. Θα σήμαινε ότι υπάρχει κάτι που με νοιάζει, κάτι που με καίει πραγματικά, και ίσως θα μου έδινε κίνητρο να το αντιμετωπίσω. Αλλά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Έτσι νομίζω δηλαδή.

Τον τελευταίο καιρό, δεν έχω μονάχα μια δυσκολία να βάλω πρώτη. Έχω μια δυσκολία γενικά. Πιάνω τον εαυτό μου να έχει μια έντονη, συνεχή επίγνωση των πιο μικρών, των πιο ασήμαντων, των πιο αυτονόητων κινήσεων του σώματος. Και κάποιες φορές έχω δυσκολία και σε αυτές. Για να ανέβω το σκαλοπάτι, πρέπει να σηκώσω το πόδι, αλλά το πόδι δεν αντιδρά. Για να ανοίξω την πόρτα, πρέπει να πιάσω το χερούλι, αλλά το χέρι ακίνητο. Οπότε συνειδητοποιώ ότι πιέζω τον εγκέφαλο μου να δώσει την εντολή στα μέλη του σώματος μου. Καταλήγουμε δηλαδή οι τρεις μας, εγώ, ο εγκέφαλος μου και το σώμα μου, να μπαίνουμε σε μια ιδιότυπη ανταλλαγή επιχειρημάτων για την αναγκαιότητα της κάθε κίνησης. Σε πολύ τραγικές περιπτώσεις, ελάχιστες είναι η αλήθεια, η δυσκολία αυτή επηρεάζει και την ακούσια (για τους άλλους) λειτουργία της αναπνοής. Να πείσω τον εγκέφαλο μου, να πείσει το σώμα μου, να πάρει νέα αναπνοή. Αν και με κάποια καθυστέρηση, πείθω τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη και υπακούν. Ευτυχώς. Μάλλον.

Πλησιάζω στο επόμενο φανάρι. Είναι αυτό που γέρνει λίγο προς τα αριστερά. Σκέφτομαι κάθε φορά ότι με κοιτάζει, καθώς πλησιάζω, και με περιεργάζεται –  θα σε αφήσω, δεν θα σε αφήσω – γέρνω και εγώ προς τα αριστερά και το κοιτάζω, αναμένοντας την απόφαση του. Είναι σίγουρο ότι δεν με συμπαθεί, γιατί πάντα με κόβει τελευταία στιγμή, και έτσι σαδιστικά με αφήνει να είμαι το πρώτο αυτοκίνητο. Έτσι έκανε και τώρα.  Ένας ξερόλας τύπος στο ραδιόφωνο μου δηλώνει επιθετικά ότι η απιστία ενός τηλεοπτικού παρουσιαστή στην μοντέλα σύζυγο του είναι η πιο συνταρακτική είδηση της εβδομάδας. ‘Όχι δεν είναι’, του λέω. Όχι κάνω λάθος, συνέχισε αυτός πιο επιθετικά, δεν το ήξερα ότι έπεσε σαν βόμβα στον ανυποψίαστο κόσμο της σόουμπιζ; ‘Δεν με νοιάζει’, ψιθυρίζω. Θα έπρεπε να με νοιάζει όμως και πολύ, επέμεινε αυτός, μπορεί να επηρεαστούν τα νούμερα τηλεθέασης της εκπομπής του. Δεν είχα την όρεξη να το συνεχίσω, ούτε τη διαύγεια να κλείσω το ραδιόφωνο. Τον άφησα να μου κάνει ελεύθερα την πρωινή πλύση εγκεφάλου.

Η φαγούρα στις πληγές της γάμπας εντείνεται. Τις ξύνω και πάλι. Λίγο αίμα άρχισε να τρέχει προς τον αστράγαλο. Αναρωτιέμαι αν πλησιάζει η ώρα για την μεθοδολογία έκτακτης ανάγκης. Το φανάρι άναψε πράσινο, καταφέρνω και κάνω όλη την απαραίτητη ρουτίνα, σχεδόν, διότι το χέρι έμεινε παγωμένο, προτού βάλει πρώτη. Έδωσα ξανά εντολή στον εγκέφαλο μου, να δώσει εντολή στο χέρι, να βάλει πρώτη. Η δυσκολία παραμένει. Ο πανικός εισέρχεται με μικρές δόσεις. Οι κόρνες και οι φωνές, το μουσικό χαλί εκείνων των στιγμών. Εγώ εκεί, με τη δυσκολία μου να ξεκινήσω. Η χούφτα μου έχει αγκαλιάσει τον λεβιέ και τον σφίγγει. Τίποτα. Ένας οδηγός φθάνει από δίπλα μου και σταμάτησε πόρτα με πόρτα, επιδεινώνοντας το μποτιλιάρισμα που είχα ήδη δημιουργήσει. Το ενδιαφέρον του, για το αν είμαι καλά ή αν μου συνέβη κάτι για να βοηθήσει, έτσι κολλημένος στο φανάρι, εκφράστηκε με σαλιωμένες βρισιές. Του έβγαλα κι εγώ τη γλώσσα. Το ενδιαφέρον του συνεχίστηκε με πιο ευρηματικά κοσμητικά επίθετα. Δεν τα είχα ξαναακούσει και εντυπωσιάστηκα. Του έδειξα το μεσαίο μου δάχτυλο για επιβράβευση. ‘Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;’, μου τσίριξε σπινιάροντας. Ναι, μονολόγησα, ένας κόκκος σκόνης στην απέραντη αστρόσκονη του σύμπαντος, μόνο που εσύ είσαι από τους μαλάκες κόκκους. Τέλος πάντων, τα ψήγματα θυμού από αυτή την αλληλεπίδραση, βοήθησαν τελικά στο να βάλω πρώτη. Οι δόσεις πανικού άρχισαν να υποχωρούν.

Το να επιστρέφω σπίτι χαράματα, έχει και κάποιες μοναδικές φορές τα τυχερά του. Συμβαίνει κάτι αναπάντεχο και το πέρασμα των φαναριών διευκολύνεται. Έστω και πρόσκαιρα. Τις προάλλες, περίμενα δεύτερος στο φανάρι, βουτηγμένος στην εσωστρέφεια μου, να προετοιμάζομαι για την αντιμετώπιση της γνωστής δυσκολίας. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει για τα καλά. Όταν εστίασα για λίγο ευθεία, είδα μια κοπέλα γυρισμένη ανάποδα, να με κοιτάζει και να μου χαμογελάει μέσα από το πίσω παρμπρίζ του μπροστινού αυτοκινήτου. Το αναμμαλιασμένο κεφάλι της πήγαινε πάνω κάτω και χτύπαγε στον ουρανό του οχήματος. Τότε, πρόσεξα το πίσω μέρος του κεφαλιού ενός άνδρα, ακριβώς κάτω από το χαμόγελο της. Τα παιδιά πηδιόντουσαν, λοιπόν, στο πίσω κάθισμα, επιστρέφοντας ίσως από βραδινή διασκέδαση, ενώ ένας τρίτος οδηγούσε το αυτοκίνητο. Η κοπέλα χοροπηδούσε ξέγνοιαστη πάνω στον πούτσο του τύπου, προσφέροντας στο έκπληκτο και συνάμα μίζερο πρόσωπο μου, λάγνα κλεισίματα ματιού και γέλια ηδονής. Η έξαψη του θεάματος με έβγαλε, εκείνο το πρωινό, για πάνω από τα μισά κόκκινα φανάρια της διαδρομής. Δεν ζήλεψα, ειλικρινά. Για τον απλό λόγο ότι κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ σε κάποιον σαν και μένα. Δεν συμβαίνουν αυτά σε ανθρώπους που δουλεύουν μόνο νύκτα, αποφεύγουν τις συναναστροφές, έχουν δυσκολία ακόμα και στο να βάλουν πρώτη. Οπότε δεν ζήλεψα, τουναντίον, χάρηκα. Τέτοιες εμπειρίες εκτυλίσσονται σε ένα άλλο σύμπαν, παράλληλο ή κάθετο ή διαγώνιο στο δικό μου. Σε κάποιο σύμπαν, τέλος πάντων, στο οποίο σαφώς δεν ανήκω. Χάρηκα λοιπόν, στο μέτρο του εφικτού, επειδή έκλεψα λίγες εικόνες από αυτό.

Συνεχίζω και ξύνω τα κακάδια στις πληγές. Τα αφαιρώ εντελώς. Η μεθοδολογία έκτακτης ανάγκης είναι αναντίρρητα πιο αποτελεσματική με γυμνό το πληγωμένο δέρμα. Το αίμα τρέχει πια με σταθερή ροή, φτιάχνοντας λεπτά ρυάκια προς τα κάτω, ακολουθώντας τις αυλακώσεις των μυών της τσιτωμένης γάμπας. Έχω περάσει ήδη ένα φανάρι που μου έκανε τη χάρη να γίνει πράσινο τελευταία στιγμή, έχω κολλήσει όμως στο επόμενο, το οποίο δεν έδειξε την ίδια μεγαλοψυχία. Κοιτάζω προς τα αριστερά. Μια μικρούλα χαριτωμενιά, όχι πάνω από τριών ετών, έχει κολλήσει το προσωπάκι της στο παράθυρο του διπλανού αυτοκινήτου και μου γελά κουνώντας τα χέρια της. Σάστισα. Τι κάνουμε τώρα; Ένιωσα ότι έπρεπε, από την πλευρά μου, με κάποιο τρόπο να ανταποδώσω σε αυτή την ανιδιοτελή χειρονομία. Προσπάθησα να της χαμογελάσω, το προσπάθησα με όλες μου τις δυνάμεις ομολογώ. Δεν στέφθηκε με επιτυχία η προσπάθεια. Πρέπει να βγήκε κάτι ξινισμένο και αλλόκοτο εκτιμώ, εκ του αποτελέσματος δηλαδή. Το μωρό έβαλε τα κλάματα. Εκφράζοντας δακρυσμένες διαμαρτυρίες για το ψυχικό τραύμα που μόλις υπέστη, στράφηκε προς την μητέρα του στη θέση του οδηγού, ζητώντας ανακούφιση. Απωθητικός στο γυναικείο φύλο ακόμα και στις πιο μικρές ηλικίες – what’s new;

Το φανάρι έχει γίνει πράσινο και εγώ πάλι αρνητικός πρωταγωνιστής στις ροές της λεωφόρου, έχοντας διακόψει μία από αυτές. Το χέρι πάνω στο λεβιέ αρνείται με πείσμα να συνεργαστεί. Το σφίξιμο στο στομάχι κάνει την εμφάνιση του, ο αυχένας μου αρχίζει να μουδιάζει, ένα κύμα ημικρανίας αναπτύσσεται. Ο πανικός με επισκέπτεται κάθε φορά με ποικιλία συμπτωμάτων, τουλάχιστον φροντίζει να μη βαριέμαι. Το νιώθω, δεν θα καταφέρω να βάλω πρώτη, η δυσκολία είναι ανυπέρβλητη. Έφθασε η ώρα για την εφαρμογή της μεθοδολογίας. Κοιτάζω προς τα πίσω, από τον καθρέφτη, να δω το χάος που έχω δημιουργήσει. Ο οδηγός στο πίσω αυτοκίνητο ήταν ένας παππούλης, γερμένος προς το τιμόνι, κρατώντας το γερά και με τα δυο του χέρια. Παραδόξως, δεν συμμετείχε στις ποικίλες αντιδράσεις των άλλων ‘φίλων’ οδηγών, παρά μόνο με κοιτούσε με λύπη και περισσή απόγνωση. Είχα διακόψει την πορεία του να ξεκινήσει τις πρωινές του δουλειές. Είχα σταθεί εμπόδιο στην αγαθή εμμονή των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων, να ξεκινήσουν την μέρα τους νωρίς, να φθάσουν γρήγορα, να περιμένουν στην ουρά πρώτοι, να ξεμπερδέψουν νωρίς. Ο χρόνος αποκτάει άλλη διάσταση για αυτούς, υποθέτω. Θα το βιώσω και εγώ. Θα δούμε. Η ημικρανία με έχει κυριεύσει. Το στομάχι πάει να σκάσει.

Σηκώνω το χέρι από το λεβιέ και πιέζω τον αναπτήρα αυτοκινήτου. Περιμένω λίγα δευτερόλεπτα, πετάγεται. Τον παίρνω με τα ακροδάχτυλα, παίρνω βαθειά αναπνοή, κοντοστέκομαι άλλο λίγο και έπειτα τον ακουμπάω σε μία από τις πληγές στη γάμπα. Απαλά. Τώρα έντονα. Ακόμα πιο έντονα. Το ίδιο σε άλλη πληγή. Ξανά. Πιο δυνατά. Η μυρωδιά καμένης σάρκας αρχίζει να αναδύεται και να κατακλύζει το χώρο. Η διαδικασία της πρόκλησης και της αντίληψης του πόνου καλείται αλγαισθησία και περιλαμβάνει μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση δομών του νευρικού συστήματος, που ξεκινάει από το δέρμα, στην συγκεκριμένη περίπτωση, και φθάνει στον εγκεφαλικό φλοιό. Τα επώδυνα ερεθίσματα – θερμικά, βάσει δικής μου επιλογής – μετατρέπονται σε ηλεκτρική δραστηριότητα στα άκρα των αισθητικών νευρώνων. Το βλαπτικό ερέθισμα ενεργοποιεί τους αλγοδεκτικούς υποδοχείς, ενώ το δυναμικό ενεργείας των νευρικών ινών, μεταβιβάζεται προς τις συναπτικές απολήξεις που εντοπίζονται στο οπίσθιο κέρας του νωτιαίου μυελού, όπου επάγεται η απελευθέρωση χημικών νευροδιαβιβαστών. Στη συνέχεια διαμέσου των οδών του πόνου – το ζητούμενο δηλαδή – μεταφέρουν την πληροφορία του άλγους στον εγκέφαλο… Μπίνγκο! Ο εγκέφαλος μου πήρε το μήνυμα, ο πόνος που αναγνωρίζει είναι αφόρητος. Είναι, ίσως, η τιμωρία του, εκ μέρους μου, όταν αποτυγχάνει να δαμάσει το χέρι μου, ταυτόχρονα και η παρότρυνση να το ξεκοκκαλώσει, ώστε να ξεκινήσω. Κι έβαλα επιτέλους πρώτη!

Σας το είπα, το αποτέλεσμα είναι πιο διασφαλισμένο όταν η καμένη σάρκα είναι εκτεθειμένη, χωρίς κακάδια. Δεν είναι, εντούτοις, η μοναδική μεθοδολογία που έχω υιοθετήσει για να αντιμετωπίσω τη δυσκολία μου, να βάλω πρώτη. Τον πρώτο καιρό είχα επιλέξει τα κοψίματα με ξυραφάκι, σαν αυτό που είχε η γιαγιά μου, όταν έβγαζε τα προς το ζην ως μοδίστρα. Μολοταύτα, από κάποια στιγμή και μετά, δεν έπιανε όλες τις φορές. Ο πόνος ήταν μονάχα στιγμιαίος, συνυπολογίζοντας και το γεγονός ότι η διαρροή αίματος ήταν μεγαλύτερη και λέρωνε πολύ, το σταμάτησα. Έπειτα, επέλεξα κάθε φορά που έφευγα από τη δουλειά, να τον βγάζω έξω, μέσα στο αυτοκίνητο και να τον παίζω μέχρι να φθάσω σπίτι. Όχι για να τελειώσω φυσικά. Αυτό θα ήταν ένα μικρό θαύμα. Πόνταρα στη συνεχόμενη διέγερση που προκαλεί στο σώμα αυτός ο συνδυασμός παλινδρόμησης και ερωτικών εικόνων στο μυαλό. Έλα, όμως, που οι πιο πρόσφατες εικόνες που είχα διαθέσιμες, ήταν τόσο θολές και διακεκομμένες, σαν τα πρώτα φιλμ των αδελφών Lumière. Το παράτησα κι αυτό. Τα καψίματα στη γάμπα έχουν αποδειχθεί, μέχρι στιγμής, ιδιαίτερα αξιόπιστα. Είχα σκεφθεί και τα ναρκωτικά. Μια γερή ρουφηξιά κοκαΐνης και η διαδρομή για το σπίτι θα γινόταν λούνα παρκ. Αλλά δειλιάζω. Υπακούω ακόμα, από ότι φαίνεται, στην ριζωμένη από τα παιδικά χρόνια καθολική κοινωνική ρήση ότι ‘τα ναρκωτικά κάνουν κακό’. Μάλιστα. Ενώ, η εμμονή στο δήθεν και στο περίβλημα, η γειωτική και απαξιωτική καθημερινότητα, η συγκεκαλυμμένα πρόδηλη υποκρισία, ο πρόδηλα συγκεκαλυμμένος ευατουλισμός; Δεν κάνουν κακό;;  Τέλος πάντων, μεγάλη κουβέντα. Όταν κάνω αυτές τις σκέψεις, αυτόματα ανατρέχω νοητά στον ύμνο του Μηλιώκα – για το καλό μου, για το καλό μου, ώσπου δεν άντεξε στο τέλος το μυαλό μου -.

Το επόμενο φανάρι το βρήκα πράσινο, μένει άλλο ένα, πλησιάζω προς το τέλος της διαδρομής. Δεν είναι ότι δεν έχω κάνει προσπάθειες να προσαρμοστώ στα σύγχρονα συστατικά του κοινωνικού ιστού. Έχω πάρει πρωτοβουλίες στο παρελθόν, και σοβαρές θεωρώ, αλλά μαντεύετε εύκολα την έκβαση τους. Να, για παράδειγμα, πέρυσι έλαβα πρόσκληση για έναν γάμο μέσω γνωστού, του γνωστού, του γνωστού… Ήταν προφανώς ιδιαίτερα ανοικτός γάμος για να προσκληθεί και η αφεντιά μου. Εγώ δεν είχα και πολύ όρεξη να πάω (καθόλου δηλαδή), αλλά αντέδρασε τελικά το σώμα μου. Βαρέθηκε, μου έδωσε να καταλάβω, να περνά όλο τον ‘ελεύθερο χρόνο’ του στον καναπέ, σε στάση αστερία, στο ένα χέρι τον καφέ και στο άλλο χέρι το βιβλίο. Υποχώρησα αυτή τη φορά. Μετά από αρκετό στύψιμο του μυαλού, τους πήρα ένα πρωτότυπο δώρο (καφετιέρα), έβαλα τα καλά μου, αυτά που έχω για καλά δηλαδή και πήγα. Η μεγάλη μου προθυμία να παρακολουθήσω την τελετή, με έκανε να την προλάβω στο ρίξιμο του ρυζιού και στο ‘να μας ζήσουν’. Ο γαμπρός ήταν μεγαλοστέλεχος πολυεθνικής, η νύφη καθιερωμένη δικηγόρος του κέντρου, έγκυος σε κάποιο προχωρημένο μήνα. Η δεξίωση λάμβανε χώρα σε μια βίλα στα βόρεια προάστια, την προσέφερε ο διευθύνων σύμβουλος του γαμπρού. Τα πήγα περίφημα στην αρχή. Ευχήθηκα στο ζευγάρι, μίλησα με δύο, μπορεί και τρεις άλλους καλεσμένους για ουσιώδη, για την περίσταση, θέματα, όπως η αναλογία της παρμεζάνας στο ριζότο και το έτος εμφιαλώσεως του κρασιού. Όσο πέρναγε η ώρα, όμως, η γνωστή μου εσωστρέφεια άρχισε να παίρνει το πάνω χέρι. Απομονώθηκα σε μια μεριά και παρατηρούσα. Προπόσεις, ευχές, αστεϊσμοί, κουστούμια, γραβάτες, γόβες, φορέματα, ιπτάμενοι δίσκοι με δακτυλοφαγητά, χοροί, πανηγύρια, να και τα πυροτεχνήματα! Το νεόνυμφο ζευγάρι έπλεε σε – ακατανόητα –  απέραντα πελάγη ευτυχίας, τους κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, βούρκωνε κι αυτό με την σειρά του, στο πλαίσιο μιας απόλυτα τέλειας βραδιάς, μιας απόλυτα τέλειας ζωής. Πόσο να αντέξει κανείς τόση τελειότητα; Τι δουλειά είχα εγώ εκεί; Κοίταξα τα φθαρμένα παπούτσια μου, το πολυφορεμένο ‘καλό’ μου πουκάμισο, κοίταξα και πιο μέσα στην αθεράπευτη μοναξιά και μιζέρια μου, βούρκωσα κι εγώ – είχα πιει και τρία κρασιά -, άρχισα να τρέχω προς την έξοδο και καρφί προς το αυτοκίνητο. Ο αναπτήρας με περίμενε υπομονετικά. Και είχα ήδη αργήσει.

Το τελευταίο φανάρι πριν το σπίτι με έπιασε κόκκινο, δεν έδειξε καθόλου συμπόνια στην ματωμένη γάμπα μου. Κοιτάζω ασυναίσθητα προς τα δεξιά. Στο διπλανό αυτοκίνητο βλέπω μια κοπέλα, κάπου κοντά στην ηλικία μου. Μελαχρινή, με ίσια μαλλιά, αφέλειες και σποραδικές φακιδούλες στα μάγουλα. Πολύ όμορφη. Φορούσε στολή γραφείου, θα πήγαινε στη δουλειά της λογικά, από την οποία εγώ μόλις γυρνούσα. Ξαφνικά, γυρνάει και με κοιτάζει και αυτή. Τρόμαξα! Γύρισα το κεφάλι μου απότομα μπροστά. Περίμενα λίγα δευτερόλεπτα. Διστάζοντας, και βάζοντας την άκρη του ματιού να προπορεύεται, δοκίμασα να γυρίσω το κεφάλι εκ νέου, να την ξανακοιτάξω. Ήταν τόσο όμορφη. Μα τον Freud και τον Lacan!, με κοιτάζει ακόμα, και μου χαμογελάει κιόλας, είναι με τα καλά της; Της χαμογελάω κι εγώ, κάπως δηλαδή. Συνεχίζει και μου χαμογελάει, απίστευτο. Μια γλυκιά φαντασίωση με κυριεύει. Θα ξυπνάγαμε αγκαλιά τα ανέμελα πρωινά του Σαββατοκύριακου (το ωράριο θα μου το αλλάξει ο μαλάκας θέλει δεν θέλει), θα λέγαμε αγαπησιάρικες καλημέρες με την τσίμπλα στο μάτι, θα χαϊδευόμασταν ανάμεσα στα πόδια, θα κάναμε νυσταγμένο πρωινό σεξ, θα της έφτιαχνα μετά την αγαπημένη της ομελέτα, χωρίς πιπεριά, γιατί δεν της αρέσει η πιπεριά και εγώ θα το ήξερα και θα το πρόσεχα, γιατί θα την πρόσεχα γενικά και θα με πρόσεχε και αυτή, και θα πίναμε έπειτα μαζί το καφεδάκι μας, θα κοιταζόμασταν στα μάτια, θα κάναμε σχέδια για την υπόλοιπη μέρα, θα…

Το φανάρι έγινε πράσινο. Η φαντασίωση διαλύθηκε στο μυαλό, σαν βόμβα νερού που σκάει σε χίλιες μεριές. Η κοπέλα, μου χαμογέλασε για μια τελευταία φορά, γύρισε το κεφάλι, έβαλε πρώτη και ξεκίνησε. Έβαλε πρώτη, έτσι απλά και εύκολα. Το δοκίμασα και εγώ, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ήθελα να την ξαναδώ, για λίγο ακόμα, έστω και μέσα από το τζάμι. Η δυσκολία μου, ωστόσο, παρούσα και ισχυρή. Πίεσα τον εγκέφαλο μου, να πιέσει το χέρι μου, να βάλει πρώτη. Αδύνατον. Ενεργοποίησα τον αναπτήρα, τον τράβηξα με φούρια και άρχισα να καίω τις πληγές στη γάμπα, έντονα, πιο δυνατά, πάλι και πάλι. Τίποτα. Αρχίζω και φτιάχνω νέες πληγές, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, ξανά και ξανά, το χέρι μου πηγαινοέρχεται μανιασμένο. Έχω χάσει τον έλεγχο. Η γάμπα δεν ξεχωρίζει πια από τα αίματα. Το χέρι μου σφίγγει το λεβιέ με τόση δύναμη που τα δάκτυλα έχουν ασπρίσει, αλλά παραμένει ακίνητο. Το σώμα μου μουδιάζει, ξεκινά από τον αυχένα και εξαπλώνεται παντού. Ένας συνδυασμός μουδιάσματος και ρίγους. Το στήθος αρχίζει και πάλλεται από τους χτύπους της καρδιάς, το στομάχι κοντεύει να αποκολληθεί από το σώμα. Το πρόσωπο μου αρχίζει και συσπάται, τα δάκρυα στα μάτια χείμαρρος. Απογοήτευση, θλίψη, ματαίωση, θυμός. Σηκώνω το κεφάλι και αρχίζω να ουρλιάζω. Γιατί ρε πούστη μου; Γιατί τόση δυσκολία να βάλω μια γαμω-πρώτη; Γιατί τόση δυσκολία να ξεκινήσω; Τόση δυσκολία να προχωρήσω; Πρέπει να είναι πάντα ένα ξυραφάκι; …ένας αναπτήρας; … ή πρέπει να είναι κάτι πιο οριστικό;


Ο Σωτήρης Παυλέας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι διδάκτωρ αστικής ανάπτυξης και εργάζεται ως senior manager στον ιδιωτικό τομέα. Διερευνά τη δημιουργική γραφή σε πείσμα της τεχνοκρατικής καθημερινότητας. Οι συγγραφικές του ανησυχίες αντλούνται κυρίως από την παρατήρηση της ζωής των ανθρώπων στην πόλη. Διήγημα του διακρίθηκε πρόσφατα σε πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό.