Απόστολος Θηβαίος | Το θεώρημα της Καρυάτιδας

© Henri Cartier-Bresson

Τα φλάουτα τρέλαναν
Τ’ άλογα
Που ήταν μαθημένα
Στον πόλεμο.
Και έτσι η αρχαία
Πόλις
Σύβαρις
έπεσε

 

Το θεώρημα της Καρυάτιδας
Σημείωμα για την αρχιτεκτονική της πόλεως

 

Κάθε φορά ετούτος ο κόσμος με τις πόλεις και τις δυνατότητές του, με τον φόβο του, θυμίζει όλο και περισσότερο τους τρομερούς ζωγραφικούς πίνακες του Ιερώνυμου Μπος. Φτιαγμένοι την εποχή του χρυσού αιώνα των ιταλικών, πλαστικών τεχνών, συνοψίζουν ένα ανειρηνικό και απελπισμένο μέλλον, το είδος της μυστικοπάθειας που χαρακτήρισε τον ερμητικό κόσμο της βόρειας Ευρώπης. Οι μικρές φιγούρες που καταργούνται μες στην δίνη των θεϊκών οιωνών πασχίζουν και σφάλλουν  ανάμεσα σε υπερμεγέθεις κατασκευές που καθιστούν δραματικότερη την ύπαρξή τους.

 Μια αίσθηση σχετικότητας αφορά και το εκμαγείο της πόλης καθώς η Αθήνα περνά σταδιακά και αργά από την επαρχιακή της ηλικία σε εκείνη μιας μεγαλούπολης με ευρωπαϊκό πρόσημο. Οι χαρακτηριστικότερες, αρχιτεκτονικές τάσεις κάνουν την εμφάνισή τους στην νεοκλασική και παλλαϊκή Αθήνα. Οι ρυθμοί που διαμόρφωσαν την αισθητική του πληθυσμού της πόλης από τον μεσοπόλεμο ως την εποχή μας περνούν στην ιστορία με την διακριτικότητα και την κομψότητά τους. Γυαλί, σκυρόδεμα και ατσάλι, φίνες καμπύλες που εκτείνονται έξω και πέρα από την μονομέρεια των τεχνικών κανόνων ταράζουν την οπτική μας, καθιερώνοντας την υφολογία ενός εκπληκτικού αιώνα. Οι παλιοί, καλοί μας Αυστριακοί φίλοι φαντάζουν πια ντεμοντέ. Θόρυβοι από τον ηλεκτρονικό μας αιώνα, αυτό το γκριζομάλλικο, είπαν οι ποιητές, παιδί που κλαίει αδιάκοπα ώσπου να βρει τον αυριανό του δρόμο. Σε κάθε πόλη, σε κάθε βήμα του κολοσσιαία αρχιτεκτονήματα, ευφάνταστα σχήματα που υπακούουν στα αιτήματα της σημερινής, ιδανικής πολιτείας. Η φύση εντάσσεται στην πλοκή, όμως οι κάθετες, ουτοπικές πόλεις του Ξενάκη είχαν υπογραμμίσει ήδη το βλέμμα που ποντάρει στον ουρανό. Τι και αν ο Κάιν προέβη σε μια τέτοια πράξη, αξίζει να εκτιμηθούμε από τον ιστορικό του μέλλοντος για το μέγεθος, τις ιδέες μας, την αυτοτελή μας μηχανική επιστήμη. Ο κύριος Νεύτων μπορεί για πάντα να αποκοιμηθεί στην λίθινη σφαίρα του. Υπάρχει εκεί τόσο φως, τόσο μεγαλείο, όλοι οι νόμοι του διαθέτουν μια λαμπρή, αναμνηστική αξία όμως μέχρι εκεί.

Το Παρίσι, το Λονδίνο, το Βερολίνο, το Άμστερνταμ, ακόμη και η απαράμιλλη Ρώμη προσφέρουν γη και ύδωρ στις αρχιτεκτονικές ιδιοφυίες της εποχής. Σε αυτούς εναποθέτουν την ελπίδα τους για κατασκευές σύμβολα που δεν θα θίγουν τις αρχές της εθνικής αισθητικής, – αν τέτοιος πράγμα υπήρξε ποτέ- και θα σηματοδοτούν την αποφασιστική στροφή μιας πολιτείας προς μια νέα ακμή της τροχιάς της. Από το μουσείο Γούγκενχάιμ του ονειρευτή Ράιτ ως τις εξωτερικές θύρες της παλιάς Καλλιθέας στα αθηναϊκά οδοιπορικά του Ν. Βατόπουλου η απόσταση δεν μετριέται με όρους επιστημονικούς. Η πρωτοπορία που εκφράστηκε με τόσο πληθωρικό τρόπο στις χώρες της Δύσης τίθεται σήμερα ως βασικό επιχείρημα των αναμορφωτών της υφιστάμενης κατάστασης στην Αθήνα των δύο χιλιάδων χρόνων. Όμως σε τούτη την γωνιά της γης, σε αυτήν την πολιτεία ενυπάρχει ένα ανεπανάληπτο, δομικό στοιχείο που καμία κατασκευή δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει. Ένα φως και μια οικονομία, αντλημένη όχι μόνο στις αρχαιότητες που κάποιες φορές μας στοιχειώνουν εξαιτίας της σύγχρονης έλλειψης οράματος, μα και στις νεότερες κατασκευές της μετεπαναστατικής Αθήνας που σμίγει την φουστανέλα της με την δημιουργική ισχύ των ιδεών του Διαφωτισμού. Στα σπίτια των αρχών του περασμένου αιώνα καθίσταται σαφές ένα ολόκληρο δόγμα, μια απομίμηση του πρωσικού παλιού μουσείου, η μίξη των νέων ρυθμών με την ευκαιριακή χρήση των πιο αντιπροσωπευτικών παραδόσεων. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ επανέρχεται με αδιαμφισβήτητη ένταση  το νέο, αρχιτεκτονικό θεώρημα. Μια φαινομενικά καινούρια πρόταση που δεν έχει όμως τίποτε να ζηλέψει από τον ναϊσκο στο Μοντόριο που οικοδομήθηκε σαν άσκηση πρωτοπορίας, χωρίς καμιά βλέψη στον χρόνο και την χρήση. Βρισκόμαστε ακόμη εκεί. Οι νέοι χώροι που ξεπηδούν στο αστικό πεδίο διαθέτουν ως πρόσχημα την φυσική αρχιτεκτονική, αντλώντας από όλες τις πηγές τον εξωτερικό και εσωτερικό διάκοσμο.

 Ωστόσο οι βλέψεις των μοντέρνων αρχιτεκτονημάτων που φιλοδοξούν να μιμηθούν τα κτίρια των εκατοντάδων ορόφων με την ευφάνταστη ενεργειακή αυτονομία δείχνουν τον δρόμο στην Αθήνα που κόβει κάθε δεσμό με τον παραδοσιακό της ιδίωμα. Η κατασκευή των πολυκατοικιών που τόσο αλλοίωσε τον οικιστικό χαρακτήρα της πρωτεύουσας παραχωρεί τη θέση της στον νέο τύπο κατασκευών που χαράζουν το προφίλ του αστικού ορίζοντα. Οι δεσμοί με την επαρχία θα πάψουν να υπάρχουν, ένα από τα στοιχεία της συνείδησής μας αποκτά νέο όνομα, αλλιώτικο στυλ. Άραγε, τι περισσότερο από νοσταλγία και μοντερνισμό αποδίδουμε στο πλακόστρωτο του Πικιώνη, στην μπλε πολυκατοικία που εισάγει χρόνια πριν τις καμπύλες γραμμές κόντρα στην τραχιά, κάθετη οριοθέτηση αυτής της εσωτερικής φλέβας που διατρέχει την Αθήνα. Στο δίπατο της οδού Σπάρτης σε μια Καλλιθέα που κρατά ακόμη ανέπαφα τ’ αρχαία της σκουλαρίκια.

Αρκεί η επένδυση και το προσωπείο για να χαθεί κάθε αίσθηση ιδεαλισμού σε αυτήν την πολιτεία που κρύβει στα στρώματά της ολόκληρη την ιστορία του κόσμου. Πώς να αγαπηθεί η καινούρια πόλη όταν στις μακέτες τόσο τρομερά μόνος και λιγοστός φαντάζει αυτός ο μικρός κάτοικος, εκείνη η φιγούρα που διέρχεται από τους δρόμους ενός ιλιγγιώδους πάρκου με εξίσου μοναχικές κατασκευές, ξαφνικές ιδέες περιχαρακωμένες στο κάδρο τους, στην ιδέα τους που πασχίζει να αφομοιωθεί από τον περιβάλλοντα χώρο και έτσι σιγά και ολοκληρωτικά καταστρέφεται.

Όμως όχι εκείνη που καλπάζει αιώνες τώρα σε μια εσωτερική, αναγκαία διαδρομή προς το τέλος. Όχι εκείνη που την είδα στους επιβλητικούς διαδρόμους του καινούριου μουσείο να υπογραμμίζει την χοϊκή της υπόσταση και ένα μετείκασμα ομορφιάς. Πίστεψα πως δεν θα την ξανάβλεπα πάλι, πως στα αλήθεια όλη εκείνη η παλιά ιστορία είχε πια ξεφτίσει. Πως είχε χάσει την σημασία της πια, κάτι ανάλογο με τον θνήσκοντα δούλο. Όμως ποτέ δεν θα προλάβω το βήμα της καθώς χάνεται από τα μάτια μου μες σε μια κιόλας ανάσα. Μια ιδέα της, ένα τίναγμα του ρούχου της μαρτυρά την κατεύθυνση που ακολουθεί. Όμως το πλήθος που φθάνει διαρκώς, αυτές οι χιλιάδες του κόσμου που κατακλύζουν τις μνημειώδεις.

Απόστολος Θηβαίος