Απόστολος Θηβαίος | Λέσχη φωτογραφίας

© Robert Frank

Οι πιο κάτω περιγραφές υπήρξαν λεζάντες. Μικρά σχόλια δηλαδή, σε φωτογραφίες που κοσμούν την έκθεση του Οργανισμού. Όλοι σταματούν και διαβάζουν. Η έκθεση καλύπτει όλο το φάσμα των παλιών καιρών. Πάει να πει πως γίνεται κάπως άκομψη και ίσως για τούτο ο δημοκρατικός Άρνι, δήλωσε πως δεν θα παρευρεθεί στις εκδηλώσεις και πως θα εγκαταλείψει την πόλη. Ο Άρνι είναι ξανθός και εύσωμος, με κατακόκκινα μάτια, σαν δηλητηριασμένος και είναι δημοκρατικός. Μια μεγάλη σημαία ανεμίζει στην είσοδο του θεματικού πάρκου. Μερικά παιδιά κάθονται στον ίσκιο στις κρήνες που επιλέχθηκαν για την ισορροπία του τοπίου. Δεκάδες ξανθές Μέριλυν δείχνουν στους κυρίους τον δρόμο για το πάρκινγκ. Σκέφτομαι πως ανάμεσά τους μπορεί, λέω μπορεί να ζει η αληθινή. Δεν μπορεί, μου λένε και γελούν .  Με ένα κεφάλι μινώταυρου που φορώ σε αυτές τις περιστάσεις απαντώ πως οι κούκλες δεν γερνούν.

Ακολουθούν οι λεζάντες.

Τι όμορφο όνομα! Ποιος στο χάρισε, πες, μωρό μου το όνομά σου. Avant orange, ακούστε τι καταπράσινη, τι λίθινη προφορά. Μα είναι έκτακτος ο μικρός με τα κατακόκκινα ούλα, όταν τον κυνηγούν τα σκυλιά του αφέντη. Κοιτάξτε πώς τρέχει, ο καημένος χάνει τις δυνάμεις του. Σ΄όλο το Τέξας θα τον δείξουν. Ο καημένος, θα τον πληγιάζουν στο σβέρκο ώσπου να γονατίσει. (χρωματισμένη φωτογραφία της περιόδου του αμερικανικού εμφυλίου)

Που είναι εκπαιδευμένα να εξυπηρετούν τόσους σκοτεινούς σκοπούς, καθώς ένας ποιητής γελά με τους στίχους του, στην πιο ευτυχισμένη στιγμή των βραβείων Μανχάταν που διεξάγονται στον τριακοστό τρίτο όροφο, σε μια παράξενη σύμπτωση αφού πριν από λίγες ώρες ο αρχηγός του σώματος δήλωσε ευθαρσώς πως το πλοίο χάθηκε, πως το τελευταίο σήμα του φθάνει απ΄τα ανατολικά, με όλη την γλύκα του νόστου, οι άντρες με τα χρόνια έφτιαξαν χαρτονένιες ασπίδες και δόρατα, από την αρχή το βουερό τραγούδι των υπογείων, η αναστάτωση στις αποβάθρες, ένα παιδί και μια μητέρα, νομίζω από τερακότα, η ποιήτρια που σας είπα, η Νίκη της Σαμοθράκης, μόνο μια λέξη, μόνο μια λέξη αρκεί για να γίνουν ασπαίρουσες οι νύχτες.  (ανταπόκριση από την Φωνή της Πόλης, το μόνο έντυπο που αντέχει, που αντέχει)

Οι πόρτες της Ραβένα κλείδωσαν για τελευταία φορά. Οι κάτοικοι λυπημένοι, τράβηξαν τον δρόμο της εξορίας. Τι και αν κλαίνε και αν συνοστίζονται, η μοίρα τους τώρα είναι προδιαγεγραμμένη. Ένα παιδί σταματά κάπου και περιμένει και δίνει ολόκληρο τον εαυτό του μόνο σ΄εκείνο τον σκοπό. Οι πόρτες της Ραβένα κρύβουν αναγεννησιακούς θησαυρούς και είδη εξωτικά, από γύψο που ως τώρα δεν γνωρίζαμε την ύπαρξή τους. Μα η καλύτερη από τις ομορφιές της έρημης πόλης, δεν είναι άλλη απ΄τα κορίτσια στις αυλές. Που δουλεύουν το ροδάνι ακούραστα, σαν τάχα απ΄το υφαντό τους να κρέμονται οι τύχες αυτού του κόσμου. (οδοιπορικό στην ιταλική πόλη Ραβένα.)

Οι φίλοι μου επισκέφθηκαν τον λόφο του Στράνι. Εγώ δεν μπόρεσα. Μα κάποτε σε ένα ποίημά μου μίλησα για εκείνο τον λόφο, την ώρα που μια πόλη πεθαίνει, είπα, εσύ σωπαίνεις. Οι φίλοι γύρισαν κοντά μου κατενθουσιασμένοι, με ηλιοκαμένα σώματα, τρελά ερωτευμένοι, πληγωμένοι αβάσταχτα για όσα τούτο το καλοκαίρι παίρνει κοντά του. Οι φίλοι μου δεν ξέρουν καθόλου πως είμαι λυπημένος αυτήν την εποχή. Δεν έχουν ιδέα για το μικρό μου ρίγος, μήτε αναγνωρίζουν τις αλλαγές στην ένταση της φωνής μου. Φαντάζομαι τους φίλους, μίλια μακριά μου, σε ένα ξέφρενο κατάστρωμα από νιότη και έρωτα, σε μια υπέροχη απομίμηση του ανάγλυφου του θεάτρου των Ηλυσσίων. Με αυτές τις σκέψεις παρηγοριέμαι κάπως. Και είναι πάλι ώρες που πρέπει να επιστρατεύσω τα ολόλευκα άρμενα για να ψιθυρίσω τέτοια πράγματα. Πλατιά. (τώρα έχουν βελτιώσει τον εξωτερικό διάκοσμο, ίσως έχουν εγκαταστήσει και κάποιο μικρό παρατηρητήριο. Το Μεσολόγγι ακόμη κρατά Θωμά)

Την βρήκε πνιγμένη στα κλάμματα. Περπατούσε με δυσκολία, όλα τα μεσημέρια τα ΄χε φορτωμένα στους ώμους της. Τι ζέστη, τότε, τι θάνατος! Είχε στην μέση της δεμένο ένα σχοινί. Κάθε του σύρσιμο χτυπούσε μ΄ένταση εντός μας. Σταθείτε, είπε κάποιος, υπάρχουν ταξίδια που κάνουμε μονάχοι. Τόσο τρυφερά που το΄πε, χόρεψαν απαλά με τον άνεμο οι γκαζολάμπες, τα καφενεία έτρεμαν στα νερά για μια φορά μονάχα και χάνονταν με τους εμφυλίους τους, μια αξεδιάλυτη σκόνη κάποτε την σκέπασε. Από τα μάτια μας, από τις ζωές μας, τότε την πήρε. Κλείσαμε τους συναγερμούς, ήσυχα πλαγιάσαμε, φτιάξαμε παιδιά, σπίτια, προκόψαμε. Το τίμημα ήταν η εξασθένηση, Αλκμήνη, μια παράξενη αρρώστια, που σαν λύπη μας κέρδισε. (μικρές αποδημίες, τίτλος σειράς καλλιτεχνικών φωτογραφιών, άγνωστο πρακτορείο, σκηνές πόλης, πάντα το πρώτο πλάνο)

Το φουστάνι της Μέριλυν είναι ένα άδειο σπίτι. Ναι, ακριβώς αυτό. Το φουστάνι της μας πονά περισσότερο απ΄όλα, επειδή τώρα ξέρουμε πόσο μαρτυρικά έζησε. Ας είναι. Έλα να κατέβουμε κάτω, ήρθαν τα βιολιά. Γιορτάζουν τον Αύγουστο που ΄πεσε στις Πλαταιές  τούτη την νύχτα, από έρωτα. (η αποδημία της Μέριλυν, σαν το ύστατο γεγονός του χειμώνα, ορόσημο των εποχών)

Ο τηλέγραφος έφερνε κύματα τις λέξεις, σκληρές, εκπληκτικές λέξεις. Οι δυο τους μεθούσαν πλάι στα όργανα. Μιλούσαν για τα πράγματα που βλέπονται,  για τον νεαρό θεό του καλαμποκιού, για την παράλογη θάλασσα. Και ο μουσικός έπαιζε και βάδιζε στις ραγισμένες πλάκες με το κομψό του παρουσιαστικό.  Ένα παιδί τον συνόδευε, σαν να ΄ταν τυφλός.

(φωτογραφία μετά τον πόλεμο, πριν την καινούρια φωτιά. ΣΤΟΠ.)

 

Απόστολος Θηβαίος