Νικόλαος Κοντουδιός | Ανατολικές χίμαιρες

© Mario Giacomelli

Αν ο δείκτης του ρολογιού σκοντάψει  κατά τύχη  στο αλαργινό σκαλοπάτι του χαράματος δεν θα γονατίσει  ικέτης στην πτώση αυτή. Δεν θα στάξει  καμιά σταλαγματιά  ζοφερό αίμα ζώου  στον βωμό ετούτο της δόξας δεν θα το νίψει με  καμία προσφορά. Στην αφωνία της πέτρας και του μαρμάρου η μόνη θυσία θα είναι η σιωπή και το ίσο κοίταγμα στην ίριδα του ματιού που πτυχώνει την κραυγή μέσα στην κόρη. Στις  θέρμες  το άβρεχτο νερό το κουβαλούν πάντα οι ερμαφρόδιτες γαίες στα σωσμένα όνειρα ποτίζουν  με τις σταγόνες τους τα άπειρα λόγια της άμμου. Φανερώνουν  την σκαμμένη οδό των μυρμηγκιών που  μεταφέρουν στους ώμους λίγη τροφή. Θαμπές  στάμπες στους καθρέφτες ζητάνε  σαν χέρια ζητιάνων τα πεταμένα ψίχουλα  από  το ξανθό  στάρι πριν ξυπνήσουν και τα δουν τα νηστικά γλαροπούλια. Κοιμούνται βαθιά  ακόμη στις κατακόμβες των πυραμίδων ρέουν οι φλέβες  του Νείλου. Του Αχέροντα τα πανιά κυματίζουν μεσίστια και μένουν ανίκητα είδωλα  που θέλγουν την  θλίψη. Καρποφορούν την μαύρη γη οι  ουρανοί με τους σπόρους και τους κόκκους που σπείρουν  τα σύννεφα εκεί που οι  λόγχες ιαίνουν το άργιλο χώμα. Φιλιούνται  σκεπασμένοι μέσα στα ενωμένα  κομμάτια των αρχαίων παπύρων εκεί που γράφονται ακόμη οι  ωδές της γεννήσεως μέσα στην πρωινή καταχνιά στο σιγανό σκίρτημα της αετοφωλιάς. Στους λαβυρίνθους του Μίνωα βασιλιά ταξιδεύουν οι σκόρπιες ανέμες της Κρήτης που φεύγουν με ιλιγγιώδη ορμή  και  ζεματίζουν τις φλόγες των σπαρτών που ανάβουν μέσα στα βυθισμένα σπλάχνα της απύθμενης λάσπης. Κρατούν μυστικά σαν τις  σφίγγες της ανατολής οι  βλεφαρίδες των ματιών που ξέρουν πώς να σιωπούν και να ζυγώνουν  τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Κουβαλούν κρασί από τα αμπέλια και αμάραντα κρίνα  υφαίνουν  το αζήλευτο δίχτυ της ζωής. Τυλιγμένα χταπόδια που σπαρταρούν στους κόλπους μέσα στην  ανάδυση του πυρήνα τους γίνονται αέναος φυσικός κυκλώνας. Φεγγοβολούν το πρώτο χυμένο δάκρυ στο φως που σπάει σαν κρότος στο νεογέννητο άνθος.  Καλωσόρισμα για αυτόν που έρχεται τον λιγνό ψαρά που  στέκεται με τα στιβάνια του και  αγκιστρώνει  τίμια το καλάμι του στην μελαμψή θαλασσογραφία. Γνωρίζοντας την περαστική διαμονή γίνεται αυλός στην ανέγερση του ίσκιου του μπροστά στην κορώνα που υψώνεται. Στα κυλιόμενα δοσίματα του φωτός ενός ταξιδιώτη που διασχίζει τα ίχνη του που αφήνει ο αφρός στα αφηνιασμένα κύματα.   Κολυμπάει στο μελάνι του μεγάλου σπηλαίου. Απλώνει τα μικρά φύκια των στιγμών στα περάσματα των χαμένων νησίδων με τα ανοιγμένα της πεταλούδας φτερά χιμάει στην άνωση του ερέβους φυσώντας πνοή στο κοχύλι.  Αναγεννημένες κεντήστρες που σιγοτραγουδούν  τις αποστάσεις της λησμονιάς του ταξιδιού που μακραίνουν από την  πρύμνη τις παλιές  ξεχασμένες κοσμοπολιτείες που χάνονται στις φωτεινές  αχτίνες. Την αποσιώπηση της  ζωής  πλέκουν με τελείες που τις ακουμπούν στα αστραφτερά  βέλη τους. Παιανίζουν τον χαρμόσυνο ύμνο της Λίβυας σκόνης που μένει ασφουγγάριστη στο περβάζι και αποτυπώνει το γυμνό πέλμα του τιτάνα. Θα τρυπώσει  η νύχτα στον ακηλίδωτο μαύρο ουρανό θα ντύσει την αντάρα στα   πέλαγα με κελεμπία ακάνθινη και με το μακρύ σύρσιμο του χιτώνα  της μήτρας θα εξαφανιστεί στις απάτητες πηγές. Θα την διώξει με την ψάθινη σκούπα σαν μια μάγισσα ρυτιδωμένη. Στην πίσω της  όψη εκεί που πάντα χορεύει η σελήνη τον ήσυχο γαλήνιο χορό της και στα απόκρυφα που πετάει ο νους της. Θα κουρσέψει με το σπαθί το χρυσά καπνισμένο ρόδο του ορίζοντα που αναπνέει  από τον  ψηλό ασκάλιστο βράχο. Διαχέει το  διαυγές φως στις εκλάμψεις των πιθήκων που φορούν τα μάτια τους και κινούν τα γυμνά τους χέρια σκαρφαλώνοντας επάνω μέχρι την κορυφή. Πρώτος ήλιος είναι ο πεθαμένος ήλιος του χθες που σηκώνεται κάθε πρωί και προβάλει το αγέννητο πρόσωπο του στις κοφτές ανάσες. Ακουμπάει το μύρο του στο κύτταρο που  ζωοπυρώνει το  λευκό αναβλύζων σπέρμα. Ένας χρυσός πίρος που στρίβει το πόμολο και αφανίζει τις λεύγες του βυθού. Στην ρόδινη έκπαγλη  λάμψη της περιμέτρου ξυπνούν οι ανατολικές χίμαιρες μέσα στην καρδιά του αφαλού σαν υδάτινοι κένταυροι  που ταυτίζουν τα χνώτα τους με τον άπειρο νου τους. 


Ο Νικόλαος Κοντουδιός γεννήθηκε στην Ρόδο στις 24 Ιουνίου 1975. Aποφοίτησε από το Καζούλειο Λύκειο το 1993. Σπούδασε στην Αθήνα Οπτική Επικοινωνία και εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα στον κυριακάτικο τύπο στο τμήμα σελιδοποίησης και σχεδίασης. Ακολούθως παρακολούθησε επιτυχώς τους ολοκληρωμένους κύκλους  μαθημάτων MOOCS. «Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία από τον θαλή στον Αριστοτέλη» και «Αριστοτελική Ηθική» και «Πλάτων» στο   Ιδρύμα  Σταυρός Νιάρχος (Mathesis).  Τα πιστοποιημένα προγράμματα στην «Ηθική Φιλοσοφία και Βιοηθική», «Ιστορίας της Φιλοσοφίας και Φιλοσοφία των επιστημών» και τον κύκλο βιωματικού σεμινάριου «Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας» του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και  δύο αντίστοιχα σεμινάρια ακόμη  δημιουργικής γραφής  του Διεθνούς Κέντρου Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Δημοσίευσε το 2017 την πρώτη του ποιητική συλλογή «έξω χρόνος – Τime out» σε  ηλεκτρονική μορφή στην διεθνή πλατφόρμα της ‘Joomag’. Έχει γράψει το διήγημα «Αναμμένα Μαγκάλια» το οποίο διακρίθηκε με το Α΄ βραβείο στον σχετικό διαγωνισμό και συμπεριλαμβάνεται στο ανθολόγιο διηγημάτων Ρόδος «Ιστορίες του τόπου μας» από τις εκδόσεις iwrite.  Τα τελευταία τρία  χρόνια είναι ενεργό μέλος της ομάδας της δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Διεθνούς Κέντρου Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Στο εργαστήριο του  δημιουργεί ταυτόχρονα εικαστικές συνθέσεις γλυπτικής και χειροτεχνίας. Zει και εργάζεται μόνιμα στη Ρόδο.