Απόστολος Θηβαίος | Τυφώνας

Bob Dylan

Δεν πρόκειται
για το Πάτερσον
μα για τα
ολοζώντανα δαδιά
στην καρδιά του δάσους

 

 

Τυφώνας
(Hurricane)
Bob Dylan

 

Πιστολιές ακούστηκαν απ΄το μπαρ μες στην νύχτα. Η Πάττι Βαλεντάιν από το πάνω πάτωμα μπαίνει και αντικρίζει τον μπάρμαν μες σε μια λίμνη αίματος. Και φωνάζει, Θεέ μου τους σκότωσαν όλους!

Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του Τυφώνα, του ανθρώπου που οι αρχές κατηγόρησαν για κάτι που ποτέ δεν είχε κάνει.

Τον βαλαν στο κελί, εκείνον φαντάσου που θα μπορούσε στον καιρό του να ναι ας πούμε, ένας παγκόσμιος πρωταθλητής.

 

Τρία σώματα κείτονται εκεί που κοιτάζει η Πάττι

κάποιος που τον λένε Μπέλο,

κινείται τριγύρω μυστηριωδώς,

“Δεν ήμουν εγώ”, της λέει και της

δείχνει τα χέρια του.

“μονάχα να ληστέψω ήθελα,

ελπίζω να καταλαβαίνετε, κυρία”,

“Μα τους είδα που έφευγαν”, είπε και έπαψε

Θα ‘ταν φρόνιμο κάποιος από εμάς να καλέσει την αστυνομία,

είπε η Πάττυ και έτσι τους φώναξε και έφθασαν στην σκηνή του εγκλήματος με τα κατακόκκινα φώτα τους να φέγγουν κάτω απ’ τον νυχτερινό ουρανό του Νιου Τζέρσεϊ.

Στο μεταξύ, κάπου μακριά

σε κάποιο άλλο μέρος της πόλης,

ο Ρούμπιν Κάρτερ και μερικοί φίλοι οδηγούν

Ο νούμερο ένα διεκδικητής για τον τίτλο

στα μεσαία βάρη,

δεν είχε ιδέα για όσα επρόκειτο να του συμβούν,

όταν ένας αστυνομικός του ζήτησε

να σταθεί στην άκρη του δρόμου

όπως τότε παλιά και πριν από αυτό

ακόμη παλαιότερα

στο Πάτερσον

που τα πράγματα δύσκολα αλλάζουν

Στο Πάτερσον αν είσαι μαύρος θα ‘ταν

καλύτερα να μην φανείς

στους δρόμους

εκτός και αν θέλεις να νιώσεις την ζεστασιά

Ο Άλφρεντ Μπέλο είχε έναν συνεργάτη

και εκείνος συνελήφθη από τον αστυνομικό

Εκείνος και ο Άρθουρ Ντέξτερ τριγυρνούσαν όταν,

“είδαμε δυο άνδρες να τρέχουν, έμοιαζαν με αθλητές των μεσαίων βαρών,

μπήκαν γρήγορα σε ένα λευκό αυτοκίνητο δίχως τάσια

Και η δις Πάττυ κουνούσε το κεφάλι της

Ο αστυνόμος είπε,

“Ει, κοιτάξτε, περιμέντε, αυτός εδώ δεν είναι νεκρός”

Έτσι τον πήγαν στο νοσοκομείο

και ακόμη και έτσι

με τα μάτια του κατεστραμμένα,

θα μπορούσε να αναγνωρίσει τους ενόχους

Τέσσερις το πρωί και σέρνουν τον Ρούμπιν

τον πηγαίνουν στο νοσοκομείο και έπειτα τον φέρνουν επάνω

Ο πληγωμένος κοιτάζει μέσα από το μοναχικό του, ετοιμοθάνατο μάτι,

λέει,

“γιατί με φέρατε εδώ, κανείς τους δεν είναι ο ένοχος!”

Ωστέ , λοιπόν αυτή είναι η ιστορία του Τυφώνα

του ανθρώπου που οι αρχές κατηγόρησαν

για κάτι που ποτέ του δεν έκανε

και τον έκλεισαν σε ένα στενό κελί

εκείνον που θα μπορούσε να είναι στον καιρό του ένας πρωταθλητής του κόσμου.

Και όταν οι αστυνόμοι του περνούσαν τις χειροπέδες, ψάχνοντας κάποιον για να ρίξουν το ανάθεμα και το φταίξιμο

Τον ρώτησαν αν θυμάται άραγε εκείνον τον καβγά στο μπαρ.

Θυμάσαι να βλέπεις το αυτοκίνητο διαφυγής;

Νομίζεις πως ο νόμος είναι ένα παιχνίδι με μπάλες, ε;

Λες πως εκείνος που έτρεχε μες στην νύχτα ήταν αυτός ο πυγμάχος;

Μην ξεχνάς, είσαι λευκός!

Και ο Άρθουρ Ντέξτερ Μπράντλεϋ, είπε

Δεν είμαι αρκετά σίγουρος

Και οι αστυνόμοι απάντησαν,

πως ένα κακορίζικο παιδί σαν εσένα θα μπορούσε να κάνει ένα διάλειμμα

άλλωστε σε έχουμε ήδη στα υπόψη για την δουλειά στο μοτέλ

και ήδη μιλήσαμε στον φίλο σου τον Μπέλο

Τώρα λοιπόν να ‘σαι ένα πραγματικό καλό παιδί, αν δεν θέλεις να επιστρέψεις στην φυλακή,

άλλωστε έτσι μπορείς να κάνεις μια μεγάλη χάρη στην κοινωνία,

Αυτός ο γιος της πουτάνας είναι γενναίος

και γίνεται ολοένα και περισσότερο

Θα θέλαμε να τον βάλουμε στην καρέκλα

να του φορτώσουμε αυτόν τον τριπλό φόνο

Δεν πρόκειται για κάποιον κύριο Τζιμ

Ο Ρούμπιν θα μπορούσε να βγάλει νοκ άουτ κάποιον

μόνο με μία γροθιά

Όμως δεν μιλά πολύ για αυτά τα πράγματα

για εκείνον είναι μονάχα η δουλειά του όπς λέει

και όταν πια τελειώσω με αυτήν την υπόθεση

ίσως μπορέσω να βρεθώ σε κάποιον παράδεισο

όπου τα σύννεφα ταξιδεύουν και ο άνεμος είναι καλός

να ιππεύω ένα άλογο κατά μήκος του μονοπατιού

Τότε όμως τον έσυραν στις φυλακές

όπου πασχίζουν υποβαθμίσουν τους ανθρώπους

στην κατώτατη εκδοχή τους

Το παιχνίδι ήταν σικέ

όλα τα φύλλα του Ρόμπιν υπήρξαν σημαδεμένα

και η δίκη ένα μεγάλο πανηγύρι, ένα τσίρκο,

δεν θα ‘χε ποτέ την ευκαιρία

Ο δικαστής ρωτά επίμονα τους ψευδομάρτυρες

οι λευκοί εκπλήσσονται με την μικρή αυτή επανάσταση

για τους μαύρους ακροατές της δίκης υπήρξε απλά

ένας τρελός αράπης

κανείς τους εκεί μέσα δεν αμφέβαλε

πως αυτός τράβηξε την σκανδάλη

και ακόμη και αν δεν βρέθηκε επάνω του

το όπλο

ο εισαγγελέας δήλωσε πως ήταν εκείνος που

έδωσε την χαριστική βολή

και όλο το λευκό ακροατήριο

συμφώνησε

Ο Ρούμπιν Κάρτερ δικάστηκε σε μια δίκη παρωδία

ο φόνος χαρακτηρίστηκε έγκλημα πρώτου βαθμού,

μάντεψε ποιος κατέθεσε;

Ο Μπέλο και ο Μπράντλεϋ

που είπαν τέτοια κατάφορα ψέμματα

και οι εφημερίδες που έπαιξαν αυτο το παιχνίδι

ως το τέλος

Πώς μπορεί η ζωή ενός τέτοιου άνδρα

να κρέμεται από τα χέρια ενός τόσο ανόητου;

Το να τον δω στο κελί του

δεν θα μπορούσε παρά να με κάνει

να ντρέπομαι

για την δικαιοσύνη

που κατάντησε παιχνίδι

Τώρα πια όλοι οι εγκληματίες ζεσταίνονται στα παλτά τους

φορούν τις γραβάτες τους

είναι ελεύθεροι να πιουν Μαρτίνι

και να μαρτυρήσουν

την στιγμή που ο ήλιος πνίγεται

την στιγμή που ο Ρούμπιν στέκει

σαν μικρός Βούδας

μες στο κελί του,

δέκα βήματα όλα και όλα

Ένας αθώος που περνά μέσα από την κόλαση

Αυτή και τίποτε άλλο

είναι η ιστορία του Τυφώνα

που δεν θα τελειώσει ποτέ ώσπου το όνομά του  να καθαρίσει

ώσπου να του επιστρέψουν πίσω τον χρόνο που χάθηκε

εκείνον που φυλακίστηκε άδικα.

Όμως, στ’ αλήθεια κάποτε υπήρξε αυτό που λέμε

ο πρωταθλητής του κόσμου.

Απόστολος Θηβαίος