Απόστολος Θηβαίος | Η διάπλαση των κούρων

© Bernard Plossu

Σύνοψη Ιερή του βίου του Αθανασίου Διάκου που επλήγη καταμεσίς του έαρος

 

Αργά την νύχτα πέρασε στους κόλπους της επονομαζόμενης και αστικής μυθολογίας. Πάει να πει ξέκοψε απ’ ανθρώπους και πράγματα, μεταμορφώθηκε σε φάντασμα που θρέφει τις ψυχές. Τον δρόμο παίρνει που βγάζει βαθιά στις ντάπιες του καιρού. Και δεν μιλά, δεν μιλά.

Ακούν οι φύλακες τα βήματά του, ξεκλειδώνουν την απάνω πύλη με τους χρυσούς κόνδορες και τ΄αλαφρό μαντάλωμα. Ακούν την πίκρα του, άστρο και  κραυγή  χιλιόχρονης βροχής και ανοίγουν τις μέσα πύλες με τις χρυσές ροδιές και τους μαρτύρους. Ακούν την φωνή του, τα τείχη ρίχνουν να ‘ρθεί να φέξει η όψη του η αλαργινή.

 Είναι φαγωμένος απ’ τα χρόνια, όμως τα μαλλιά του κυματίζουν πάλλευκα, πάνσεπτα, ωραία βουνά, χιονισμένα, κάτω απ’ τους ίσκιους του ουρανού. Τ’ αγάλματα, τα καλοκαίρια, οι προτομές και η Ελένη που ως σήμερα περιφρονημένη κατοικεί τις παλιές Θήβες ακούν τ’ άρματα και ξαναζούν λευκό, τ’ ωραίο του σώματός του σχήμα. Πέρα από εδώ αρχινάνε οι πόλεις με την κυκλωτική καρδιά και τις ατέρμονες διαδρομές. Εκεί δεν έχει θέση για εκείνον, εκεί τον έχουν κιόλα λησμονήσει. Μονάχα στην Αταλάντη, στα ερημοκλήσια έξω απ’ την πολιτεία, ανάβουν ένα κερί στην αδικημένη του μνήμη. Στην Αταλάντη καταμεσής του έαρος που ανθούν οι δάφνες και τα παλιά δοξολογήματα. Στην Αταλάντη με τα ωραία κορίτσια, με τις στάνες και τους καταρράκτες και τα αρχαία νερά.

Τ’ όνομά του δεν το ρώτησαν. Τον γνωρίζουν από την όψη του την καλλίστη, απ’ το ανδρείο πρόσωπο, απ΄το σημάδι του σταυρού που ‘χει στ’ απάνω χείλι. Τον γνωρίζουν από την όψη που με βια μετράει την γη. Πες μας μωρέ Θανάση, τι ‘ναι άνοιξη, τι τ’ αντίθετό της. Πες μας Θανάση, τι ‘ναι ζωή, με τ’ αναμμένο, το λιγοστό της φως. Τι ‘ναι θάνατος και της αβύσσου το αντάμωμα Θανάση, καρδιά μου αχερουσία των ωραίων και των μεγάλων ιδεών.

Στάθηκε πάνω στο υπερώο, με ένα πρόσωπο επισκοπικό, με μια γλυκύτητα βαθιά που συναντούμε μονάχα στις παλιές γραφές. Τον είδα οι φίλοι του οι παλιοί, ο Οδυσσέας, ο Μάρκος, ο Ησαΐας, το πικραμένο ψυχοπαίδι του και έβαλαν τα κλάματα και έσυραν τους πυρρίχιους χορούς που μας δίδαξαν οι νύμφες του Ελικώνα. Επιθαλάμια, φουστανέλες, αρματωσιές, τραγούδια των παγωνιών, λεπτοί μηνίσκοι φεγγαριών και ο πρίγκιπας με τα κρινολούλουδα άναψαν πάνω στα οροπέδια.

 Και ποιος δεν φάνηκε εκείνη την νύχτα που ξαναζούσε η Τίρυνθα. Ώρα χιμαιρική μου που σήμανες μες στην έκταση την άπειρη. Λύρα μου σπασμένη, παλιέ μου επιτάφιε με τα γαρύφαλλα και τα σάβανα, άκρα μου ταπείνωση.

Χόρεψε μωρέ Θανάση να αλαφρώσουν οι καρδιές μας. Χόρεψε να φτιάξουν οι ζωγράφοι τις άπειρες μορφές σου, πλάτωμα της ζωής μας και τέμπλο πολυκαιρισμένο. Να σηκωθούν οι στρατηγοί να σε προϋπαντήσουν, να σκύψει μικρό κορίτσι να πιει από την πηγή σου. Σήκω μωρέ Θανάση τώρα που δεν αγροικάνε οι άνεμοι, σήκω να πεις ένα τραγουδάκι πριν γίνεις ίσκιος και της ψυχής το φάντασμα. Σήκω μωρέ και εγώ θα σου χαρίσω όστρακα, ακέραια λυχνάρια, αμφορείς από την Ρόδο μ’ ενσφράγιστες λαβές και παραστάσεις. Σήκω μωρέ Θανάση, γίνε της ύστατης άνοιξης το λαμπρότατο δοξολόγημα. Σήκω μωρέ Θανάση, γιατί άλλος δρόμος δεν υπήρξε απ’ εκείνες τις χορταριασμένες πέτρες, συντρίμματα του καιρού και τίποτε. Σήκω να δεις μωρέ όλη αυτήν την ομορφιά που σου σπαράζει την καρδιά μωρέ, την καρδιά. Σήκω μωρέ Θανάση, τώρα που ανθίζουν τα βουνά και βγάζει η γη χορτάρι. Σήκω και γίνε περιστέρι, χτύπα τον ουρανό, πάταγος γίνε και  ζήσε ως πέρα από τους πόθους και τις πράξεις.

Χάραμα, μεθυσμένος πήρε τα βαριά λεωφορεία που τραβάν για την Υπάτη. Τα παιδιά θα τον πουν Ληρ, σοφό βασιλιά των αγγλικών παραμυθιών. Τα παιδιά του υπαίθριου θεάτρου, ολότελα δοσμένα στα θεάματα των σκιών δεν θα τον ξεχωρίσουν που ροβολάει τα καλντερίμια των αιώνων. Μονάχα το κορίτσι στο παράθυρο, το κορίτσι που όλη και όλη κατέχει μια στάμνα αδειανή, οι άνθρωποι των καφενείων, ο κοιμισμένος αλήτης και  οι λιγοστοί λουόμενοι, θα ισχυριστούν πως κάποτε ταξίδεψε με τους κύκνους. Το άλογό του, είπαν ήταν φάντασμα, το σπαθί του σπασμένο, η άνοιξη τριγύρω του βαθιά και ακάθεκτη. Οι αθωότεροι όλων συγκάλεσαν συμβούλιο, μια πράξη που ΄χε να γίνει δεκάδες χρόνια. Δεν είναι μόνο η Ελένη και οι αυλητρίδες ή τα κορίτσια της Σάμου που πάτησαν στέμματα βασιλικά, είπαν όσοι ανήκουν στους νεαρούς σοφούς της βουλής. Δεν είναι μονάχα τα γέρικα υαλικά ή τα απατημένα μάτια στους βυθούς, είπαν όσοι ανήκουν στους προφήτες της πολιτείας μας.

Σήκω μωρέ Θανάση να σε δει ο σχίνος και το κυκλάμινο. Σήκω να φέξεις, όμορφος όσο ποτέ, τις νύχτες στους καθρέφτες. Ωραία και απίθανα τα μάτια σου, μωρέ Θανάση, σκήνωμα και ναέ μου ζωγραφισμένε.

*όλες οι σκηνές του παρόντος κειμένου αντλήθηκαν από τ’  άδεια δωμάτια της ιστορίας, απ’ το συντελεσμένο.

Απόστολος Θηβαίος