Απόστολος Θηβαίος | Επειδή μιλώ για τον Ρέι

© Bruno Barbey

Μια τυχαία σύγκρουση
με τ’ άτομα του ήλιου

 

Φωτισμένο διαμέρισμα σε ερημικό λιμάνι. Φωτισμένο απ’ τη μέρα και τον ήλιο. Έπιπλα παλιά, ένας ταφταδένιος καναπές σκοτεινού, κόκκινου χρώματος. Ένα απλό τραπέζι, κοινότυπες καρέκλες, φθαρμένα, υγρά μου μάρμαρα του πιο υπόλευκου χρώματος.

 Όλο και όλο το διαμέρισμα είναι αυτό το φως που εισβάλλει με μικρούς ανέμους απ΄όλες τις γωνιές του κόσμου. Όλο και όλο είναι αυτό το παλιό λιμάνι στην άκρη της πόλης με τα πλοία που προορίζονται για σκραπ και τους σκόρπιους φύλακες στους γερανούς. Οι φύλακες είναι ξαφνικά πουλιά που κυριεύουν όσα οι άνθρωποι εγκαταλείπουν. Αυτά στο βάθος όμως δεν είναι νησιά. Δεν ήταν ποτέ. Μόνον οι ράχες των φανταστικών θηλαστικών που ως γνωστόν κρατιούνται για αιώνες θεραπευμένα ώσπου ν’ αλλάξουν ζωή. Όλο και όλο είναι ένα μυθιστόρημα για τους ανθρώπους πουλιά που στροβιλίζονται με ιμάντες και άλλα όργανα αεροπλοϊας πάνω στα κύματα, πάνω στα κύματα.

Ο Ρέι πεθαίνει στο μικρό του διαμέρισμα. Είναι μισός, ένα απέραντο κουφάρι. Κάθε τόσο βήχει, γεμίζει αίματα η μέρα, οι τοίχοι της οι πιο φανταστικοί γεμίζουν αίματα, ο ταφταδένιος καναπές δεν θα νοιαστεί επειδή είναι ένα από σκοτεινό, κόκκινο χρώμα. Μιλά όλες τις γλώσσες του κόσμου, το δωμάτιο είναι λευκό σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, τα κορίτσια είναι όμορφα με κάθε τρόπο, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, η καρδιά του είναι σπασμένη σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, το σώμα του είναι σώμα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Ο Ρέι πεθαίνει και το πρόσωπό του έχει αποκτήσει το χρώμα ενός φεγγαρένιου λεπιδιού, στέκει πράος και ειρηνικός σαν τα ποτάμια που λουφάζουν πίσω απ’ τους κυνηγούς, ο Ρέι πίνει το φως της μέρας και την ερημιά του λιμανιού. Όταν βρίσκει τις δυνάμεις του σέρνεται από δωμάτιο σε δωμάτιο γυρεύοντας κάτι που ΄χει χαθεί εδώ και χρόνια. Τακτοποιεί τις παλιές εκκρεμότητες, γράφει αδιάκοπα επιστολές σε όλες τις γλώσσες του κόσμου που θα ταξιδέψουν ως τις μεγάλες κοσμοπόλεις. Σημειώνει ονόματα περιοχών που ήκμασαν τον καιρό του νέου κόσμου, φτιάχνει χάρτες  ακολουθώντας την ακτογραμμή, δίχως τίποτε να λησμονεί απ΄τις ιδιαιτερότητες των εδαφών, τις κοίτες, τα περάσματα τα πιο μυστικά.

Ο Ρέι πηγαίνει μια βόλτα με τ’ ανοιχτό αυτοκίνητο του κυρίου Βερνάλ. Αυτός ο τελευταίος, -πρόκειται για ένα όνομα ξεχωριστό, με ιστορίες αλλόκοτες γύρω απ’ την ύπαρξή του-, οδηγεί μια σπορ Φορντ. Οδηγεί γρήγορα στους δρόμους γύρω απ’ τις παλιές αποθήκες, οδηγεί γρήγορα γύρω απ’ τις παλιές αποβάθρες. Ο Ρέι δεν μιλά στη διαδρομή. Το ίδιο φως, η παλιά ιστορία του λιμανιού, η αρρώστια του που τον καίει, το αμετάφραστο της ζωής που επανέρχεται ως κεντρικό θέμα αυτού του κόσμου. Σε όλες τις γλώσσες ο κύριος Βερνάλ και ο Ρέι, οι δυο τους, η σπορ Φορντ, ο κόσμος τους, το αρχαίο λιμάνι, τα μετέωρα σίδερα, οι τριγμοί, τα κομμάτια του ουρανού που τους συνθλίβουν, το ανοιχτό αυτοκίνητο στην κόψη του καιρού. Ως το τέλος αυτής της βόλτας ο Ρέι θα έχει μεταγγιστεί στο φως της μέρας ,εγκαταλείποντας για πάντα εκείνο το μικρό σύμπαν της οδού των Επισκόπων στη βέβαιη φθορά του.

Χρόνια μετά το παλιό αυτοκίνητο στεγνώνει στην άκρη της προβλήτας νούμερο τρία του παροπλισμένου λιμενοβραχίονα. Λέγεται πως ανήκει σε κάποιον μυστηριώδη ένοικο των σπιτιών της οδού των Επισκόπων. Όμως όλα αυτά είναι ανυπόστατες φήμες. Ο μόνος κύριος Βερνάλ που γνωρίζουν στο αναψυκτήριο του δήμου έχει φύγει εδώ και δεκαετίες. Λέγεται ακόμη πως τον καιρό της ύστερης νιότης του συνήθιζε να κάνει βόλτα στους δρόμους γύρω απ’ το λιμάνι με ένα σπορ αμάξι. Όμως αυτός έχει πια πεθάνει εδώ και χρόνια και όλα όσα υπαινίχτηκε αυτή η ιστορία πάνε στράφι. Ο κύριος Βερνάλ άφησε αυτόν τον μάταιο κόσμο πριν από χρόνια, δεν μπορεί, δεν είναι φυσικό να είναι αυτός. Έπειτα συνεχίζουν να μιλούν για τις Φορντ της εποχής τους, θυμούνται τα μοντέλα, τα μάτια τους δεν κοιτούν αυτόν τον κόσμο. Τα μάτια τους βουτούν σε μια παλιά θάλασσα, κυμαίνονται προς το φως, το δέρμα τους λιγοστεύει, είναι παιδιά γεννημένα μονάχα γι’ αυτόν το σκοπό. Ύστερα συμπληρώνουν δυο τρεις λέξεις για το Ντιτρόιτ που σβήστηκε απ’ τους χάρτες. Ο ξαφνικός άνεμος που σηκώνεται σκορπίζει και εκείνους. Άλλος βαθιά στην πόλη και κάποιοι στους δρόμους του λιμανιού, ανάμεσα στους φύλακες και τους γερανούς, αλήτες περιπλανώμενοι και άγκυρες σφαγμένες ψηλά στον λαιμό μες στα χειροκροτήματα. Για τον Ρέι δεν είπαν τίποτε. Βλέπεις αυτός αναμετρήθηκε νύχτες ολόκληρες με τους καθρέφτες και γι’ αυτόν δεν λένε κουβέντα.

Εδώ τελειώνει η ιστορία μου και ίσως για να ειπωθούν όλες οι λεπτομέρειες, τα στοιχεία τα πιο ειδικά, ίσως να χρειαστεί ο πάταγος μιας ζωής και το ζωηρό κατακίτρινο φιλί σου όταν κομπιάζω. Επειδή μιλώ για τον Ρέι και είναι ώρες που διστάζω.

Απόστολος Θηβαίος