Νικόλας Περδικάρης | Θα μπορούσες να είσαι μαύρος

© Weegee

Θέλω να σου πω κάτι. Μια φορά, ο Μπέσερ γδύθηκε μπροστά σε όλους και το πλήρωσε. Αλλά ο Μπέσερ δεν έμεινε άνθρωπος. Έγινε ποταμός και γλύτωσε. Η φύση άλλωστε μάς προστατεύει, αρκεί να διαθέτει υψηλό ανάστημα. Αρκεί να θρονιάζεται η μητέρα των πάντων, σα σκιά πάνω από το κεφάλι κάθε πονεμένου, πλέκοντας για χάρη μας ένα αφράτο μαξιλάρι.

Εξίσου αφράτα φαινόντουσαν τα βουνά, που απλώνονταν πάνω απ’ την Πόλη Λίνζε χειμώνα-καλοκαίρι. Προπολεμικά, η ύπαρξη του καθενός μας είχε άλλη αξία. Ήμασταν, ποιος ξέρει, από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, φυλές, θρησκείες ή ραγισμένες καρδιές. Όμως αυτό δεν μας εμπόδιζε να τρωγόμαστε μεταξύ μας. Το αντίθετο μάλιστα. Και αφού αυτός ο πόλεμος –που οι διανοούμενοι τον έβλεπαν να έρχεται- κηρύχτηκε επιτέλους, τώρα ορμάμε στ’ αφεντικά μας ή στ’ αδέλφια μας ακόμα πιο πολύ. Χωρίς να τηρούμε ούτε καν τα προσχήματα.

Η κοινότητά μας είναι μικροσκοπική. Δεν διαφέρει σε τίποτα από μια κοινότητα εντόμων ή κακόβουλων καρκινικών κυττάρων που πληθαίνουν, πολλαπλασιάζονται. Φαντάζεστε λοιπόν, πως όταν ο Μπέσερ έψαχνε για δουλειά δεν έβρισκε παρά μόνο στα τυριά, στις βίδες που συναρμολογούνται από βρώμικα χέρια εργατών, στ΄ ασανσέρ που τα κουβαλάνε στην πλάτη τους σκλάβοι, ομοίως με τις ντουλάπες.

Ήταν λευκός, ψηλός και καθαρός. Το «πρότυπο» κάθε άντρα που όμως έμοιαζε ακόμα παιδί. Παρ’ όλα αυτά ξεχώριζε, ενοχλητικά σχεδόν, όπως ξεχωρίζουν όσοι θέλουν να διαφέρουν. Έτσι ήταν τόσο, μα τόσο παράλογο όταν οι κυρίες, όρθιες μπροστά στην ουρά για παραγγελία, έσκαγαν στα γέλια, αν καμιά φορά ο όμορφος άντρας τύχαινε να κόψει το χέρι του μπερδεύοντας τα λευκά δάχτυλά του με το τυρί, καθώς τεμάχιζε τη φέτα.

Είχε καταντήσει γελοίο οι άνθρωποι να εντοπίζουν ή μάλλον να γυρεύουν, με κάθε αφορμή, την αδεξιότητα του Μπέσερ μόνο και μόνο για να φωνάξουν μες τα μούτρα του:

«Έ μαύρε, τώρα το πήζεις το τυρί; Στάξε μας λίγο να δούμε πώς το παράγεις!». Δεν ήταν μαύρος αλλά και να ‘ταν, θα ένιωθε υπερήφανος.  Κοιτούσε μάλιστα συχνά τα χέρια του, μήπως και όντως είχε γίνει στα κρυφά κάποιο θαύμα, κάποια μεταμόρφωση, που θα τον απάλλασσε οριστικά από την ατυχία του να ζει λευκός ανάμεσα σε τέτοιους λευκούς. Δεν ήταν όλοι έτσι, οι χωριανοί του όμως ναι.  «Όσο πιο άσπρο το δέρμα», μουρμούραγε «τόσο πιο έντονο το χρώμα της σκατοψυχιάς σας». Τις ημέρες που δεν άντεχε να κοιτά τους διπλανούς του, αναλογιζόταν τι ωραία θα ήταν να ‘χε γεννηθεί πράγματι στην Αφρική, να ‘χε φουσκωτά χείλη, να ‘παιζε τρομπέτα. Στο ψυγείο, το είδωλό του καθρεφτιζόταν για μια στιγμή όμορφο, μελαμψό. «Ψέματα σας είπαν», ούρλιαζε εσωτερικά. «Ο Μικρός Πρίγκιπας δεν ήταν ξανθός, γαλακτερός. Μαύρος ήτανε και αυτός».             

Μπροστά-μπροστά, μια κυρία από τον όχλο της αναμονής χαμογελούσε δήθεν διακριτικά, αφήνοντάς του φιλοδώρημα για τις δύσκολες μέρες. Σε αυτόν. Στον φτωχό.  

Πέρασε δεν πέρασε ένας μήνας και ο Μπέσερ επέστρεψε στη δουλειά με στολή λαγού. Του φάνηκε πως έτσι μεταμφιεσμένος θα προστατευόταν από την κοροϊδία των χοντρών αφεντάδων με τα ψηλά καπέλα. Από τα αδιάκριτα βλέμματα των κυριών, που τον ποθούσαν ενώ ταυτόχρονα τον περιφρονούσαν. Κάθε καζούρα για την εμφάνισή του καλοδεχούμενη αλλά όχι πια για το ανθρώπινο παρουσιαστικό του, για την ταπεινότητα, την απουσία τόλμης εκ μέρους των χεριών.

Με τον καιρό, οι φήμες οργίαζαν για την ταυτότητα του ανθρώπου μέσα στο κουστούμι. Άλλοι έλεγαν πως ήταν το αφεντικό της επιχείρησης. Πως έκοβε τα τυριά ο ίδιος για να μην πληρώνει προσωπικό. Άλλοι ορκιζόντουσαν πως ο λαγός ήταν η ερωμένη ενός αγνώστου από το μαγαζί, κάποια μεταμφιεσμένη που στα διαλλείματα από την εργασία απολάμβανε τον παράνομο έρωτά της  στην αποθήκη. Τέλος, υπήρχαν και εκείνοι που πίστευαν με σιγουριά ότι πράγματι, τα τυριά κοβόντουσαν από ένα γλυκό, γιγάντιο ζώο προς τέρψη και μαγευτικό κλονισμό κάθε υποψήφιου αγοραστή.    

Μια κρυφή Πέμπτη των ευχών, από εκείνες που ένας μέσος πολίτης του κόσμου θα εκλιπαρούσε να μην επαναληφθούν, ο φτωχός υπάλληλος άφησε το πόστο του κουρασμένος. Προτού ο άνεμος τον σβήσει, προτού εξαφανίσει τη μέρα και αυτόν τον ίδιο, ο άνθρωπός μας κυριεύτηκε από μια φούντωση να κολυμπήσει στο ποτάμι.

Με βήμα γρήγορο αλλά σχεδόν πηδώντας σαν πραγματικός λαγός (τι ειρωνεία) διέσχισε τις ασφάλτους, τις κραυγαλέες ερημιές της πόλης για να βρεθεί πέρα στις καλαμιές, εκεί όπου το νερό έκανε γαργάρα. Αν και χειμώνας, δεν του ήταν εύκολο να μην ιδρώνει τρέχοντας, μέσα στη φορεσιά του, προσέχοντας να μην τον δουν. Πώς να κρυβόταν; Πάτησε στην κυριολεξία πάνω σε αγκάθια, πάνω σε μικρότερα πλάσματα, νιώθοντας τις πατούσες του να λιώνουν κάτω απ’ το ακριλικό. Ο ήλιος  περνούσε -μυγάκι αστραφτερό- από τις τρύπες που είχε στα μάτια. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν τον παρακολουθούσε κανείς, ο Μπέσερ ξεφορτώθηκε τη γούνινη στολή και γυμνώθηκε πανέτοιμος να βουτήξει στο ποτάμι.

Χάρη σε μια ξαφνική στροφή, αποστροφή καλύτερα της ψυχής και του κορμιού, ο άνθρωπος-τυροκόφτης είδε να ορμούν από κάτι θάμνους πέντε μαντραχαλάδες.

«Ώστε εσύ είσαι μαύρε-λευκέ, που μασκαρεύεσαι για να μη σε αναγνωρίσουμε», είπε ο ένας.

«Φτου σου!», έσκουξε ο άλλος και τον έφτυσε στ’ αρχίδια.    

Ο φουκαράς ο πρώην λαγός παραπάτησε από την τρομάρα του, πέφτοντας με την πλάτη στην αγκαλιά ενός τρίτου. Ο τρίτος δεν έβγαλε άχνα. Άρχισε απλώς να βαράει τον τυροκόφτη στο πρόσωπο, να τον κλωτσάει στο κεφάλι. Μαζί και οι υπόλοιποι της συμμορίας.

«Πάρε αυτήν, για να μάθεις να ξεχωρίζεις», του φώναζαν. Έχυναν χολή και σάλια στα ματωμένα του αυτιά.

Δε χρειάστηκε στ’ αλήθεια πολύ, δεν ήταν απαραίτητο να περάσουν ούτε είκοσι λεπτά, ώστε ο Μπέσερ να φτάσει κοντά στο να ξεψυχήσει. Και όταν κάποιος από τους θολούς, σα σκιά πλέον, βασανιστές του πλησίασε για να σκεπάσει με εκείνο το γελοίο κουστούμι το σχεδόν νεκρό σώμα του θύματος, ο άνθρωπός μας αυτός, ο παραλίγο σκοτωμένος, βρήκε ευκαιρία και πήδηξε στο ποτάμι. Να λοιπόν πώς ο μύθος μαρτυράει, πώς ο θρύλος λέει, για εκείνον τον αδύναμο που έγινε πρώτη και τελευταία φορά ρεζίλι. Πώς ο ίδιος μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά σε σταγόνα ενός χειμάρρου για να ξεφύγει, μια και καλή, από το μίσος των ανθρώπων που τον κύκλωναν.         

[Πρώτη δημοσίευση © Μονόκλ]


Ο Νικόλας Περδικάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, στο ίδιο τμήμα, στον τομέα της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Νέων Τεχνολογιών. Μέρος της μελέτης του σχετιζόταν με την έρευνα γύρω από τη χρήση των διαδραστικών-ψηφιακών αφηγήσεων στην εκπαίδευση. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην ΕΡΤ. Πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία με το βιβλίο «Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα» το 2014.