Διονύσιος Σολωμός | Νεκρική Ὡδή I

Προσωπογραφία του Διονυσίου Σολωμού από άγνωστο καλλιτέχνη.

1

Ἀπ’ αὐτά, πού σοῦ ἐχύσαν ἀπάνου
ἕνα παίρνω θανάτου λουλούδι,
καί πικρά τό στερνό σου τραγούδι,
γλυκέ υἱέ τοῦ αδελφοῦ μου, ἀρχινῶ.
Ἔχει ἀπείραχτο χρῶμα τό φύλλο,
ὅπως ἤτανε ζῶντας τό χεῖλο,
πού τῆς νιότης γλυκά τό λουλούδι
ἐγελοῦσε δροσᾶτο, λαμπρό·
τώρα ἐσβήσθη, κι ἀργά τό τραγούδι
τό στερνό σου μέ κάνει νά πῶ.

2

Τοῦ Μαϊοῦ ροδοφαίνεται ἡ μέρα,
πού ὡραιότερη ἡ φύση ξυπνάει,
καί τήν κάνουν λαμπρά καί γελάει
πρασινάδες, ἀχτῖνες, νερά·
ἄνθη κι ἄνθη βαστοῦνε στό χέρι
παιδιά κι ἄντρες, γυναῖκες καί γέροι·
ἀσπροεντύματα, γέλια καί κρότοι.
Ὅλοι οἱ δρόμοι γιομᾶτοι χαρά·
ναί, χαρῆτε τοῦ χρόνου τή νιότη,
ἄντρες, γέροι, γυναῖκες, παιδιά.

3

Πλέκει ὁ δύστυχος ἕνα στεφάνι,
καί ἀπό πάνου του ἡ μάννα του γέρνει·
«πάντα ἡ τύχη ἀπ’ αὐτά νά σοῦ σπέρνη,
καί γιά σέ νά ’ναι ὁ χάρος ἀργός.»
Πῶς μέ λύπη θωρεῖ τό στεφάνι;
Ξάφνου ἰδού στό κεφάλι τό βάνει,
καί πηδῶντας τή μάννα του κράζει,
καί χορεύει στή μάννα του ὁμπρός·
«βγάλ’ το, μάτια μου,» ἡ μάννα φωνάζει,
«δέ μ’ αρέσει, ὄχι, ἐκειός ὁ χορός.»

4

Ἀλλά ἀνήσυχα ὑψώνει τά μάτια,
λές καί κάτι στά Οὐράνια γυρεύει,
ὅμως πάντα χορεύει, χορεύει,
μέ θυμό, μέ λαχτάρα πολλή.

(Τά μουγγρίσματα τοῦ θανάτου ἀγρικόντανε μακρόθεν.)

— Φύσα, φύσα, καί σκόρπισε, ἀέρα,
τά μουγγρίσματα αὐτά τά βαθιά.—
Δεν ἀκούει· στόν ἀστρώδην αἰθέρα
βασιλεύει γλαυκή σιγαλιά.