Χρήστος Αθανασίου | Μάριον της ψυχής και της φαντασίας

Φωτογραφία: George Krause

Η Μάριον ήταν η νεότερη και ωραιότερη του διαμερίσματος των γυναικών. Η Μάριον ήταν η ωραιότερη ανάμεσα σ’ όλες τις γυναίκες της πόλης. Η πιο ωραία που ο νους του ανθρώπου μπορεί να φανταστεί.

Ασύλληπτη δια γυμνού οφθαλμού στα μάτια των άλλων. Γυναίκα που ρίχνει στην ψυχή την ταραχή. Τελείως διαφορετική γύρω απ’ το λαιμό του ανδρός. Ελεύθερη να διαθέσει τον εαυτό της όπως θέλει.

Η Μάριον μ’ ένα κορμί λυγερό και παράξενο σαν το αλάβαστρο, έμοιαζε μ’ ένα κομμάτι διάφανο γυαλί, που πέφτει πάνω του το φως κι αποκτά μια στιγμιαία λάμψη. Όχι πραγματική στο μεθύσι των αισθήσεων. Όχι διαρκή στην αποτύφλωση του πνεύματος.

Την έβλεπα να κατηφορίζει με μικρούς απατηλούς ιριδισμούς την Βουκουρεστίου. Σ’ ένα κοσμοπολίτικο και πολύ πρωτοκλασάτο περιβάλλον, μ’ ένα αχνό κραγιόν, μεγάλα φυμέ γυαλιά και να χαμογελά αφηρημένα.

Η Μάριον που είχα αγαπήσει αλλά που πότε δεν είχα γνωρίσει, δεν ήταν ούτε υπερφυσική ούτε αγνή. Με τους σαρκώδεις πολύχρωμους καρπούς της ήταν μεγαλόπρεπη και θελκτική.

Ήταν υγρή κινούμενη φωτιά σαν φθινοπωρινή καταχνιά. Ήταν πνεύμα φυλακισμένο σ’ ένα λυχνάρι που δεν ήξερε πώς να το κρατήσει. Ήταν απεσταλμένη από τον κόσμο της πραγματικότητας στην πρώτη γραμμή. Προς την ύψιστη ευτυχία που μπορεί να υπάρξει στη γη.

Σε μια έρημη και απομονωμένη πόλη, η Μάριον έκανε χρήση της ελευθερίας της για ν’ απολαύσει όσο μπορεί καλύτερα την ανθισμένη νιότη της. Ήθελε να μετακινήσει τ’ αστέρια από τον ανέφελο ουρανό στο μέτωπο της. Να βρει μια τρύπα στη γη και να κρυφτεί εκεί μέσα για πάντα !

Όταν τα μαλαματένια ποτήρια έβαφαν και ύγραιναν τα κόκκινα χείλη της Μάριον με ασυγκράτητο μα μάταιο θυμό, τότε ποδοπάτησε την καρδιά μας, την τιμή μας και την αξιοπρέπειά μας. Σαν αποστάτης άγγελος ντύθηκε πανσέληνος και έφτασε στο φεγγάρι, χωρίς να υπολογίζει ότι ο ήλιος ήταν εκεί κοντά.

Η Μάριον είχε αποκτήσει μια μοναδική και απαράμιλλη ομορφιά σε μια υπέρβαση ζωντανού και ζωικού πάθους. Είχε μια ιδιοσυγκρασία που έφτανε κοντά στην τρέλα τόσο συχνά όσο λες ότι πας κι εσύ. Είχε μια ιδιοσυγκρασία που μερικοί την έλεγαν τρέλα από την οποία έχεις κάπως απομακρυνθεί.

Μερικοί άξεστοι, ανόητοι κι αξιολύπητοι άνδρες σε μια κίνηση κυκλωτική στο κέντρο της πρώτης επίθεσης, με πράξεις εγκληματικές και αντίθετες στους νόμους, την βρήκαν ανυπεράσπιστη. Την άρπαξαν από το κρεβάτι της, της έβαλαν φίμωτρο στο στόμα, της φόρεσαν μια ρόμπα από κόκκινο βελούδο και την έριξαν μέσα στο βρώμικο και καταξεσκισμένο λίκνο του πολέμου και της λευτεριάς.

Μερικοί έλεγαν πως είναι μια ψυχωτικά τρελή. Μια αλαζόνα. Μια 
πλαγιασμένη, ορθή και καθισμένη εύθυμη τεμπέλα. Μια καλών προθέσεων ανήθικη γυναίκα του κέρδους ή της ηδονής. Μια δεσποτική στον έρωτα της τέχνης. Γεννημένη για να βλέπει ένα λαό στα πόδια της.

Οι υπάκουοι, πειθήνιοι και βουβοί ευνούχοι το έλεγαν αυτό. Οι ευνούχοι που αναρωτιούνται για το αν μπορούν ν’ αγαπήσουν. Οι ευνούχοι που είναι κρυμμένοι πίσω από μια κολόνα και παραμονεύουν. Οι ευνούχοι που περιφέρονται άσκοπα σε μια κατάσταση απερίγραπτης νευρικότητας. Οι ευνούχοι της αιώνιας μαστούρας που ποτέ δεν θέλησαν να καταλάβουν την Μάριον.

Ότι κατόρθωσαν σε κάθε περίσταση, στην Μάριον τ’ οφείλουνε. Στην Μάριον που τους έμαθε να γνωρίσουν τη ζωή. Στην Μάριον που τους κάθισε σταυροπόδι στην άκρη μιας χαβούζας. Στα δάχτυλα της χαϊδευτικής και γλυκιάς αόρατης μουσικής της. Στα δάχτυλα που άγγιζαν και θώπευαν τις μυστικές συγχορδίες της.

Οι σωστοί άνδρες που την αγαπούσαν και την λάτρευαν ως τη στιγμή του θανάτου, καθόλου δεν τους ένοιαζε αν ήταν θεατρίνα που εξετάζει την πλατεία μέσα από την τρύπα της αυλαίας. Και η Μάριον είχε βρει κάποιο τρόπο να ξεγλιστρήσει εξ αποστάσεως. Το είχε σκάσει σε διαστάσεις τάσεων. Δεν τους είχε ανάγκη ούτε για μια στιγμή. Ζωγράφιζε ροζ ιστορίες, χόρευε με την ευλυγισία αιλουροειδούς, τραγουδούσε από λυρισμό και ευαισθησία.

Ο πατέρας της είχε πεθάνει από το ποτό εδώ και πολλά χρόνια. Η μάνα της με μια πνοή οίκτου την είχε κοπανήσει, αφήνοντας τα κορίτσια μόνα. Οι αδελφές της ήθελαν να της βάλουν δυναμίτη στο σπίτι. Την αντιμετώπιζαν φιλύποπτα κι εχθρικά, αλλά η Μάριον έβλεπε τα πάντα καλοπροαίρετα. Την κατηγορούσαν ότι κακομεταχειριζόταν την ομορφιά της. Ότι δεν χρησιμοποιούσε το μυαλό της για χατίρι του συμβιβασμού. Αλλά η Μάριον είχε και μυαλό και πνεύμα κάτω από το μάτι του Θεού.

Απλώς το μυαλό της ήταν διαφορετικό. Το μυαλό της απλώς δεν ήταν πρακτικό. Το μυαλό της δημιουργούσε τον τεράστιο ποταμό της μνήμης και των εικόνων για να συνθέσει ένα παρελθόν. Όταν όμως ερχόταν η ώρα να το κάνεις μαζί της, κάθε κίνησή της εξέφραζε τη μεγάλη ψυχή της ποιήτριας. Της λατρεμένης θεατρίνας από τον λαό χιλιάδων καρδιών.

Οι αδελφές της ζήλευαν γιατί τραβούσε τους άντρες τους και θύμωναν γιατί ένιωθαν ότι δεν τους εκμεταλλευόταν όσο έπρεπε. Συνήθιζε να είναι καλή με τους πιο γενναιόδωρους τύπους. Οι λεγόμενοι στενόμυαλοι άντρες την αηδίαζαν. « Δεν έχουν κότσια »  έλεγε « Δεν έχουν τσαγανό ». « Δεν μπορούν να ελέγξουν την παραγωγή των βλαμμένων εγκεφάλων ούτε εκείνους που αγοράζουν τις βλακείες τους ». « Το αθώο βλέμμα τους μπορεί να ξεγελάσει τον καθένα ».

Είναι άνδρες αδύναμοι απ’ τη φύση όμοιοι με φύλλα σαν θαμπά όνειρα, έλεγε με πλήρη συνείδηση. Πρέπει να έχουν γρήγορο μυαλό και να είναι ετοιμόλογοι στο κάθε τι. Ν’ αφήσουν λίγο κατά μέρος τον εγωισμό τους. Τους απώτερους και σκοτεινούς σκοπούς τους. Τις ιδιαίτερες ετοιμασίες τους.

Είναι άνδρες αφτέρωτοι κι εφήμεροι, έλεγε αναμμένη από τον θυμό. Έχουν ψεύτικο μουστάκι κι άμα γουστάρουν βάζουν και ψεύτικες φαβορίτες. Φτιάχνονται από ένστικτο εραστές, κυνηγοί και πολεμιστές. Φτιάχνονται με γάντια και λαβίδες χειρουργικές. Φτιάχνονται μ’ ένα κουστούμι καθωσπρεπισμού και σοβαροφάνειας.

Μόνο επιφάνεια στη συντριπτική πλειοψηφία τους. « Τίποτα παραμέσα στην σύγχρονη υποκρισία και στον πουριτανισμό μας » έλεγε ερεθισμένη στον ανώτατο βαθμό.

Αυτή είναι η ιστορία της Μάριον. Γιατί πάντα θα υπάρχει μια Μάριον. Μια Μάριον που περπάτησε στο φεγγάρι του δικού μας κόσμου. Του κάποτε, του σήμερα και του πάντα.

 


Ο Xρήστος Αθανασίου είναι απόφοιτος της Βαρβακείου Σχολής. Kάτοχος πτυχίων Υποκριτικής Θεάτρου – Κινηματογράφου του Υπουργείου Παιδείας και Υπουργείου Πολιτισμού καθώς και τίτλων Μεταπτυχιακών Σπουδών και Σεμιναρίων Υποκριτικής, Σωματικού Θεάτρου, Δημιουργίας Θεατρικού Λόγου, Κορυφωμένης και Επεισοδιακής Δραματικής Δομής – Γραφής και Σημειολογίας προς την παραστασιολογία, ως επιστήμη που αναλύει σε βάθος φαινόμενα της θεατρικής πράξεως. Ακροατής – Φοιτητής στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Συγγραφικό έργο: «Λογοτεχνικές Αστραπές» (Υπό έκδοση, «Όταν ο ηλεκτρικός σπινθήρας φωτίζει την ζωή και το όνειρο», «Aφιερώματα στους ταξιδευτές της υποκριτικής τέχνης» (Υπό έκδοση), «Η Δραματική αλήθεια και το κωμικό αθώο των Ελλήνων Ηθοποιών», «Μίμηση Πράξεως στην 7η Τέχνη του Ουρανού».[Επεξήγηση: Aφιερώματα των εκλιπόντων Ηθοποιών από τα τέλη του 19 ου αιώνα μέχρι σήμερα σε λογοτεχνική μορφή]