Χρήστος Ζάχος | Μια άλλη μέρα

Φωτογραφία: Andre Kertesz

  Σηκώθηκα κάποια στιγμή από το κρεβάτι, όχι πρωί βέβαια, ντύθηκα όπως πάντα και αποφάσισα να μην πιω καφέ. Ούτε πλύθηκα, αλλά σαφώς κατούρησα. Είχα τα μαλλιά μου ανάκατα και τις χαρακιές από το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου. Έβγαλα το περίστροφο από το συρτάρι – το οποίο μου είχε χαρίσει κάποιος και δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ πριν – πήρα όλα τα φυσίγγια που είχα και βγήκα να κάνω τον περίπατό μου. Το είχα γεμάτο και το κρατούσα στο χέρι ενώ τις υπόλοιπες σφαίρες τις είχα βολέψει στις τσέπες και το σώβρακό μου.
  Βγαίνοντας λοιπόν από το σπίτι, βλέπω την κυρία τάδε που τη συμπαθούσαν όλοι, όπως κι εγώ άλλωστε. Έπλενε κάτι χαλιά στο πεζοδρόμιο και την απάλλαξα από τη θλιβερή ύπαρξή της. Θα πρέπει να με ευγνωμονεί τώρα, αλλά τι κρίμα που δεν υπάρχει για να το κάνει. Έπειτα κάποιοι από τη γειτονιά, βγήκαν να δουν τι συμβαίνει. Χαρίζοντας μια σφαίρα στο κεφάλι του καθενός, κανείς άλλος δεν έδειξε περιέργεια. Οι υπόλοιποι, μάλλον, ταράχτηκαν από την ένταση και προτίμησαν να παρακολουθούν πίσω από τις κουρτίνες. Ίσως, σοφά έπραξαν.
  Συνέχισα το δρόμο μου και συνάντησα αυτόν τον συμπαθέστατο κύριο που έβγαζε βόλτα το σκυλάκι του. Φάνηκα γενναιόδωρος και χάρισα στον καθένα τους από μια σφαίρα. Βέβαια, λέρωσαν κάπως το δρόμο με αίματα και τα σχετικά, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι, θα τα καθάριζε ο δήμος την επόμενη. Έπειτα, μια κυρία που δεν τη γνώριζα κι ένα παλικάρι. Τους έστειλα να κάνουν παρέα μαζί με τους προηγούμενους. Δεν ήθελα να έχεις κανείς παράπονο.
   Ο ήλιος έλαμπε και υπήρχε κίνηση. Δεν θέλησα να κάνω διακρίσεις κι έτσι, όποιος βρίσκονταν στο δρόμο μου, είχε την ίδια τύχη. Το όπλο άδειασε κι έτσι αναγκάστηκα να το ξαναγεμίσω. Ευτυχώς, είχα αρκετές σφαίρες, δεν ξέρω πόσες – ποιος μετράει άλλωστε; Αναζητούσα τη γαλήνη και θα την έβρισκα μαζί με όλους τους άλλους. Δεν υπήρξα ποτέ εγωιστής, πάντα ήθελα να μοιράζομαι πράγματα. Ένας μεγάλος αλτρουισμός με διακατείχε και ήθελα να τον εκφράσω. Το να κρατάς τα αισθήματά σου φυλακισμένα, είναι μεγάλο έγκλημα κι εγώ, κάθε άλλο παρά εγκληματίας ήμουν. Έτσι συνέχισα να προσφέρω τη γαλήνη και τη χαρά σε όποιον βρισκόταν γύρω μου. Αλίμονο, πώς θα μπορούσα να κάνω αλλιώς;
   Ένοιωσα, όμως, οι σφαίρες να λιγοστεύουν στις τσέπες μου και γέμισα για τελευταία ίσως φορά, το περίστροφο. Κάποιες σειρήνες που είχαν κατακλύσει το ηχοτοπίο και ο μεγάλος όχλος συνάμα, ενοχλούσαν τη πολυπόθητη γαλήνη που ήθελα νοιώσω – αλλά και να προσφέρω. Έτσι, κάποια ανθρωπάκια με γαλάζιες στολές – εμφανώς τρομοκρατημένα – βρέθηκαν μπροστά μου μαζί με τα ασπρογάλανα οχήματά τους, να μου κόβουν το δρόμο. Κατάλαβα πως λόγω καταπίεσης, αυτοί με είχαν περισσότερη ανάγκη, κι έτσι αποφάσισα να μην τους αφήσω αδικημένους και να σπαταλήσω όσες σφαίρες μου είχαν απομείνει σε αυτούς. Βέβαια, φαίνεται, πως κι αυτοί, από αλληλεγγύη, είχαν τα δικά τους όπλα τα οποία και έστρεφαν εναντίον μου, μάλλον για τον ίδιο σκοπό: Τη χαρά για την επερχόμενη γαλήνη με τον μοναδικό τρόπο που αυτή μπορεί να επιτευχθεί.
  Πέτυχα κάποιους απ’ αυτούς κι εν μέρει, κατάφερα το σκοπό μου, αλλά ήταν περισσότεροι και είχαν πλεονέκτημα, κι έτσι, βρέθηκα κι εγώ επιτέλους να κατακτώ αυτό που πρόσφερα σε όλους αυτούς τους συντρόφους, συνδαιτυμόνες, συμπολίτες κλπ. Την υπέρτατη γαλήνη της ανυπαρξίας που τόσοι και τόσοι φιλόσοφοι είχαν επικαλεστεί και διδάξει, ο καθένας ξεχωριστά ανά τους αιώνες, για τη λύτρωση και την ευημερία του σκεπτόμενου ανθρώπου. Ίσως, με αυτόν τον τρόπο, το αιμόφυρτο και διάτρητο από τις σφαίρες πτώμα μου, να ήταν, όχι μόνο η απάντηση, αλλά και η κατάκτηση της Σοφίας αυτής.
   Ο σκοπός όλων είχε επιτευχθεί κι εγώ, όπως και όλοι οι σύντροφοι και τα στρουμφάκια που βρέθηκαν μπροστά μου εκείνη την ωραία ημέρα, καταφέραμε να κερδίσουμε το απροσδόκητο: Το αίμα μας να βάψει την άσφαλτο και τα πεζοδρόμια της άθλιας αυτής πόλης σαν αφηρημένη εξπρεσιονιστική τέχνη ή σαν μαυροκόκκινο λάβαρο που παράτησαν στο δρόμο κάτι παραιτημένοι πια επαναστάτες, προσφέροντάς μας το υπέρτατο και πολυπόθητο αγαθό της γαλήνης και της ουτοπίας, σε έναν μάταιο κόσμο.
   Αργότερα, κάποιοι είπαν για έναν μανιακό δολοφόνο και πολλά θύματα, χωρίς να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για μια στάση ενάντια στο παράλογο της ζωής και πως ο θήτης δεν ήταν τίποτε παραπάνω από έναν απελπισμένο αυτόχειρα που ήθελε να σώσει, όσο το δυνατό περισσότερους. Μόνο που αυτός, την αυτοχειρία του, την έθεσε σε άλλους, παίρνοντας φυσικά και όσους εκτιμούσε, μαζί του. Αλίμονο, μαζί με αυτούς και κάποιους που δεν εκτιμούσε, αλλά αυτοί ανήκουν πραγματικά στο ανθρώπινο είδος;



Ο Χρήστος Ζάχος, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα ήταν το 2009 με την ποιητική συλλογή “Η Nόσος της Ποίησης” από τις εκδόσεις Ίαμβος. Ακολούθησαν η “Κραταιά ως θάνατος αγάπη” με τον ίδιο εκδότη και “Οι εμπειρίες ενός πνιγμένου” το 2011 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το 2014 εξέδωσε την “Χ–έγερση υποσυνειδήτου” στις Εκδόσεις των Συναδέλφων και η νέα του λογοτεχνική δουλειά θα έχει τίτλο “Ασημαντότητες”. Ποιήματά του και πεζά, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά έντυπα και διαδικτυακά.