Γεώργιος Σουρῆς | Ὁ Ρωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος, τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ, καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος, κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ. Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω, τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική. Ψυχή […]

Γεώργιος Σουρής | Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Ἂν καὶ δὲν πιστεύω πὼς θὲ νὰ πεθάνω, ἂν καὶ μὲς στὸ ἄνθος εἶμαι τῆς ζωῆς μου, διαθήκη ὅμως σκέπτομαι νὰ κάνω, γιὰ νὰ μὴ μὲ τύπτει ἡ συνείδησίς μου. Ποιός γνωρίζει τάχα τί μοῦ ξημερώνει! ἐνῷ πᾷς στὸ δρόμο ξένοιαστος… τί φρίκη! ἅμαξα ἢ κάρρο σὲ καταπλακώνει, κι’ ἔτσι ξεμπερδεύεις δίχως διαθήκη. Πένα στὴ […]