Ανιχνεύοντας το αόρατο

Γράφει ο Αντώνης Τσόκος

 

Πατρίδα
Η γλώσσα στην οποία αισθάνεσαι
Η γλώσσα στην οποία σιωπάς

Η ποιητική συλλογή “Έγγραμμα” του Βασίλη Παυλίδη ξεκινά με μια γλώσσα που μοναδικό της σύνορο είναι το συναίσθημα. Στο πρώτο ποίημα με τίτλο “Θεσσαλονίκη 2015” ο ποιητής αγκαλιάζει την πόλη του. Σε μια πράξη στοργής ίσως και απελπισίας. Στέκεται πλάι σε μια πόλη -σ’ έναν κόσμο ολόκληρο- που βιάζεται να φτάσει το μέλλον πριν καλά-καλά κατανοήσει το παρόν. Στην αγκαλιά αυτή κάποιοι χωρούν και κάποιοι περισσεύουν.

Γράφει:

Πόλη που ζεις βουβά, αμήχανα τον θάνατό σου
Των ανθρώπων οι αγάπες
Στοιβάζονται σε κάθε ζεστή από τη χρήση γωνιά
Κάθε μέρα ένα βήμα προς το τέλος
Μοίρα κοινή με το άμοιρη κοινό σου
Μήπως ο θάνατος δεν είναι για σένα;
Εσύ χάιδεψες κάθε έρωτα την ανάσα
Εσύ ποτίστηκες με κάθε αποχαιρετισμού το δάκρυ
Εσύ παρηγόρησες κάθε μοναξιάς την παραίτηση
Μήπως το τέλος δεν είναι για σένα;
Με υπομονή αγκάλιασε κάθε προσπάθεια
Να διεκδικήσουμε ύπαρξη στη δική σου ανυπαρξία
Το μέλλον σου ήρθε τώρα
Δεν το περίμενες
Μα για το μέλλον δεν είναι ποτέ νωρίς
Δεν είναι ποτέ αργά
Πόλη που και τη δική μου λαθραία ζωή δέχτηκες
Σου απευθύνομαι
Σου υποκλίνομαι

Από τα πρώτα κιόλας ποιήματα της συλλογής, ο Παυλίδης προσπαθεί να ανιχνεύσει το αόρατο. Μιλά για τις ζωές εκείνες που δεν αφήνουν ίχνη στους δρόμους της πόλης, λευκές ψυχές σε λευκό φόντο. Για τους αόρατους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο, περιμένοντας τον θάνατο να επικυρώσει την ύπαρξή τους.
Για τους πρόσφυγες που ποτίζουν τη θάλασσα με το χρώμα της χαμένης ελευθερίας τους. Η θάλασσα του Παυλίδη εμφανίζεται, όχι μόνο ως φυσικό τοπίο αλλά και ως φυσικός καθρέφτης. Έχει μνήμη που διαρκεί όσο η όραση κι αλλάζει συνεχώς πρόσωπα, συναισθήματα, σχήματα και χρώματα.
Ο ποιητής καταπιάνεται με όλες εκείνες τις ζωές που έχουν εγκλωβιστεί στην καθημερινότητα. Στην ασφυξία της επανάληψης. Συμμορφώνεται με τους φόβους του. Η στασιμότητα μεταμφιέζεται ως ταξίδι και το ταξίδι ως μια υπόσχεση πως τίποτα δεν θ’ αλλάξει.
Μέσα σ’ αυτή την καθημερινότητα, η κοινωνία χτίζει φυλακές για να χαρίζει ελευθερία.
Ο άνθρωπος, αριθμείται, δεν ζει τις επιθυμίες του — μαθαίνει να τις αποφεύγει. Μαθαίνει να μετρά, αντί να αισθάνεται.

Γράφει:

Αποφύγαμε με ακρίβεια τη λύση
Κι είμαστε αύξοντες αριθμοί απομειούμενου βίου

Ο ποιητής προσπαθεί να κινηθεί αντίστροφα στον χρόνο. Ψάχνει για τα κομμάτια εκείνα της ζωής που δεν του επιστράφηκαν, τις στιγμές που χάθηκαν χωρίς εξήγηση. Προσπαθεί να επιστρέψει, να πιάσει ξανά το νήμα εκεί που κόπηκε. Εκεί που χάθηκε ο έρωτας, η φιλία, το νόημα. Από τους παλιούς έρωτες μόνο η σιωπή και η αίσθηση του αγγίγματος κατάφεραν να επιβιώσουν». Σ’ έναν κόσμο θορυβώδη αποζητά τη σιωπή εκείνη που κάνει τις ανάσες να ακούγονται.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η θεολογική διάσταση που αναδύεται από την ποίηση του. Ο Παυλίδης οραματίζεται μια θρησκεία στην οποία ο Θεός παραμένει πιστός στον άνθρωπο.

Γράφει:

Πρόγονος του Θεού ο άνθρωπος
Πάρεργο ενωτικό
Προσκυνώ

Ο θάνατος περιδιαβαίνει τα ποιήματα του Παυλίδη αθόρυβα. Είναι μελαγχολικός και ιδιαίτερα διακριτικός. Δεν υψώνει τη φωνή του. Επιτελεί το έργο του με τέτοια σεμνότητα που μοιάζει σαν να μην υπάρχει.

Στην ποίηση του Βασίλη Παυλίδη η αφετηρία κάνει τον δρόμο ορατό. Οι στίχοι δεν απαιτούν την προσοχή του αναγνώστη με κραυγές και τεχνάσματα.

Γράφει:

Όταν τα καταφέρω θα γράψω ένα ποίημα
Που θα βάλει κατά των υπερβολών
Θ’ αγορεύει ειλικρινά για άλλους
Δεν θ’ αλληγορεί για τον αυτάρεσκο δημιουργό του

Ο ποιητής δεν καθοδηγεί τον αναγνώστη. Απλώνει το χέρι του, όχι για να του δείξει τον δρόμο, αλλά για να του μεταφέρει τη, σιωπή, την τρυφερότητα, την απόγνωση, την εμπειρία, το δάκρυ. Μπορεί ο ποιητής να κρατάει στο χέρι του το μολύβι κι ο αναγνώστης το βιβλίο αλλά το ένα χέρι δεν διαφέρει σε τίποτα από το άλλο.

Όπως γράφει στο ποίημα του με τον τίτλο “Μαζί”

Έλα να χτίσουμε μαζί
Μα ο καθένας μόνος του
Το μέλλον που θα μας διαψεύσει