Η βία ως αρχαίο μνημείο

Γράφει ο Αντώνης Τσόκος

Σε μια εποχή που η επιστήμη, η τεχνολογία και η πληροφορία διαμορφώνουν την καθημερινότητά μας, θα περίμενε κανείς πως ο μύθος έχει πια καταστεί παρωχημένος. Κι όμως, παρά την πρόοδο και την τεράστια γνώση που έχουμε αποκτήσει, ο άνθρωπος συνεχίζει να αναζητά νοήματα που υπερβαίνουν τη λογική. Αναζητά αφηγήσεις να τον εμπνέουν, να του δίνουν μια κατεύθυνση και να του προσφέρουν την απολεσθείσα ταυτότητά του.

Ίσως, τελικά, χρειαζόμαστε έναν μύθο για να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα.

Οι ήρωες και οι ηρωίδες των μύθων ζουν στα σπλάχνα της καθημερινότητας. Στα σπλάχνα της σύγχρονης γυναίκας που σηκώνει στους ώμους της το βάρος της επιβίωσης αλλά και το βάρος των προσδοκιών. Που εργάζεται, γεννά παιδιά, αμφισβητεί τη μητρότητα, δημιουργεί – με μοναδικό όπλο την ψυχή και το μυαλό της. 

Η Σάρα, με το στόμα της ραμμένο και το μάτι της μισόκλειστο, δεν ανήκει σε κάποιο μακρινό παρελθόν. Είναι η σύγχρονη γυναίκα που καλείται να είναι ταυτόχρονα μητέρα, εργαζόμενη, σύντροφος.  Όλα τα παραπάνω με ένα στόμα που δεν της επιτρέπει να φωνάξει κι ένα βλέμμα σχισμένο στα δύο. Ο μύθος της είναι o τρόπος να ξαναδούμε την πραγματικότητα με άλλα μάτια, έστω και ραμμένα. Η Σάρα είναι η μυθική ηρωίδα που ενσαρκώνει το πρότυπο της καθημερινής γυναίκας. Φέρει το βάρος του φόβου και της ενηλικίωσης. 

Γράφει: 

Στις σαράντα μέρες που γεννήθηκα,
μια  γυναίκα με μικρή σουβλερή μύτη,
μαύρα μαλλιά πλεγμένα κότσο, δέρμα λευκότατο,
μαύρο φόρεμα και φουσκωτά στενά μανίκια,
στάθηκε πάνω από την κούνια μου
― μου έραψε το στόμα.
Ήχο περίσσιο μην προφέρω.
Πέντε μέρες μετά
μου έραψε μισό το αριστερό μου μάτι ―
τον εξ αριστερών ληστή
μη δω ποτέ
υπό την επήρεια του διαβόλου.

Στο στόμα και στο μάτι της Σάρας ράβεται η άρνηση και η αμφισβήτηση. Κληρονομιά που πηγαίνει από μάνα σε κόρη. Μια παρακαταθήκη που μεταδίδεται μέσα από τις γενιές, ράβεται σαν ταυτότητα στην ψυχή και το σώμα. Η Σάρα γίνεται καθρέφτης. Φορά το ρούχο της μητέρας της – όχι για να υποταχθεί, αλλά για να καταλάβει. Για να κατανοήσει, για να αλλάξει.

Φορά το ρούχο της μητέρας της γιατί είναι η μητέρα της.

Γράφει:

Από το ραδιοφωνάκι ακούγονται οι ειδήσεις.
Τρεις χτύποι και αναγγελία ώρας.
Η μύτη μου ανθίζει γαρίφαλα στο μαξιλάρι
―πρέπει να ανοίξει τουλάχιστον το αριστερό ραμμένο
μάτι―
το πιάνω το τεντώνω, δεν ανοίγει, ξαναπιάνω,
δεν ανοίγουν, θα βλέπω πάντοτε σκοτάδι,
ανοίγω τα μάτια τα κρατάω
και βλέπω τη Μητέρα από το στήθος μου επάνω.
Χαμογελάει.
Γεννήθηκες νικήτρια,
μου λέει. Και φεύγει.

Ζούμε υπό την απειλή του φωτός. Κι όμως, έχουμε μάθει να φοβόμαστε το σκοτάδι. Αυτός είναι ο πρώτος φόβος που διδασκόμαστε – ο φόβος του άγνωστου, του αόρατου, του ακατανόητου.

Από αυτό το πρώτο σκοτάδι μέχρι τον θάνατο –τον τελευταίο και απόλυτο φόβο του ανθρώπου– μεσολαβεί η ζωή. 

Γράφει:

Βλέπω βάθος από χώμα κι έναν σκελετό σε φέρετρο,
υπολογίζω
από τα πέντε ως τα ογδόντα πέντε μια αιωνιότητα,
δεν μου αρέσει το σκοτάδι,
πετάγομαι ουρλιάζω.

Στη βιασύνη μας να ζήσουμε «όπως πρέπει», να ωριμάσουμε, να λειτουργήσουμε, παρακάμπτουμε στάσεις. Αφήνουμε φόβους ανολοκλήρωτους. Ανώριμους. Σαν φαντάσματα που περιφέρονται μέσα μας.

Κι όταν δεν τους αναγνωρίζουμε, δεν τους φροντίζουμε, δεν τους ξεριζώνουμε, τους πολλαπλασιάζουμε. Διεκδικούμε καινούργιους φόβους. Εξυπνότερους, πιο σύγχρονους. Ακόμα και δανεικούς. Φόβους που αγνοούν την ύπαρξή μας αλλά διαμορφώνουν τη ζωή μας.

Η Σάρα γεννιέται σ’ έναν κόσμο όπου τα τραύματα και οι φόβοι υπάρχουν σαν αρχαία μνημεία. Δεν είναι κρυμμένα, δεν είναι ξεχασμένα· βρίσκονται εκεί, στο φως της ημέρας, επιβλητικά και αμετακίνητα, όπως τα ερείπια μιας παλιάς πόλης. Είναι παρόντα στους θεσμούς, στην εξουσία, στα σώματα που κουβαλούν τη μνήμη τους.

Η Σάρα είναι μέρος της ιστορίας, είναι το τραύμα, ταυτόχρονα όμως και το θραύσμα που εκδικείται για την πληγή του. 

Γράφει:

Μύριαμ-
ψιθυρίζει η μητέρα το όνομά της και σαστίζω,
τη Μητέρα μου τη λένε, Μύριαμ,
Σάρα, μου λέει η μητέρα,
δεν υπάρχει θάνατος, εσύ είσαι ο θάνατος

Η Μύριαμ, ως σύμβολο θηλυκής αντίστασης, στέκεται απέναντι σε μια παράδοση που καθαγιάζει τον θάνατο – ειδικά όταν αφορά το διαφορετικό, το θηλυκό, το ξένο. Μια μορφή εξέγερσης απέναντι σε έναν μηχανισμό που καθιστά την εξόντωση επιθυμητή, αναγκαία και δοξασμένη. Στέκεται απέναντι σε μια εξουσία που μετατρέπει τον σφαγιασμό του αδύνατου σε αρετή.

Γράφει:

Είμαι η Μύριαμ,
νιώθω πως είμαι

η πρώτη των γυναικών από πάντα.
Δεν είμαι οσία και άσπιλη
όπως η προκάτοχός μου
που κρατάει στα χέρια της το βρέφος.
Εγώ θα κρατήσω τον Λύκο. 

Το βρέφος που κρατά στα χέρια της η προκάτοχος της Μύριαμ είναι φορέας ελπίδας.

Ό,τι κι αν γίνει αυτό το βρέφος στο μέλλον, ο κόσμος θα το κοιτά με αγάπη, θα το αγκαλιάζει με πίστη, θα του συγχωρεί τα πάντα εκ των προτέρων. Ακόμα κι κάποτε γίνει Λύκος, δηλαδή επικίνδυνο, και οργισμένο. 

Η κοινωνία έχει τους μηχανισμούς να συγκαλύπτει την αγριότητα των δικών της παιδιών. Ράβοντας τα μάτια της για μην αντικρίζει την πείνα και τον πόνο των αδυνάτων. 

Γράφει:

Όταν τα πρωινά έβλεπα τους άντρες
να κινούν με αξίνες και τσεκούρια
έτοιμοι το αίμα της να χύσουν
το μίσος μου για κείνους συνεχώς μεγάλωνε,
ήθελα από το είδος τους να απαλλαγώ.
Και πλέον ήταν σίγουρο πως δεν θα αποτύχω. 

Η Μύριαμ σκοτώνει την πρώτη της αγάπη για να σώσει τη Λύκαινα. Δεν πρόκειται για έγκλημα πάθους, ούτε για μια πράξη εκδίκησης. Είναι μια συνειδητή επιλογή ανάμεσα σε αυτό που υπήρξε και σε αυτό που μπορεί να υπάρξει. Διαλέγει το συλλογικό καλό από το προσωπικό όφελος.
Θυσιάζει την τρυφερότητα της πρώτης αγάπης για να υπερασπιστεί ένα πλάσμα που του αφαιρέθηκε το δικαίωμα στην τρυφερότητα. 

Με αυτή την πράξη, η Μύριαμ εναντιώνεται  στον άντρα-αφέντη. Εκείνον που, για αιώνες, θεωρούνταν απαραίτητος, προστάτης της οικογένειας. Η εξουσία του βασιζόταν στη αντίληψη ότι χωρίς αυτόν, η γυναίκα δεν μπορεί να υπάρξει. Ότι η υποταγή σε αυτόν είναι αυτονόητη.

Γράφει:

Η Ελσινόρη είμαι εγώ και μέσα μου κρατώ τον κόσμο. Εδώ και δεκατρείς αιώνες, είμαι προγόνισσα όλων των γυναικών. 

Η Ελσινόρη, η Μύριαμ, η Σάρα. Καθρέφτες η μία της άλλης. Μοιράζονται το αίμα, το τραύμα,  τη βία και την ανισότητα. Καθεμιά τους γεννιέται για να ξηλώσει το σκοτάδι. Να τραβήξει με το νήμα της φωνής της όλα όσα έχουν ραφτεί στο σώμα της χωρίς τη συγκατάθεσή της.

Η Ελσινόρη, η Μύριαμ, η Σάρα, η Μόρα. Η Βίκυ Κατσαρού, η μητέρα πριν από τις μητέρες. Που μετάγγισε το αίμα, τον πόνο και το τραύμα σ’ αυτές τις γυναίκες. Η Μόρα – Το σημάδι της Σάρας αποτελεί το πιο ολοκληρωμένο ποιητικό -ως τώρα- έργο της Βίκυς Κατσαρού. Μιας ποιήτριας που έδωσε το στίγμα της από το πρώτο της βιβλίο, “Τα κεράσια της Εύας” Εκδόσεις Ιωλκός, 2018, τάραξε τα νερά με την Παπούσα “Εκδόσεις Ενύπνιο, 2021 και πάτησε γερά στον χώρο της ποίησης με τις Χαρακίδες, Εκδόσεις Ενύπνιο, 2023.

Θεωρώ τη Βίκυ Κατσαρού την πιο πολλά υποσχόμενη ποιήτρια της γενιάς του 2000. Η Κατσαρού δεν γράφει για να εντυπωσιάσει κι αυτό είναι απ’ τα μεγαλύτερα παράσημά της. 

Η γραφή της Βίκυς Κατσαρού αγγίζει τον αναγνώστη, όπως αγγίζει ένα χρυσάνθεμο ο ήλιος. Με τρυφερότητα, αγάπη αλλά και βία. Τη βία που σώζει το λουλούδι από τον μαρασμό.