Γεώργιος Κρεοπώλης | Αργυρές σταυροβελονιές

© Harry Callahan

Όπως συμβαίνει, συνήθως, σε περιπτώσεις παρόμοιες με τη δικιά μας, στην αρχή δεν υπάρχει τίποτα. Ανίδεοι εντελώς, με απουσία απτών τεκμηρίων, μελετημένοι ήδη από το σπίτι μας για την τέλεια προσωπική διαφήμιση, με μετριασμένο ενθουσιασμό και προσεκτική εξομολογητικότητα ξεκινάμε να ξεχειλώνουμε τα ενδύματα μας, να τα ξηλώνουμε δειλά, να μας απογυμνώνουμε κλωστή-κλωστή. Αφαιρούμε στρατηγικά τα μπαλώματα του χαρακτήρα μας, έτσι ώστε αν βρέξει στο τέλος εμείς να μην κρυώσουμε -γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, έχουμε μάλλον κρυώσει αρκετά. Να ‘χει μείνει έστω και λίγο ύφασμα κατάσαρκα, να πορευτούμε έπειτα μ’ αυτό και να ξαναντυθούμε. Αν βρέξει.

Την υφαίναμε την αγάπη μας με περιγραφικά λόγια και εξιστόρηση, με ερωτηματολόγιο και ευγενή ανάκριση, φιλοπερίεργη και λαίμαργη, βιαστική να καταλάβει, να διαβάσει, να ερμηνεύσει. Με αποκαλυπτικά δελτία την υφαίναμε, προδιεργασία απαραίτητης θεμελίωσης· βρέχοντας τα δάχτυλά μας νωχελικά στα αφρισμένα, αχαρτογράφητα ύδατα. 

Την υφαίναμε με φιλί αργό και σωτήριο, ανοιξιάτικο, με χάδι προστασίας, απαλό και περιστασιακά πρόστυχο, που έπαιρνε τον χρόνο του να αναζητά και να σκανάρει. Με ξεχασμένο, μακρινό χαμόγελο τη φτιάχναμε, με τη σκέψη σε ζαλισμένη παύση ξεκινήσαμε να τη συνθέτουμε. Με τα χέρια μας σταυρωτά την υφαίναμε, ερωτευμένα και τυφλά από ωμό πόθο, μπλεγμένα με τις ίνες της σωματικής ορμής και διψασμένα για αναδυόμενη, παλλόμενη, κτυπόφερτη ζέστη. 

Με ιδρώτα την υφαίναμε, μελί μου μάτια όμορφα, και με λόγια γλυκά σαν ποίηση. Με κόπο και υπομονή, πολλή υπομονή· ωσάν πατούσαμε γυαλιά καθώς μας εξερευνούσαμε και διαβαίναμε τα πατώματα μας, με τις μύτες των ποδιών ανάμεσα σε κομμάτια ματωμένα και ένοχα για τις ουλές μας. Έπρεπε να ήταν αργά, έπρεπε να ήταν προσεκτικά, έπρεπε να ήταν υπομονετικά. 

Με ζόρι την υφαίναμε, με αόμματη ζέση, με δόντια σφιγμένα και τους μυς μας τεντωμένους. Με προσπάθεια και θέληση την επιμεληθήκαμε την όμορφη, τη νεογέννητη και την τσαούσα. Με συνεπή, απαραίτητα διαλείμματα και σκληρή δουλειά. 

Και αφότου την υφαίναμε, τη φορέσαμε γύρω από την πλάτη, κουλουριαστήκαμε και τη τραβούσαμε στην πλευρά μας, λες και δεν μας αρκούσε η χειροπιαστή θαλπωρή, λες και ήταν εύθρυπτο το θερμό, το σχεδόν ξένο σώμα και ευάλωτο, λες και χρειαζόταν κουβέρτα εκείνη την εποχή του καύσωνα και του ξαναμέννου μπετόν. Λες και το συναισθηματικό γουργούρισμα δεν σταματούσε και τα ταλαιπωρημένα μας εσώψυχα ζητούσαν κι άλλο· τότε που προλαβαίναμε, όσο προλαβαίναμε. 

Την καμαρώσαμε έπειτα ανοιγμένη, προτάσσοντας τα σφιχτά χέρια, απλώνοντας την ολόκληρη στον αέρα. Δίχως πτυχώσεις τότε. Περήφανοι την αγκαλιάσαμε, τη νιώσαμε και την χαϊδέψαμε. Την σκεπαστήκαμε ξανά και ξανά μέχρι πάνω, με το κεφάλι καλυμμένο, για να αφουγκραστούμε τον παλμό μας έτσι όπως τα αυτιά μας, γεμάτα αίμα, θα την έσπρωχναν απαλά και ρυθμικά. Με κάθε χτύπο της λουσμένης στην αδρεναλίνη καρδιάς, της ανέμελης και καλπάζουσας πλέον, της ευτυχισμένης, της ελεύθερης και της ιασμένης. 

Την ποτίσαμε με άρωμα, την ποτίσαμε με σωματικά υγρά, την πλημμυρίσαμε και με επαίνους. Τη στολίσαμε χρυσές κορδέλες, τη φιλήσαμε αθώα ανάμεσα στις σταυροβελονιές της και της ευχηθήκαμε. Την εμποτίσαμε με μελλοντική άγνοια και εμπλουτισμένη φαντασία, ξέροντας ότι φυτεύουμε στα κενά των κλωστών (μας) της σπόρους νοσταλγίας και άμεσο, μελλοντικό άλγος. Με γλύκα την κεντήσαμε και με φιλήσυχο, προσηνές τέμπο.

Την επεξεργαστήκαμε, πλάθοντάς την με τα άκρα, τη γνωρίσαμε καλύτερα, τη μυρίσαμε -αναπόφευκτα- και την τρίψαμε στο σβέρκο -σαν κολώνια- και στη μέση, γύρω από το λαιμό και ανάμεσα στα μπούτια για να τη θυμόμαστε· τη φορτίσαμε με δέος και την ηλεκτρίσαμε με εναλλασσόμενο ρεύμα, γαργαλητό και μεταδοτικό γέλιο. Την απομνημονεύσαμε την παραμυθένια, την αποστηθίσαμε προσεκτικά με παιδικότητα και καλειδοσκόπιο στα μάτια. 

Την απομακρύναμε κάποτε, την παρατηρούσαμε από μακριά να επιπλέει, την ονειροπολούσαμε στην εγγύτητα της. Τη φλερτάραμε να μας ξαναπλησιάσει, της υποσχεθήκαμε ερωτηματικά, λάδια σε καμβά, δακρύβρεχτες γραπτές εναποθέσεις και άυλα μανταλάκια, να απλωθεί η δόλια ξανά στα σχοινιά μας και να ξαποστάσει όσο εμείς τη νιώθουμε ξανά δικιά μας, κοινή· προσπαθήσαμε ματαίως και αποτύχαμε. Την αποθηκεύσαμε στα πολύχρωμα συρτάρια της θύμησης.

Τα άτιμα, τα ξεχαρβαλωμένα, τα ατίθασα και τα άλογα, τα ύπουλα, τα πονηρά και τα θολωτικά. Δεν άφησαν τη ρημάδα την αγάπη κλειδωμένη. Σκονισμένη και γλυκιά νευρική έξαρση. Κάτω από τρεις στρώσεις φθινοπωρινού εναέριου μπαμπακιού μύρισα κεράσια. Μύρισα μηλόπιτα και πορτοκαλί κρασί. Το πρόωρο μελτέμι του Ιουλίου και το ρετσίνι του ανατολικού πλατάνου. Μόλις καθαρισμένο ξύλινο πάτωμα, ηλιοχαϊδεμένο και ανεμόφερτη γύρη. Παρφουμαρισμένο πηγούνι, μαλακό και φρέσκο, σφριγηλό στήθος και χέρια νεανικά και πουπουλένια. Πλημμυρισμένοι οι δρόμοι που διέσχιζα, πλημμυρισμένο και το μυαλό.

Την αποφυλακίσαμε την αγάπη μας με φιλόξενες αγκαλιές και μυστηριώδη ευθυμία, τη ξεσκεπάσαμε να δει το φως του ντροπαλού τότε ήλιου. Τη φοβηθήκαμε ίσως, την αποδομήσαμε, την απομυθοποιήσαμε, τη συζητήσαμε εκτενώς και την διαπραγματευτήκαμε. Τη δωροδοκήσαμε; 

Την μορφοποιήσαμε, τη πλάσαμε ξανά, τη χαράξαμε, τη διπλώσαμε, τη ματώσαμε, την πιέσαμε και τη φουσκώσαμε, της βάλαμε μάσκες και δεν την αναγνωρίσαμε. Σαΐτα την κάναμε και την απογειώσαμε. Την αμφισβητήσαμε και αναρωτηθήκαμε. Την υπερεκτιμήσαμε, μα και σίγουρα την αδικήσαμε όταν την υποτιμήσαμε. Τη στοιχηματίσαμε. 

Την προειδοποιήσαμε, την εμπιστευτήκαμε, την επαναπροσδιορίσαμε, (τη) νικήσαμε και, κάπως έτσι, τη ξανά δαγκώσαμε. Σαν παγωτό. Δειλά στην αρχή και έπειτα με σφιγμένες γνάθους, λαίμαργα. Μας πάγωσε τον εγκέφαλο και μας ανατρίχιασε. Και τη θυμηθήκαμε -τράνταξαν τα παλιά, πνευματικά συρτάρια. Αναδυθήκαμε και τη θυμηθήκαμε. Περίπου έτσι όπως την είχαμε αφήσει.

Τη δοκιμάσαμε ξανά, τη γευτήκαμε, την πειραματιστήκαμε και πειστήκαμε. Παίξαμε, πέσαμε, με χτυπημένα γόνατα λυγίσαμε και της προσευχηθήκαμε. Καμπουριάσαμε όλο κατάνυξη και την εισακουστήκαμε. Την παραπλανήσαμε, τη μεθύσαμε και την καθησυχάσαμε την κλαίουσα, την παραπονιάρα και την δύσκαμπτη. Την ειλικρινή και τη παιχνιδιάρα, τη θεατρική. Την εύπλαστη.

Την τεντώσαμε, τη τραβήξαμε, τη μακιγιάραμε αγχωμένοι, την ωραιοποιήσαμε, την κουκουλώσαμε τρομαγμένοι, την τρίψαμε να σπινθηρίσει και τη ζεστάναμε, την αφήσαμε να κοιμηθεί αφότου τη νανουρίσαμε· με διπλωματικούς χειρισμούς και τελεσίγραφα ψιθυριστά της τραγουδήσαμε. Με διορίες και διατυπώσεις προσπαθειών την κρατήσαμε να ονειροπολεί. Να πετάει η ελαφριά και να χορεύει.

Μα ξύπνησε. Και εκλογικεύτηκε. Και αφού στροβιλίστηκε, προσγειώθηκε. Χτύπησε και φθάρθηκε, γδάρθηκε και παραπονέθηκε. Και έριξε δύο σφαλιάρες αλύπητες σε χιλιοφιλημένα μάγουλα. Έμενα να πλένω το πρόσωπό μου μανιωδώς, για να αποβάλλω την κοκκινίλα από τα μουδιασμένα, κολακευμένα μου μούτρα κι αυτή την εαρινή μυρωδιά μωβ ανθών και απύθμενου παιχνιδιού που είχε πλέον η αγάπη μας και το στοχευμένο της χαστούκι. Η υφασμένη, η δεξιοτεχνικά κεντημένη και η κιχωτική· η παθούσα, αγνή ακόμα και η ταλαιπωρημένη. 

Ω απαλό μου βλέμμα, μαγικό και αψεγάδιαστο, άκακο, αθώο· την κλάψαμε την αγάπη μας, την υπαρκτή και την φανερωμένη, βουρκώσαμε, μαυρίσαμε και τη μαρτυρήσαμε, την επαναλάβαμε και την εξομολογηθήκαμε φωναχτά ανάμεσά μας· τη σπαράξαμε με το ακονισμένο νερό των οφθαλμών, το αλμυρό, το ζεστό και καυστικό, το δυσοίωνο. Με λυγμούς την κλάψαμε, με τη δίπλωση του κορμού και τις απρόβλεπτες συσπάσεις του σωματικού βασάνου. Με απαρηγόρητο παράπονο τη τυλίξαμε και αιχμηρές ακίδες στα δάχτυλα. Με την έλλειψη της ανάσας μας την ξαπλώσαμε, αναπολώντας την τη πενθήσαμε. Ξανά, αναδρομικά, την πενθήσαμε:

Όμορφό μου πλάσμα, οξυδερκές κι ανήσυχο. Το φως έπιασε το παχύ πινέλο του και χρωμάτισε τον ουρανό βαθύ γαλάζιο, μπήγοντας ακανόνιστα υπόνοιες ουράνιων σωμάτων στον καμβά του και πλέκοντας με ροδακινί μαλλί της γριάς τις αφράτες, ιπτάμενές του λεπτομέρειες. Το ιδανικό ενορχηστρώθηκε και, υπό το θέμα του, εμείς υφάναμε. Την υφάναμε την αγάπη μας κλωστή-κλωστή. Θαρραλέα τη ξεκινήσαμε, μα τη τελειώσαμε· και, κάπως, είπαμε -ηττημένοι, ιδρωμένοι και μεθυστικά ερωτευμένοι- και συμφωνήσαμε ότι έτσι θέλαμε, έτσι έμελλε και έτσι έπρεπε. 

-.-

Όταν ξανά άνοιξα τις πόρτες του μπαλκονιού μου, η πεσμένη γλάστρα σου φιλοξενούσε ακόμα ζωή, ζωή πιο απόμακρη πλέον και σκούρα. Ζωή που ίσα-ίσα θυμόταν τα τραχιά μου, χοντροκομμένα δάχτυλα και έπινε νερό βρόχινο και περιστασιακό χειμωνιάτικο φως. Σταγονόμετρα, εμπειρία, συνταγές αγάπης, προσοχής και ανοησίες- έπεσα στα γόνατα μου και το βάσταξα όρθιο· θολωμένος και αγχωμένος, ντοπαρισμένος από έρωτα το πότιζα. Και το πότιζα. Και το πότιζα. Και το έβλεπα να ξερνάει. Και το πότιζα. Και το πότιζα… 

 


Ο Γεώργιος Κρεοπώλης, κατάγεται από ένα χωριό της Θάσου και την καβάλα, όπου γεννήθηκε το 2002. Σπουδάζει στο τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών του ΑΠΘ. Ασχολείται από μικρή ηλικία με τη μουσική και τη ζωγραφική και προσφάτως ανακάλυψε την αγάπη του για την αποσπασματική συγγραφή.