Δήμητρα Καλλιγέρη | Η πιο σάπια ματαιοδοξία του κόσμου

© Lee Friedlander

(γράμμα από τον κύριο Α.)

Φοβάμαι μήπως απόψε πεθάνω και ήθελα να γράψω. Μου λένε πως όταν γράφω είμαι καλύτερος άνθρωπος. Δεν είμαι τόσο θυμωμένος. Ίσως επειδή δε νιώθω τόσο μόνος. Είχα ένα πάθος παλιά. Τζόγος. Για την ακρίβεια ποτό και τζόγος. Άγριο πράγμα ο τζόγος. Με έκανε να νιώθω ζωντανός. Η γυναίκα μου έλεγε «εσύ μέχρι και τη μάνα σου είσαι ικανός να πουλήσεις». Θυμάμαι το τελευταίο χαίρε.  Πριν ακόμα βγει η ψυχή της από το παράθυρο. Φιλούσα το χέρι της. Το είχα χώσει ολόκληρο στο πρόσωπο μου. Το πρόσωπό μου είχε μικρύνει μέσα στο χέρι της μάνας μου. Τη μυρωδιά Θεέ μου. Είχε μόλις πεθάνει αλλά μύριζε ακόμα ζωή. Μύριζε κάτι περισσότερο από ζωή: ανιδιοτέλεια. Κάτι χρυσαφένιο είχε αιχμαλωτίσει λίγες αχτίνες ήλιου πριν το μεγάλο δειλινό. Η βέρα της μητέρας μου. Η γυναίκα μου έλεγε «εσύ μέχρι και τη μάνα σου είσαι ικανός να πουλήσεις». Έβαλα το δάχτυλο με τη βέρα στο στόμα μου. Εκείνη τη μέρα πριν το μεγάλο δειλινό έμαθα πως είναι να θηλάζεις την πιο σάπια ματαιοδοξία του κόσμου. Η γυναίκα μου έλεγε «εσύ μέχρι και τη μάνα σου είσαι ικανός να πουλήσεις». Γιατί σας τα λέω όλα αυτά όμως; Α ναι σας είπα φοβάμαι μήπως απόψε πεθάνω. Ζω στο δρόμο τα τελευταία δέκα χρόνια. Έχω έναν καλό φίλο. Έχει κόλλημα με το πρώτο νεκροταφείο Αθηνών. Όπως είχα εγώ κόλλημα με τον τζόγο ή το ποτό. Δεν είμαι τόσο κακός άνθρωπος. Υπάρχουν πραγματικά κακοί άνθρωποι, δεν είμαι ένας από αυτούς. Κλείνω στο χέρι μου τη βέρα της μάνας μου κάθε νύχτα σαν και αυτή, κάθε νύχτα που φοβάμαι μην πεθάνω. Μάνα δεν σε πούλησα. Όχι τουλάχιστον ακόμα.

                      Δεν είναι ένα οποιοδήποτε χώμα

Θα τον έβρισκες πάντα στο ίδιο παγκάκι μπροστά από το πρώτο νεκροταφείο Αθηνών. Εκείνο το παγκάκι είναι το σπίτι του. Δεν είχε περάσει ποτέ τις μαρμάρινες πύλες του νεκροταφείου, μονάχα απ’ έξω το καμάρωνε. Ακριβώς, το καμάρωνε που έστεκε εκεί αγέρωχο, και ακατάβλητο ανά τα χρόνια. Ήταν έλεγε σχεδόν συνομήλικο με το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Γνώριζε τα πάντα για το πρώτο νεκροταφείο Αθηνών, του είχε γίνει εμμονή. Ήταν στα αλήθεια ερωτευμένος μαζί του. Αισθανόταν ικανοποίηση μόνο που έμενε στο μικρό παρκάκι μπροστά από το Νεκροταφείο. Μπορεί να ήταν άστεγος όμως είχε την πιο ωραία θέα, έτσι έλεγε στους φίλους του στο συσσίτιο. Κοιμόταν παραδίπλα από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες της Ελλάδας, αισθανόταν φύλακας της ιστορίας και του πολιτισμού. 

«Γιατί δεν μπαίνεις και μια βόλτα μέσα να το χαζέψεις; Να δεις την Κοιμωμένη του Χαλεπά; Τον τάφο του Ελύτη, του Σεφέρη και άλλων σπουδαίων προσωπικοτήτων», του έλεγε ο φίλος του ο Α. συχνά πυκνά όταν πήγαινε να τον επισκεφτεί στο παγκάκι του. 

Οι δυο άστεγοι φίλοι είχαν μια αρχή: μια θα έρχεσαι εσύ στο δικό μου παγκάκι μια θα έρχομαι εγώ στο δικό σου. Πάντοτε οποίος πήγαινε επίσκεψη έπρεπε να φέρει κάτι μαζί του, σαν πεσκέσι ρε παιδί μου. Πώς να πας με άδεια χέρια σε ξένο παγκάκι; Εκείνο το πρωινό ο Α., κρατούσε στα χέρια του ένα πεσκέσι που είναι σπάνιο να το βρει κανείς σε κάδο σκουπιδιών. Τι σπάνιο δηλαδή, είναι ακατόρθωτο. Ψυχές μέσα στα σκουπίδια είναι πιο πιθανό να βρεθούν. Συχνά βλέπανε γατάκια να κλαίνε μέσα σε χαρτόκουτα, παρατημένα κουτάβια τυλιγμένα σε κουβέρτες, ως και μωρό στο καλαθάκι του είχαν βρει στα σκουπίδια. Μωρό στα σκουπίδια. Μα τίποτα δεν τους έκανε εντύπωση, όσο αυτό που είχε βρει ο Α. εκείνο το σημαντικό πρωινό.

«The Macallan Peter Blake 1926» ένα από τα πιο ακριβά ουίσκι του πλανήτη, φιάλες του έχουν πουληθεί στον κόσμο για ένα εκατομμύριο δολάρια. Κι όμως ήταν αυθεντικό ο Α. ήταν πρώην αλκοολικός μα και γνώστης του καλού ποτού και της τέχνης., Αμέσως αναγνώρισε το γνήσιο της υπογραφής του καλλιτέχνη Peter Blake που ήταν τυπωμένη πάνω στο χαρτί που αγκάλιαζε το μπουκάλι και του έδινε μια ακόμα πιο πολύτιμη όψη. 

Ο Α. είναι καλός φίλος, ή όσο καλοί είμαστε οι περισσότεροι, υπό φυσιολογικές συνθήκες. Σκέφτηκε να κρατήσει αυτό τον θησαυρό, να τον πουλήσει, να μην ζει πια στο δρόμο. Σκέφτηκε να τον πιει μόνος του και να ευχαριστήσει τον Θεό για αυτό το θαύμα που θα κυλούσε στο λαιμό του και θα του ζέσταινε την άστεγη καρδιά. Σκέφτηκε πολλά μα δεν έχει σημασία. Αυτό που έπραξε τελικά ήταν να το πάει πεσκέσι στο παγκάκι του φίλου του, και να το πιούν μαζί μπροστά από τις πύλες του πρώτου νεκροταφείου Αθηνών.

Οι πύλες στέκουν αγέρωχες σαν φύλακες του χρόνου, ο ουρανός καθρεφτίζεται στο μάρμαρο.

Ο Α. εξηγεί γιατί είναι σημαντικό αυτό το πεσκέσι, μα ο φίλος του δεν συγκινείται, καθώς ποτέ δεν ήταν λάτρης του ποτού. Μπήκε σε πειρασμό να πάει να πουλήσει τη φιάλη; Μπα. Δεν ήταν λάτρης ούτε του χρήματος. Αφού ο Α. βρήκε τη φιάλη και διάλεξε ότι ο τρόπος που θέλει να χαρεί την τύχη που του χαμογέλασε είναι να μοιραστεί το ουίσκι μαζί του, τότε θα πίνανε μαζί αυτό το πανάκριβο ουίσκι και θα συνέχιζαν τις ζωές τους όπως πριν. Σαν τίποτα να μην είχε αλλάξει. Και όντως τίποτα δεν είχε αλλάξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η κουβέντα τους ξεκίνησε με πιθανά σενάρια της προέλευσής της φιάλης στον κάδο. Και όταν λέω προέλευση εννοώ: πώς σκατά βρέθηκε ένα ουίσκι αξίας κοντά ενός εκατομμυρίου μέσα σε μια πλαστική σακούλα, μέσα σε ένα πλαστικό κάδο, στην καρδιά της πλαστικής Αθήνας; Οι εικασίες ήταν ατέλειωτες και από τις δυο πλευρές. 

Ο Α. θεώρησε ότι μπορεί να ήταν κάποιος όμοιος του, δηλαδή πρώην αλκοολικός, που φοβήθηκε τον εαυτό του και ήθελε να απαλλαγεί από αυτόν τον θεσπέσιο πειρασμό. Ο νεκροταφειόκαυλος είπε ακόμα μεγαλύτερες βλακείες ότι μια γυναίκα τάχα μου έμαθε ότι ήταν έγκυος και δεν ήθελε να έχει αλκοόλ μέσα στο σπίτι της, ή ότι μια γιαγιά με άνοια καθάριζε την παλιά βιτρίνα στο σαλόνι της και δεν ήξερε τι ήταν αυτό που πέταγε, ή ότι μπορεί να ήταν δηλητηριασμένο, ή καταραμένο αφού θα είχε χυθεί πολύ αίμα για την απόκτησή του. Και άλλες ένα σωρό φανταστικές ιστορίες, που δεν έβγαζαν κανένα νόημα. Μα ούτε νόημα έβγαζε να είναι πεταμένο το συγκεκριμένο ουίσκι στα σκουπίδια σαν να είναι ένα οποιοδήποτε άλλο ουίσκι. Μα και οποιοδήποτε άλλο ουίσκι να ήταν δηλαδή γιατί να το πετάξεις; Το μωρό στο καλαθάκι δίπλα από τον κάδο σκουπιδιών, δεν τους είχε κάνει τόση εντύπωση, ούτε και χρειάστηκαν εικασίες για να εξηγήσουν πως βρέθηκε στα σκουπίδια ένα μωρό, η εξήγηση ήταν προφανής. Έπειτα αφού εξάντλησαν κάθε πιθανό σενάριο προέλευσης της κυριολεκτικά χρυσής φιάλης και αφού είχαν ήδη πιει μερικές γουλιές ο καθένας και είχαν ζεσταθεί, καθόλου πια δεν τους ένοιαζε πως διάολο βρέθηκε ένα τόσο γαμάτο ουίσκι σε κάδο σκουπιδιών. Είχαν ζεσταθεί αρκετά για μια τόσο επιφανειακή συζήτηση, τώρα χρειαζόντουσαν να μπούνε σε πιο βαθιά νερά. 

«Γιατί τέτοιο κόλλημα με το νεκροταφείο ρε φίλε;»

«Δεν είναι ένα απλό νεκροταφείο, δεν μπορείς να καταλάβεις».

«Ναι είναι ένα ιστορικό νεκροταφείο, έχουν θαφτεί ιερά τέρατα κάτω από αυτό το χώμα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τέτοιο κόλλημα».

«Ούτε εγώ μπορώ να καταλάβω, γιατί τέτοιο κόλλημα είναι απλά ένα ουίσκι».

«Να στο θέσω αλλιώς. Τι σε καυλώνει πιο πολύ στη θέα του;»

«Ωραία το έθεσες, φιλοσοφικά. Θα ήθελα να είμαι ένα από τα ιερά τέρατα αυτού του τόπου, κι ας με πλάκωνε το χώμα. Θα ήθελα την κηδεία μου να την έπαιζαν τα κανάλια, τα ραδιόφωνα, να την έγραφαν σε όλο τον κόσμο, και ήχοι από δορυφόρους να κάλυπταν το κλάμα των παρευρισκόμενων. ‘Ένας ολόκληρος λαός, ένα μαυροφορεμένο ορμητικό ποτάμι, θα έκλαιγε για τον χαμό μου και θα υμνούσε για τη ζωή που έζησα. Και αυτοί οι λίγοι που θα με ήξεραν προσωπικά θα ένιωθαν ευγνωμοσύνη που οι ζωές μας κάποτε θα είχαν μπλεχτεί, θα ένιωθαν ότι πήραν κάτι από εμένα που δεν μπορεί να ταφεί ποτέ. Κατάλαβες τώρα; Δεν είναι ένα απλό νεκροταφείο. Είναι σαν δικαστήριο νεκρών. Ένα πτώμα αγνώστων στοιχείων, ένας άστεγος, ένας άνθρωπος καταραμένος από μοίρα και ζωή, δεν θα είχε μια κηδεία τέτοια, μια κηδεία που είχαν όπως πολύ σωστά είπες τα ιερά τέρατα που είναι θαμμένα κάτω από τoύτο το αθηναϊκό χώμα».

 «Τι σημασία έχει η κηδεία, δεν ήταν παρόντες να τα δουν όλα αυτά που λες. Όπως δεν θα ήσουν και εσύ αν σε έθαβαν εδώ. Τι σημασία έχει που θα θαφτεί κανείς. Σημασία έχει ότι εμείς κοιμόμαστε στα παγκάκια». 

«Αυτό ακριβώς. Εμείς στη ζωή μας κοιμόμασταν στα παγκάκια, τα διαλέξαμε και μας διάλεξαν. Μα στο θάνατό μου θέλω να με σκεπάσει το ίδιο χώμα με εκείνους, εκείνους που όταν έφυγαν τους έκλαψε ολόκληρη η Γη».

 «Και τι σημασία έχει; Χώμα είναι».

Το μπουκάλι έχει φτάσει σχεδόν στα μισά. Τα σώθηκα των δυο φίλων καίνε. Ο ήλιος έχει ανεβεί στην κορφή του ουρανό και τα μάρμαρα στους τάφους, και στις κολόνες αστράφτουν ακόμα περισσότερο.

Πίνουν άλλες δύο γουλιές. Ο Α. σηκώθηκε από το παγκάκι, σκύβει μπροστά από τα κάγκελα που περιφράζουν τις μανταρινιές του πάρκου, ανοίγει τις χούφτες του και τις βυθίζει στο νωπό χώμα.  Αρχίζει να φωνάζει.

«Χώμα είναι, χώμα είναι, χώμα είναι. Χώμα είναι και αυτοί. Και τα ιερά τέρατα χώμα είναι!»

Έπειτα σιγή. Ο Α. σηκώνει το μπουκάλι με το ουίσκι ψηλά. Βλέπει τον ουρανό μέσα από το γυαλί της φιάλης. Στο πάνω μέρος από την ετικέτα, ο γαλάζιος ουρανός, στο κάτω μέρος το ουίσκι. Τώρα το ουίσκι ήταν ακριβώς στα μισά. Σαν ένα χέρι να τράβηξε μια αόρατη γραμμή.

Έχουν μεθύσει πια για τα καλά. Ο ένας άμαθος στο αλκοόλ. Ο άλλος  πρώην αλκοολικός είχε πιει θάλασσες, ωκεανούς, ολόκληρες ηπείρους από ουίσκι στη ζωή του. Όμως ήταν καθαρός περισσότερα χρόνια από όσα έπινε, και ξύπνησε η αλκοόλη στο αίμα του και θυμήθηκε τα περασμένα, και τώρα τέσσερα-πέντε ποτήρια αλκοόλ είχε πιει μα ήταν σαν να είχε πιει πολύ περισσότερα. Επίσης οι κοιλιές και των δύο είναι άδειες για μέρες, η πείνα και το αλκοόλ έχουν θολώσει για τα καλά το μυαλό τους.

Συνεχίζει να φωνάζει και να πασαλείφετε με χώμα. «Χώμα είναι ρε!!! Χώμα είναι όλα!!! Ξύπνα!!!» Και δείχνει τα βαμμένα με χώμα χέρια του.

Και έτσι όπως διακωμωδούσε το μοναδικό πράγμα που είχε αξία για τον φίλο του, ο άλλος ανοίγει τη φιάλη και ποτίζει το χώμα με την πιο ακριβή βροχή που είχε πέσει ποτέ σε εκείνη την μανταρινιά μπροστά από το πρώτο νεκροταφείο Αθηνών. «Ουίσκι είναι ρε!!! Ουίσκι είναι ξύπνα!!! Ένα απλό ουίσκι είναι…»

Ο Α. με κομμένη την ανάσα τρέχει να σώσει ό,τι είχε απομείνει μέσα στη φιάλη με την υπογραφή του Peter Blake. Νιώθει προδομένος που διάλεξε να μοιραστεί αυτό το δώρο με τον φίλο του, αντί να το πουλούσε ή να το έπινε μοναχός του. 

Ο ήλιος καίει τώρα πιο πολύ από ποτέ, μα τα σώθηκα των δυο φίλων καίνε περισσότερο.

Το ποτισμένο με ουίσκι χώμα βάφεται κόκκινο. Οι πύλες στέκουν αγέρωχες σαν φύλακες θανάτου, ο ουρανός καθρεφτίζεται στο λιμνασμένο αίμα. Ο Α. κρατάει τον φίλο του αγκαλιά, ενώ του κλείνει τα μάτια με τα χέρια του που ήταν βουτηγμένα στο χώμα.

Δεν είναι ένα οποιοδήποτε χώμα. Είναι το χώμα που στέκει τόσους αιώνες μπροστά από τις πύλες του πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών.


Η Δήμητρα Καλλιγέρη, είναι συγγραφέας, με καταγωγή από την Ικαρία, είναι απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου, συγκεκριμένα του Τμήματος «Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας», ενώ έχει και μεταπτυχιακό στις νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση. Το 2021, συστήθηκε στο αναγνωστικό της κοινό με το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Γαλότσες», από τις εκδόσεις Άνω Τελεία. Eνώ το 2023, το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Περατζάδες», κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ανεμολόγιο. Έχει παρακολουθήσει δύο κύκλους σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, στον Ιανό, και σεμινάριο ψυχολογίας στο Ρέθυμνο. Είναι διαχειρίστρια δύο σελίδων στο Facebook (https://www.facebook.com/profile.php?id=100063540717322 ) , και στο Instagram (https://www.instagram.com/dimitra.kalligeri/ ) , όπου ανεβάζει ιδιαίτερο φωτογραφικό υλικό, συνοδευόμενο από ποίηση ή μικρά πεζά. Κάτι που πρέπει να ξέρετε για τη Δήμητρα, είναι ότι λατρεύει τον γάτο της τον Μάρλει, και πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει με ευαισθησία, ενσυναίσθηση, αγώνες, αγάπη και καλοσύνη.