
Έβγαλε το κέικ aux amandes από το φούρνο. Ήταν έτοιμο. Το ακούμπησε στον πάγκο να κρυώσει. Δεν άντεξε και τσίμπησε ένα ξεροψημένο αμύγδαλο που προεξείχε. Νοστιμότατο. Θα έκοβε ένα κομμάτι αργότερα. Σε δέκα λεπτά. Έσκυψε και άρχισε να διαβάζει το αγαπημένο του κεφάλαιο για να περάσει πιο εύκολα η ώρα.
«Τους προσπέρασε μια παρέα από νεαρούς. Θείος και ανιψιά έμειναν άναυδοι. Γύρισαν και κοιτάχτηκαν με ανοιχτό το στόμα, με σαγόνι που έφτασε στο στέρνο τους. Οι νεαροί ήταν μια παρέα από εικοσάχρονα αγόρια, που έδειχναν πολύ ωραίοι τύποι, πολύ δημοφιλείς με την έννοια που δίνουν στη λέξη σήμερα οι αμερικάνικες ταινίες νεολαίας, πολύ «beautiful people» με την έννοια που δίνουν τα τελευταία είκοσι χρόνια οι ελληνικές ταινίες. Ήταν όλοι αρρενωποί και καλοβαλμένοι, ντυμένοι πολύ μοδάτα, με δερμάτινα μπουφάν. Όμως, ο ένας από αυτούς, που έδειχνε σαν ο αρχηγός της παρέας, ο πιο αρρενωπός, μελαχρινός και με γένια ξυρισμένα, αλλά τόσο πυκνά που έριχναν πρασινωπή σκιά στα μάγουλά του, κουρεμένος αντρικά «αλά Έλβις», με μαύρα αντρικά παπούτσια, αντρικά σοσόνια και αντρικό μπουφάν, φορούσε μια γυναικεία πλισέ καρό φούστα. Όχι σκοτσέζικο ταρτάν, αλλά πλισέ με πολύ λεπτές πιέτες, μαυρόασπρη, από συνθετικό ύφασμα, που ήταν η τελευταία λέξη της μόδας για τις γυναίκες εκείνης της εποχής.
Η παρέα τούς είχε προσπεράσει, και περπατούσε γρήγορα και με γέλια πιο κάτω. Η Εύα και ο Νίκος τάχυναν το βήμα τους για να δουν καλύτερα και να καταλάβουν τι συνέβαινε. Η παρέα διασταυρωνόταν με ανθρώπους που ανέβαιναν αντίθετα, και με άλλους χαιρετιόντουσαν, με άλλους όχι. Κανείς από όσους συναντούσαν δεν έδειξε να παραξενεύεται ή να κοιτάζει ειρωνικά, ούτε να κοροϊδεύει και να γελάει. Αν κάτι έδειχνε το βλέμμα των περαστικών, αυτό ήταν σεβασμός. Μήπως ο νεαρός με τη φούστα ήταν μασκαράς;
Στο μεταξύ, είχαν φτάσει στο σημείο όπου έπρεπε να στρίψουν για το σχολείο. Ο Νίκος κοίταξε το ρολόι του. Αφού θα άφηνε την Εύα, θα συναντούσε την Κορνηλία. Του είχε πει ότι ήθελε να συζητήσουν σοβαρά για κάτι. Τον είχε πιάσει μια μικρή αγωνία. Ένα σφίξιμο στο στομάχι. Και την Εύα την είχε πιάσει μια μικρή αγωνία, ένα σφίξιμο στο στομάχι. «Πώς θα ήταν οι καινούριοι συμμαθητές;» Με το που έστριψαν τη γωνία, ξέχασαν τον νεαρό με τη φούστα. Είχαν άλλες έγνοιες τώρα.
Αργότερα έμαθαν από τους Ζωγραφάκηδες ότι αυτός ο νεαρός, που εδώ και λίγα χρόνια τον φώναζαν «Γιάννη», μέχρι την εφηβεία του λεγόταν «Μαρία». Έμενε κοντά στο σπίτι τους και ήξεραν το παιδί από μωρό. Είχε γεννηθεί ερμαφρόδιτο. Οι γιατροί τότε είχαν θεωρήσει ότι υπερτερούσε το θηλυκό στοιχείο και έτσι είχε δηλωθεί κορίτσι. Είχε βαφτιστεί «Μαρία». Στην εφηβεία έπρεπε να γίνει η απαραίτητη εγχείρηση, για να καθοριστεί οριστικά το φύλο. Η Μαρία/Γιάννης, που ήταν πια σε θέση να επιλέξει τη φύση και την ταυτότητά της/του, δήλωσε ότι ένιωθε αγόρι. Έτσι, άρχισε μια σειρά θεραπειών και εγχειρήσεων, ώστε να καταλήξει η μορφή του να πάρει την όψη της ψυχής του. Τότε που η Εύα και ο Νίκος τον πρωτοείδαν, η θεραπεία δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί και γι’ αυτό φορούσε τη φούστα. Είχε δηλώσει στη γειτονιά όπου όλοι γνωρίζονταν σαν σε ένα μικρό χωριό αλλά και στο δημόσιο σχολείο, όπου πήγαινε από την Πρώτη Δημοτικού, ότι το παντελόνι θα το φορούσε όταν θα τελείωνε και η τελευταία εγχείρηση και θα έπαιρνε και «στα χαρτιά» το νέο του όνομα, το «Γιάννης». Λίγους μήνες μετά, άρχισε να κυκλοφορεί με κανονικά παντελόνια. Όλα αυτά τα χρόνια της μετάβασης ούτε ένας δεν τον κορόιδεψε ούτε ένας δεν τον απέκλεισε από τις παρέες και τις διασκεδάσεις της ηλικίας του και οι συμμαθητές του τον αγαπούσαν και τον σέβονταν απόλυτα.
Πέντε χρόνια μετά την τελευταία του εγχείρηση, ο Γιάννης παντρεύτηκε την κοπέλα που είχε το καθαριστήριο της γειτονιάς και έμεινε να δουλέψει εκεί. Η Εύα ποτέ δεν θυμόταν πώς ήταν όταν τον είχε πρωτοδεί, παρά μόνο όταν, πηγαίνοντας να δώσει κάτι για καθάρισμα, τύχαινε να δει κάποια πλισέ φούστα να κρέμεται στις ράγες του καθαριστηρίου. Δεν ήταν πια στη μόδα, κι έτσι δεν τις έβλεπε συχνά».
Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το βιβλίο, ειδικά γι’ αυτό το κεφάλαιο. Πόσο ζήλευε τον νεαρό με τη φούστα. Πόσο θαύμαζε το θάρρος του.
Ούτε ήξερε πως είχε πέσει στα χέρια του το μυθιστόρημα. Ήταν γραμμένο από μια παντελώς άγνωστη, το είχε πάρει από καροτσάκι ένα ευρώ. Μεταχειρισμένο. Είχε ένα ωραίο εξώφυλλο και στο οπισθόφυλλο έγραφε ότι μιλούσε για μια οικογένεια από το 1867 ως το 1967. Δεν κατάλαβε γιατί του είχε ξυπνήσει το ενδιαφέρον. Νόμιζε ότι ήθελε να μάθει τα ήθη στα χρόνια που ανήκαν στο παρελθόν, πριν εκείνος γεννηθεί, αλλά τελικά τον απορρόφησαν τα πιο πρόσφατα. Η τελευταία δεκαετία που αναφερόταν στην ιστορία, η πρώτη της γενιάς του. Παρόλο που ήταν πρωτόλειο και κακογραμμένο, του άρεσε αρκετά γιατί του θύμισε τις ιστορίες της γιαγιάς του. Τον αιχμαλώτισε όμως, ό,τι είχε να κάνει με την παιδική του ηλικία. Διαβάζοντας για την εποχή που εκείνος ήταν μαθητής δημοτικού, νόμιζε ότι έβλεπε τον εαυτό του – όχι την ηρωίδα- να χορεύει σε παιδικά πάρτι και να παίζει με συμμαθήτριές, τις κούκλες της εκάστοτε εορτάζουσας. Τα κορίτσια τον καλούσαν πάντα, τα αγόρια όχι συχνά. Βέβαια, και που δεν τον καλούσαν δεν το καταλάβαινε. Τα κορίτσια ήταν πιο πολλά. Και στο διάλειμμα μ’ αυτά έπαιζε. Αλλά ήταν ωραία. Κανένας δεν τον κοιτούσε ειρωνικά, κανένα γελάκι δεν ήταν υπόγειο. Τα πειράγματα, τα υπονοούμενα και οι ψίθυροι άρχισαν στο γυμνάσιο. Και δεν τελείωσαν ποτέ. Συνέχισαν στο πανεπιστήμιο, στο στρατό, στο διπλωματικό σώμα. Ποτέ ανοιχτά, αλλά όχι λιγότερο φαρμακερά. Η έλλειψη αποδοχής τον στοίχειωνε, την εισέπραττε ό,τι κι αν έκανε, ό,τι κι αν πετύχαινε, όσο σπουδαίο και να ήταν.
Μερικές φορές σκεφτόταν μήπως ήταν η ιδέα του. Μήπως εκείνος είχε τη μύγα. Αφού δεν ήξεραν τίποτα. Αφού ήταν δημοφιλής όπου και να πήγαινε. Τον φώναζαν στις παρέες, για μπάνια, διακοπές, τραπεζώματα. Γέλαγαν με τ’ αστεία του. Ειδικά με τ’ ανέκδοτα που τους έλεγε για «αδελφές». Ξεκαρδίζονταν. Παρίστανε ότι δεν το αντιλαμβανόταν, όμως πρόσεχε τις ανταλλαγές βλεμμάτων που προσπαθούσαν να μείνουν κρυφές
Κάποιες φορές ήταν κι ο Μανώλης μαζί, με τα ωραία του τα κουνήματα, τα ναζάκια μιας άλλης εποχής, και του φαινόταν ότι εκείνος ήταν πιο αποδεκτός. Εκείνον δεν τον έκαναν πολύ παρέα, αλλά του φέρονταν σαν να τον παραδεχόντουσαν περισσότερο. Όχι ότι ο Μανώλης το είχε ξεστομίσει. Όχι, απλά το έδειχνε. Τον ζήλευε που είχε το θάρρος να το δείχνει. Ο ίδιος δεν θα μπορούσε ποτέ. Αν το μάθαιναν οι γονείς του θα πέθαιναν.
Όταν πέθαναν, ήταν πια αργά. Δεν θα πρόδιδε τη μνήμη τους. Δεν θα δήλωνε μια ταυτότητα που αν ζούσαν θα τους προκαλούσε ντροπή.
Η ζωή του κυλούσε σε μια καθημερινή δυστυχία. Δεν μπορούσε να κάνει σεξ με έναν κανονικό άνθρωπο. Έπρεπε να βρίσκει αρσενικές πουτάνες για όλα τα γούστα. Ζήλευε τα ζευγάρια που πήγαιναν μαζί στο Σούπερ Μάρκετ, ειδικά στις σπάνιες περιπτώσεις που ήταν δύο άντρες. Το είχε πει και στην ψυχαναλύτριά του.
Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο. Από πρεσβεία σε πρεσβεία. Αναγνωριζόταν από τους προϊσταμένους του σαν άξιος, ζητούσαν τη γνώμη του για όλα τα θέματα, του εμπιστεύονταν λεπτές υποθέσεις, όταν όμως έφτανε η στιγμή να τον προτείνουν για κάποια ανώτερη θέση, έγραφαν με λεπτομέρειες τις ικανότητές του, και πρόσθεταν ότι θα ήταν κατάλληλος, αν δεν υπήρχε ο κύριος Τάδε, που ήταν καταλληλότερος.
Τώρα πια είχε πάρει σύνταξη και είχε επιστρέψει οριστικά στο ωραίο πατρικό διαμέρισμα, με τη θέα στη θάλασσα. Το διακόσμησε με πολύ στιλ και εξωτικές πινελιές από τα μέρη όπου είχε ζήσει. Όταν αισθάνθηκε ότι τους είχε δώσει την αύρα που έπρεπε, αυτή που τον εξέφραζε, άρχισε να καλεί κόσμο. Τους παλιούς συμμαθητές, τους παλιούς συμφοιτητές, συναδέλφους, ξαδέλφες και ξαδέλφους. Όλοι έφευγαν ενθουσιασμένοι με τα φαγητά του -η αγαπημένη του ενασχόληση το μαγείρεμα-, με τις ατάκες του, με τις κρίσεις του για τα πολιτικά και τα διεθνή θέματα. Του ανταπέδιδαν τα καλέσματα. Τον αγκάλιαζαν. Αλλά εκείνος αισθανόταν απ’ έξω. Αισθανόταν ότι αυτός και οι απέναντί του έπαιρναν μέρος σε μια παράσταση προσομοίωσης φιλίας και οικειότητας. Εκτός αν ήταν η ιδέα του. Το σκεφτόταν τελευταία, όταν οι φίλοι – και κυρίως οι φίλες- του έδιναν κάποιες πάσες να κάνει μια εξομολόγηση, ενθαρρύνοντάς τον, δείχνοντάς του ότι εκείνοι ήταν έτοιμοι από καιρό να ακούσουν κάτι που έτσι κι αλλιώς φαντάζονταν.
Είχε εμφανιστεί και στην Ελλάδα πολιτικός αρχηγός γκέι, νέος, καινούργιος, παντρεμένος και ερωτευμένος με τον άντρα του. Όχι γκέι παντρεμένος με τη γυναίκα του κι ερωτευμένος με κάποιον εραστή όπως πολύ συχνά είχε δει να συμβαίνει στο παρελθόν. Εκείνος βέβαια αυτή την ατιμία σε γυναίκα δεν θα την έκανε ποτέ, καταλάβαινε όμως πως ένοιωθαν όσοι υποκύπτοντας στην αδυναμία τους, τη διέπρατταν, και τους συμπονούσε. Τους συμπονούσε πιο πολύ απ’ όσο συμπονούσε τον εαυτό του. Οι συζητήσεις για τον αρχηγό και το ταίρι του, έδιναν κι έπαιρναν στις ταβέρνες, στα τραπεζώματα, στις εκδρομές, παντού, και τον απασχόλησαν. Πρόσεξε όλη τη γκάμα των τόνων που ανέβηκαν και κατέβηκαν από τη στιγμή που ο ανατέλλων πολιτικός είχε δηλώσει ποιος είναι και τι θέλει, ως τη στιγμή που εκπαραθυρώθηκε από το κόμμα του. Τους πρώτους μήνες τα σχόλια ήταν ειρωνικά, αλλά σιγά-σιγά άλλαξαν. Και πια όλοι, ενώ του έβρισκαν πολλά ή λίγα ελαττώματα, ανάλογα με την πολιτική ή την κομματική τους τοποθέτηση, κανένα από αυτά τα ελαττώματα δεν αναφερόταν στις σεξουαλικές του προτιμήσεις.
Άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως και οι γονείς του, αν ζούσαν στις μέρες αυτές, τις …απελευθερωτικές, να μη θεωρούσαν και τόσο κακό να έχει ένα σύντροφο. Να πάψει να νιώθει μοναξιά ανάμεσα στις παρέες του. Να μπορεί να μιλήσει για όσα αισθάνεται, να κάνει σεξ χωρίς να φοβάται, να ψωνίζει στο Σούπερ Μάρκετ περίεργα λαχανικά, κυλώντας το καρότσι με τον αγαπημένο του. Να τον έχει δίπλα του όταν θα υποδέχονταν τους φίλους στα τραπέζια με τις παράξενες σπεσιαλιτέ που είχε μάθει τριγυρίζοντας από πρεσβεία σε πρεσβεία. Εξακολουθούσε να φοβάται να μιλήσει, να δείξει, να δηλώσει, αλλά είχε αρχίσει να νιώθει «κάπως» για τον πενηντάρη που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα. Έναν φρεσκοχωρισμένο λογιστή. Και άλλες φορές είχε αισθανθεί «κάτι» για κάποιον, δεν είχε επιτρέψει όμως ποτέ στον εαυτό του να το αφήσει να αναπτυχθεί, να εγκατασταθεί. Με το που ψυχανεμιζόταν ότι τον πλησίαζε το είδος του έρωτα που του είχε απαγορευτεί από το σπίτι, το σχολείο, τον εαυτό του τον ίδιο, έτρεχε στα πάρκα και στις ερημιές τα μεσάνυχτα, για ν’ αναζητήσει έναν επιβήτορα, άγνωστης προέλευσης και ηθικής. Με λίγα ευρώ και μιας νύχτας πήδημα, ξεχνούσε το κάτι, το αποπροσανατόλιζε. Αυτή τη φορά όμως δεν θα ήταν τόσο αυστηρός. Ήδη τον γείτονα τον ανάσαινε μέσα από το διαχωριστικό του μπαλκονιού. Δίπλα-δίπλα τα διαμερίσματά τους, αντάλλασσαν καφέδες στις βεράντες τους, ποτά κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα, συνταγές, cd, βλέμματα.
Ο Λογιστής του είχε δανείσει και το «τρίτο στεφάνι» ρωτώντας: «Μα καλά πως δεν το έχεις διαβάσει μέχρι τώρα;». Δίκιο είχε, ήταν περίεργο. Είχε διαβάσει είκοσι φορές την άγνωστη Απαυτούλα επειδή έγραφε για έναν θαρραλέο ερμαφρόδιτο, που αψηφώντας την κοινωνία της δεκαετίας του ’60, την κατέκτησε, και δεν είχε διαβάσει Ταχτσή.
Άγγιξε τη φόρμα του κέικ. Είχε κρυώσει αρκετά. Την αναποδογύρισε, έκοψε μερικά κομμάτια και τα έβαλε σ’ ένα πιάτο για τον γείτονα. Το «τρίτο στεφάνι» το είχε φτάσει στη μέση, δεν ήταν η ώρα να το επιστρέψει, αλλά είχε μια διάθεση να τον δει. Μαζί με το πιάτο πήρε και το βιβλίο της Απαυτούλας. Στάθηκε μπροστά στη διπλανή πόρτα, ανάσανε και χτύπησε. Ο Λογιστής -σα να τον περίμενε- άνοιξε αμέσως, χαμογελαστός, ενθαρρυντικός, χωρίς να μιλάει. Τον πρόλαβε εκείνος: «Καταπληκτικός ο Ταχτσής. Δεν το έχω τελειώσει ακόμη. Στο προσέχω, μη φοβάσαι. Σου έφερα λίγο γλυκό, κι αυτό το μυθιστόρημα. Σα λογοτεχνία δε λέει πολλά, αλλά έχει πρωτογενή πληροφορία για την ελληνική κοινωνία από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, έως λίγο μετά τα μέσα του εικοστού. Υπάρχει κι ένα κεφάλαιο που δείχνει πως αντιμετωπίστηκε ένα παιδί σε σεξουαλική μετάβαση, που είχε το θάρρος να μην κρυφτεί, αλλά να τονίσει τη διαφορετικότητα του. Είναι ενδιαφέρον. Διάβασέ το, κι έλα το βράδυ για ποτά και ανοιχτά σάντουιτς, να το συζητήσουμε».
Τέλος
Σημείωση: Το απόσπασμα από το βιβλίο της «Απαυτούλας» είναι απόσπασμα από το βιβλίο «Η καλοσύνη αιωρείται πάνω από δύο καρβέλια ψωμί και ένα γέρικο κουνέλι»,της Κίας Φιλιππίδου.
Η Κία Φιλιππίδου γεννήθηκε στην Καστέλα του Πειραιά, τελείωσε το Αρσάκειο και σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Εργάσθηκε ως επικεφαλής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.
Το 2021 εκδόθηκε το μυθιστόρημά της με τίτλο «Η καλοσύνη αιωρείται πάνω από δυο καρβέλια ψωμί και ένα γέρικο κουνέλι» από τις εκδόσεις Θερμαϊκός, και το 2023 το μυθιστόρημα «Κυκλαδικό Νουάρ» από τις εκδόσεις Βακχικόν. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.