Δήμητρα Καλλιγέρη | Το Τελευταίο «Τι Ρι Ρι» 

© John Free

Όλη η πόλη υπήρχε χωρίς συνείδηση. Μονάχα ο Ιωνάς βρισκόταν σε μία απ’ τις τυπικές του υπαρξιακές υπερδιεγέρσεις. Ένα περίσσευμα συνείδησης – και μαζί του, ένα βάρος αγωνίας.

Είχε πάει τρεις το ξημέρωμα. Η πόλη κοιμόταν. Επικρατούσε τέτοια ησυχία, που σχεδόν άκουγες τα όνειρα των ανθρώπων της· τους εφιάλτες των σκύλων της· τη γαλήνια ψυχή των γατών, καθώς με ραστώνη έξυναν το αυτί τους· ακόμη και το αλουμινένιο κουτάκι που παρασύρθηκε στο δρόμο από τον άνεμο ενός τελευταίου Ι.Χ. που αρνιόταν τον ύπνο.

Γιατί πάντα ξυπνούσε άγρια χαράματα με εκείνη τη σκέψη; Ίσως γιατί το περασμένο της ώρας του πρόσφερε μια πρόχειρη δικαιολογία για να μην τολμήσει αυτό που τον κρατούσε ξύπνιο.

Δεν είχε μορφή — όπως το λυγερό, σιωπηλό αρσενικό κυπαρίσσι. Μα είχε μυρωδιά. Μύριζε βρεγμένη καλαμιά σε δάσος, στην άκρη ενός άδειου αυτοκινητόδρομου· μύριζε ώριμη συκιά σε νύχτα Πέμπτης χωρίς αγκαλιά· μύριζε τροφή από καναρίνι.

Ο Ιωνάς αγαπούσε το καναρίνι του, τον φώναζε κύριο Αιμίλιο. Ξεχώριζε τα χιλιάδες του κελαηδίσματα. Επικοινωνούσαν με τέτοια διαύγεια και ειλικρίνεια, που δεν συναντάς ούτε ανάμεσα σε ανθρώπους· ούτε ανάμεσα σε καναρίνια· ούτε ανάμεσα σε θεούς.

Είχε κουραστεί να είναι πιο άτολμος κι απ’ το καναρίνι του — πιο «κίτρινος» κι απ’ τον κύριο Αιμίλιο. Στη δουλειά, στην παρέα, στη ζωή: παντού προβλέψιμος, σαν θερινή πυρκαγιά.

Ώρες ατελείωτες κουβέντιαζε με τον κύριο Αιμίλιο γι’ αυτή την ανιαρή του προβλεψιμότητα.

«Αν έβρισκα τρόπο για έναν περίεργο θάνατο; Ίσως τότε να τους έκανα εντύπωση! Αν έβαζα το κεφάλι μου σε φούρνο; Ή έκοβα το αυτί μου; Ή πλήρωνα κάποιον να με σκοτώσει, να με κάψει και ύστερα να ρίξει τις στάχτες μου σε έναν μακρινό ωκεανό ή ακόμα και στο φεγγάρι;»

«Τι ρί ρο», Σιγά, ρε Βαν Γκογκ», τον ειρωνευόταν ο κύριος Αιμίλιος. Ο Ιωνάς ήξερε να μεταφράζει κάθε κελάηδισμα σε λέξεις.

«Εάν γέμιζα τις τσέπες του παντελονιού μου με πέτρες και βουτούσα να πνιγώ σε κάποια λίμνη;»

Και ο Αιμίλιος απαντούσε: «τριι τριι τραα τρο», που σήμαινε: «Σιγά, μωρή Βιρτζίνια». Το «Γουλφ» θα το συμπλήρωνε αν ήταν σκύλος.

«Ωραία… και τι να κάνω; Για πες μου εσύ που το παίζεις έξυπνος».

«Εγώ πού να ξέρω; Δεν είμαι παρά ένα καναρίνι…»

«Κι εγώ δεν είμαι παρά ένας άνθρωπος…»

Όποιος γνώριζε τον Ιωνά του έλεγε ότι είχε ιδιαίτερο όνομα. Ο Ιωνάς ήταν πενήντα χρονών, δεν γνώριζε κάποιον άλλον στην ηλικία του με το ίδιο όνομα. Στις μέρες μας όμως, αν πας σε ένα νηπιαγωγείο και φωνάξεις «Ιωνά!», θα γυρίσουν τα δέκα από τα δώδεκα αγορίστικα κεφάλια. Τα άλλα δύο θα γυρνούσαν αν φώναζες «Μάξιμε».

Και το όνομά του ένιωθε πως δεν το είχε τιμήσει. Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ. Δεν είχε κάνει τίποτα το φοβερό, ούτε το ριψοκίνδυνο, ούτε το ευτυχισμένο — αλλά ούτε και το δυστυχισμένο.

Αν υπήρχε όμως βραβείο για τον καλύτερο θεατή ζωής, θα ήταν δικό του. Κανένας άλλος δεν παρακολουθούσε με τέτοια ευλαβική απραξία τη ζωή του.

Στο καφενείο συναντιόταν με τρεις φίλους: τον Γεράσιμο, τον φυσιολάτρη· τον Βαγγέλη, τον γυναικά· και τον Διονύση, τον φιλόσοφο. Όλη την ώρα τσακώνονταν για το νόημα της ζωής.

Ο Γεράσιμος θεωρεί ζωή μονάχα τα δέντρα, τα βουνά, τα ποτάμια και τ’ άστρα. Ο Βαγγέλης, μονάχα τις μελαχρινές εικοσιπεντάρες με καμπύλες. Ο Διονύσης, τη ζωή την ίδια — και το νόημά της, είτε υπήρχε είτε όχι.

Ο Ιωνάς τους άκουγε προσεκτικά, μα σπάνια συμμετείχε στις κουβέντες τους. Μια φορά του είπαν να πει κι εκείνος την άποψή του περί ζωής, ομορφιάς και νοήματος. Εκείνος δίστασε, το σκέφτηκε μερικά δευτερόλεπτα, και ύστερα απάντησε πως το μόνο που είχε σκεφτεί έντονα εκείνη τη μέρα ήταν ότι το πρωί έκαψε το τοστ του.

Δεν είχε βαθύτερη σημασία αυτό που είπε, πέρα απ’ αυτό που πραγματικά έλεγε. Όμως ο Διονύσης προσπαθούσε να βρει τον συμβολισμό πίσω από το καβουρδισμένο ψωμάκι. Τον ρωτούσε ποια σκέψη του έκλεψε την αίσθηση του χρόνου και τον οδήγησε να κάψει το τοστ του. Ο Ιωνάς απλά απάντησε πως ήταν στην τουαλέτα. Ο Διονύσης, ωστόσο, συνέχισε να φιλοσοφεί για το ανθρώπινο της αφόδευσης — που ενέχει κάτι το οικουμενικό. Κι αυτή η ισότητα απέναντι στην εκκένωση δεν μπορεί παρά να κρύβει κάτι το θεϊκό.

Και τότε όλο το καφενείο ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.

Κι ο Ιωνάς χάρηκε. Που ένα καμένο τοστ και το πρωινό του χέσιμο είχαν μοιράσει τόση χαρά σε ένα μικρό καφενέ της Κυψέλης.

Μια μέρα θα έκανε κάτι το συγκλονιστικό. Κάτι που επιτέλους θα τιμούσε το όνομά του – και το όνομα του παππού του.

Και όλα του τα βράδια τα περνούσε συντροφιά με αυτή τη σκέψη.

Ο Ιωνάς έχει ένα μικρό, συνοικιακό καθαριστήριο – προίκα από τον πατέρα του. Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος της τάξης και το αγαπημένο του χρώμα ήταν το λευκό· όχι οποιοδήποτε λευκό, αλλά εκείνο που συναντάς σε ένα καλοσιδερωμένο πουκάμισο που το σιδέρωσε η μάνα για την πρώτη παρέλαση του γιου της.

Ο Ιωνάς βέβαια σιχαινόταν τις παρελάσεις.

Ένας κόντρα ρόλος με την εικόνα του. Θα τον περίμενε κανείς λάτρη των εθνικών επετείων. Εκείνος, όμως, απεχθανόταν οτιδήποτε διατάρασσε την ισορροπία. Αν όλα τα παιδιά ήταν σημαιοφόροι – ή αν κανένα δεν ήταν – ίσως και να το ξανασκεφτόταν. Όμως οι παρελάσεις, παρότι του έφερναν δουλειά, τον ανακάτευαν.

Το βράδυ πριν την 28η Οκτωβρίου, μια μητέρα μπήκε στο καθαριστήριο να παραλάβει την πεντακάθαρη, αστραφτερή στολή της κόρης της. Είχε κόρη απουσιολόγο, άριστη μαθήτρια, ψηλή, λυγερόκορμη – και κυρίως Ελληνίδα. Ήταν, θαρρείς, γεννημένη μόνο για τη γαλανόλευκη.

Ο Ιωνάς δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τα παιδιά. Αλλά ακόμα λιγότερο συμπαθούσε τις μαμάδες τους. Ειδικά εκείνες τις μαμάδες κουκουβάγιες, που πίστευαν πως άλλη δεν έκανε παιδί – μόνο η Μαριώ τον Γιάννη. Τη συγκεκριμένη, πελάτισσα, την απεχθανόταν τόσο όσο ο κύριος Αιμίλιος τις γάτες.

Βέβαια ήταν πάντα ευγενικός. Δεν έλεγε ποτέ αυτό που σκεφτόταν. Ούτε στους πελάτες, ούτε στους φίλους του. Μόνο στον κύριο Αιμίλιο.

«Θα σκίσει η κόρη σας στην παρέλαση. Πρέπει να είστε πολύ περήφανη. Μακάρι να είχα κι εγώ έναν γιο να καμάρωνα…» Της έλεγε τα σωστά. Ήξερε τι ήθελε να ακούσει για να ξανάρθει και την 25η.

Όμως μέσα του έβραζε. Αυτές οι οικογένειες, οι τόσο ατσαλάκωτες, ήταν – για τον Ιωνά – ο πυρήνας μιας κοινωνίας που όχι απλώς δεν είχε βγει από καθαριστήριο, αλλά ήταν βουτηγμένη στον πάτο του πιο βρώμικου βούρκου.

Οι σκέψεις του έμοιαζαν με προοίμιο μιας εξέγερσης – μιας εξέγερσης που ποτέ δεν είχε τολμήσει, κι όμως πάντα την προετοίμαζε. Ήθελε, αλλά τελικά απλά φαντασιωνόταν, ότι έδινε στην “καθώς πρέπει” Ελληνίδα μάνα ένα πολύχρωμο πουκάμισο, και άφηνε την κόρη της χωρίς στολή, λίγες μόνο ώρες πριν την παρέλαση.

Από μικρός φανταζόταν πως βάζει τους άλλους σε μπελάδες. Μα ποτέ δεν είχε παιδέψει κανέναν. Ήταν φιλήσυχος άνθρωπος. Με μια τρέλα τόσο μυστική και εσωτερική, που σχεδόν γινόταν λογική.

Ήθελε να περάσει αυτή τη γραμμή. Να δείξει τη φωτιά που έκαιγε κάτω από το εκρού, κολλαριστό πουκάμισό του.

Στο καφενείο, οι ίδιες κουβέντες περί ζωής και νοήματος. Οι τρεις φίλοι του Ιωνά, όλοι πενηντάρηδες, όλοι χωρισμένοι, με παιδιά να σπουδάζουν σε τρεις διαφορετικές γωνιές της Ελλάδας.

Ο γιος του Διονύση του φιλόσοφου –φυσικά– σπούδαζε φιλοσοφία στη Θεσσαλονίκη. Ο γιος του Βαγγέλη, του γυναικά, φοιτούσε στα ΤΕΦΑΑ του Διεθνούς Πανεπιστημίου στις Σέρρες. Και η κόρη του Γεράσιμου, του φυσιολάτρη, στο τμήμα Γεωπονίας του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Τρεις πατεράδες, τρία μοναχοπαίδια, τρεις πόλεις. Όλα στο πρώτο έτος. Όλα μακριά. Κι ο Ιωνάς;

Ο Ιωνάς δεν είχε γυναίκα, ούτε παιδί, η μόνη του οικογένεια είναι ο κύριος Αιμίλιος. Έβλεπε τα παιδιά των φίλων του να μεγαλώνουν, και του ήταν αρκετό να καταλάβει: δεν ήταν φτιαγμένος για πατέρας. Μα ούτε και για κάτι άλλο είχε βρει πως ήταν φτιαγμένος, κι ας είχε συμπληρώσει μισό αιώνα πάνω στη Γη.

Εκείνη την Κυριακή του Οκτώβρη, είχε αποφασίσει πως θα τους ανακοινώσει κάτι τολμηρό. Θα τους έλεγε ότι την επόμενη βδομάδα θα πήγαινε για bungee jumping στον Ισθμό της Κορίνθου.

Μα όταν οι φίλοι του τον ρώτησαν τα νέα του, απάντησε απλά πως κατάφερε να βγάλει έναν τεράστιο λεκέ από κόκκινο κρασί σε ένα γυναικείο σατέν φόρεμα.

Ο Γεράσιμος, ο φυσιολάτρης, άρπαξε την ευκαιρία να μιλήσει για το καλύτερο κρασί που είχε πιει ποτέ – σε έναν παλιό, οικογενειακό αμπελώνα στη Νεμέα, ένα φθινοπωρινό απόγευμα, που το φως του ήλιου κολλούσε στα τζάμια σαν ώριμο σταφύλι. Και, όπως συνήθιζε, δεν περιορίστηκε στη γεύση: εξηγούσε με ενθουσιασμό πώς το υπέδαφος της περιοχής, η ασβεστολιθική του σύσταση, η κλίση του λόφου, ο προσανατολισμός του αμπελιού, ακόμα και το είδος της πέτρας που κρατούσε τη νύχτα τη ζέστη της μέρας – όλα έπαιζαν ρόλο, έλεγε, όλα έκαναν το κρασί τόσο βαθύ, τόσο τίμιο και ανεπιτήδευτο, που ένιωθες πως το ‘χες πιει απευθείας από τη ρίζα.

 Ο Βαγγέλης, ο γυναικάς, ρώτησε με εκείνο το μισοσοβαρό, μισοσαλιάρικο χαμόγελο τι νούμερο ήταν το φόρεμα, για να φανταστεί τις καμπύλες της γυναίκας που το φορούσε. Ήθελε να την πλάσει στο μυαλό του: να δει πώς το σατέν αγκάλιαζε τους γοφούς της, πώς άφηνε το φως να γλιστρά πάνω στο ύφασμα και από εκεί, στο δέρμα. Ήταν από εκείνους τους άντρες που ποτέ δεν ρωτούσαν ονόματα – μόνο υφάσματα, αρώματα, νούμερα. Κι ο Διονύσης, ο φιλόσοφος, είπε:

«Αν η ζωή είναι ένα φόρεμα, τότε ο θάνατος είναι ένας επίμονος λεκές. Που μόνο το πλυντήριο της δημιουργίας μπορεί να αφαιρέσει. Μα κι αυτό δεν σου εγγυάται πως η ανυπαρξία δεν θα βρει τρόπο να σε λεκιάσει ξανά, με άλλη μορφή. Μα να είσαι προετοιμασμένος στην ιδέα πως υπάρχουν και λεκέδες που δεν θα φύγουν ποτέ…»

Του έριξαν μια φιλική καρπαζιά και του είπαν πως, τώρα που ο γιος του σπουδάζει φιλοσοφία, σίγουρα θα χειροτερέψει. Καλύτερα να δει καμιά τσόντα, μπας και λεκιάσει επιτέλους το σεντόνι του.

Ο Ιωνάς έμεινε αμίλητος. Παρακολουθούσε τη συζήτηση που ξεκίνησε από μία του φράση – τόσο απλή που δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο από αυτό που πράγματι σήμαινε.

Και τότε του ήρθε μια ιδέα.

Αν το σημαντικό πράγμα που είχε να κάνει ήταν απλώς αυτό: να μιλά στους φίλους του με ευθύτητα και αφέλεια. Να λέει μικρά ασήμαντα καθημερινά πράγματα, που προκαλούσαν ολόκληρες δίνες από λέξεις, συλλογισμούς, ιστορίες και γέλια. Κι αν το σπουδαίο ήταν να περιγράφει στον κύριο Αιμίλιο τις σουρεαλιστικές τροπές των συζητήσεων στο καφενείο, διαλόγων που δεν ήταν ποτέ άξιοι αναφοράς κι όμως έγιναν το έναυσμα για λίγα γέλια, λίγη παρέα, λιγότερη μοναξιά;

Κι αν το μόνο που είχε να κάνει ήταν να φαντάζεται τρόπους να γίνει αξιομνημόνευτος – κι αυτή η φαντασία να ήταν αρκετή για να κάνει την καρδιά του να πάλλεται;

Και τι πειράζει αν ποτέ δεν πηδήξει από τον Ισθμό;

Εδώ, οι φίλοι του συζητούν με τις ώρες ένα καμένο τοστ και ένα λεκιασμένο φόρεμα. Η πελάτισσά του είχε ως προτεραιότητα να τραβήξει φωτογραφία την κόρη της στην παρέλαση – με την στολή αστραφτερή, βλέμμα ευθύ, βήμα περήφανο – για να τη δείξει στην υπερήλικη γιαγιά. Να τη δει να χαμογελά, έστω και για λίγο, έστω κι αν δεν καταλάβαινε ότι κοιτάζει φωτογραφία της εγγόνας της, αρκεί που θα ‘βλεπε το χρώμα της σημαίας και τη στολή και θα ένιωθε πως όλα πάνε καλά στον κόσμο.

Εδώ, το καναρίνι του εκείνο το πρωί τού είπε πως τον αγαπάει. Το ήξερε. Ήταν σίγουρος.

Κανείς δεν θα τον πίστευε. Θα τον περνούσαν για τρελό, για μόνο, για θλιμμένο – και όλα τα συνώνυμα που έχει η λέξη ανθρώπινος.

Εκείνος όμως είχε ακούσει πρώτη φορά, τον κύριο Αιμίλιο να του λέει «σ ’αγαπώ». Πρώτη φορά, μετά από δέκα χρόνια που κρατούσε συντροφιά ο ένας στον άλλον.

Και αυτό το κελάηδισμα ήταν το τελευταίο «Τι Ρι Ρι» του κύριου Αιμίλιου.

 


Η Δήμητρα Καλλιγέρη, είναι συγγραφέας, με καταγωγή από την Ικαρία, είναι απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου, συγκεκριμένα του Τμήματος «Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας», ενώ έχει και μεταπτυχιακό στις νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση. Το 2021, συστήθηκε στο αναγνωστικό της κοινό με το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Γαλότσες», από τις εκδόσεις Άνω Τελεία. Eνώ το 2023, το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Περατζάδες», κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ανεμολόγιο. Έχει παρακολουθήσει δύο κύκλους σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, στον Ιανό, και σεμινάριο ψυχολογίας στο Ρέθυμνο. Είναι διαχειρίστρια δύο σελίδων στο Facebook (https://www.facebook.com/profile.php?id=100063540717322)και στο Instagram (https://www.instagram.com/dimitra.kalligeri/ ) , όπου ανεβάζει ιδιαίτερο φωτογραφικό υλικό, συνοδευόμενο από ποίηση ή μικρά πεζά. Κάτι που πρέπει να ξέρετε για τη Δήμητρα, είναι ότι λατρεύει τον γάτο της τον Μάρλει, και πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει με ευαισθησία, ενσυναίσθηση, αγώνες, αγάπη και καλοσύνη.