Αφροδίτη Αυγέρη | Ναυαγός της πόλης

© Fan Ho

Με τα πρώτα βήματα, ένιωσε τον ιδρώτα να τρέχει στην ραχοκοκαλιά και τις μασχάλες του. Γύρω δεν κουνιόταν φύλλο, όχι ότι υπήρχαν και πολλά φύλλα για να κουνηθούν, κάτι καχεκτικοί καλλωπιστικοί θάμνοι και οι γλάστρες στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Μάλλον το μαύρο μπλουζάκι δεν ήταν καλή επιλογή για μια τέτοια μέρα, με τη φράση «Καύσωνας προ των πυλών» να φιγουράρει στα δελτία ειδήσεων, στις ειδοποιήσεις στο Google, να παρελαύνει στα χορηγούμενα νέα στο newsfeed του. Κάποιες φορές μπερδευόταν, δεν ήξερε αν ζεσταινόταν πράγματι τόσο πολύ ή αν το ένιωθε καθήκον του να ζεσταθεί, τόσες φορές που το είχε ακούσει, να νιώσει κι αυτός μέλος της αγέλης, έστω αυτής της αγέλης που υποφέρει από τον καύσωνα στο άστυ. Η ατμόσφαιρα στις αποβάθρες και στο μετρό δεν ήταν καλύτερη, μάλλον πιο αποπνικτική. Το βαγόνι ήταν παλιό, χωρίς κλιματισμό, δεν υπάρχουν εργαζόμενοι να επισκευάσουν τις αμαξοστοιχίες, αναζήτησε με το βλέμμα παρηγοριά στους άλλους επιβάτες, αλλά δεν τον κοίταζε κανείς, όλοι ήταν προσηλωμένοι στις οθόνες των κινητών τους ή παρατηρούσαν το κενό με απλανές βλέμμα. Εντόπισε μια άδεια θέση στο πλήθος των ζωντανών νεκρών δίπλα σε μια κοπέλα με ένα φόρεμα γεμάτο λουλούδια και με λεπτές τιράντες, του άρεσε το φόρεμα, το κορίτσι αυτό είχε διαλέξει το σωστό ρούχο για μια μέρα καύσωνα σκέφτηκε και, ως εκ θαύματος, αυτή άνοιξε την τσάντα και δεν έβγαλε από μέσα κινητό, αλλά βιβλίο και μολύβι κι άρχισε να διαβάζει και να σημειώνει. Και τι βιβλίο, από τα αγαπημένα του. Ένιωσε σαν οι δυο τους να συνωμοτούν με έναν μυστικό κώδικα, της χαμογέλασε πλατιά κι άνοιξε το στόμα του, έτοιμος για αναγνωριστικό σήμα. Τον κοίταξε συνοφρυωμένη, έβγαλε από την τσάντα ένα πλαστικό ατομικό ανεμιστηράκι, από αυτά που αντικαθιστούν σιγά σιγά τις βεντάλιες και που το μόνο που καταφέρνουν είναι να κάνουν θόρυβο, για δροσιά αποκλείεται, και του γύρισε την πλάτη. Λάθος σήμα αναγνώρισης σκέφτηκε και συρρικνώθηκε στο κάθισμά του.
Στην στάση που κατέβαινε για το γραφείο, οι κυλιόμενες είχαν σταματήσει. Κόσμος άρχισε να συσσωρεύεται μπροστά από τα ασανσέρ, ανέβηκε με μερικές δρασκελιές τα σκαλιά. Είχε περάσει και σήμερα την πρώτη πίστα, αυτή της μετακίνησης. Έξω, τα τσιμέντα βράζανε και το θηριώδες σπιτάκι της ανταποδοτικής Ανακύκλωσης ξέρναγε λάβα. Ένας άστεγος κοιμόταν κατάχαμα στα πλακάκια, κάτω από τον ήλιο, ένας άλλος έσερνε ένα καροτσάκι με λογής πράγματα και προσπαθούσε να βγάλει μερικά κέρματα επιστρέφοντας παλιά μπουκάλια. Προσπάθησε να τον βοηθήσει, αυτός δεν τον αναγνώρισε και φοβήθηκε ότι θέλει να του αρπάξει τα μπουκάλια, το βλέμμα του είχε κάτι άγριο κι άπιαστο. Τον πρώτο καιρό που τον έβλεπε ανταλλάζανε καμιά κουβέντα, του έδινε κανένα βιβλίο, του αγόραζε πότε πότε κανένα πακέτο τσιγάρα από το περίπτερο, δεν είχε τολμήσει ποτέ να τον ρωτήσει τι του συνέβη, πώς βρέθηκε εκεί κι αυτός σιγά σιγά αποσυρόταν από κάθε τι ανθρώπινο, ποιος ξέρει τι αντικρίζανε κάθε μέρα τα μάτια του. Συνειδητοποιούσε τώρα ότι ούτε το περίπτερο ήταν πια εκεί, πριν πόσο καιρό άραγε να εξαφανίστηκε και δεν το πήρε χαμπάρι. Σε αυτήν την πόλη, τον τελευταίο καιρό, περίπτερα, βιβλιοπωλεία, μικρά καταστήματα λιανικής εξαφανίζονταν εν μια νυκτί, στη θέση τους ξεφύτρωναν ξαφνικά καφετέριες και νυχάδικα, ή έχασκε ένα κενό.
Φτάνοντας στο γραφείο, οι περισσότεροι συνάδελφοι κάθονταν ήδη στα γραφεία τους με τη μούρη χωμένη στον υπολογιστή δουλεύοντας ή κάνοντας πως δουλεύουν. Με εξαίρεση κάνα δυο άτομα, ήταν μια περίεργη φυλή με τα δικά της χαρακτηριστικά, που αποτελούσε ένα κλειστό κύκλωμα που δύσκολα κανείς εισερχόταν, αν κι από την πλευρά του δεν έβρισκε κανένα λόγο να θέλει κανείς να εισέλθει. Στο λεξιλόγιό τους δεν υπήρχαν λέξεις ή φράσεις όπως σινεμά ή μουσική, ακρίβεια , πόλεμος, Παλαιστίνη ή μοναξιά, τρυφερότητα . Οι δικές τους συζητήσεις αφορούσαν μόνο παραδοτέα, στοχοθεσίες, επιδόματα και θέσεις ευθύνης και πολλή συζήτηση για το τι κάνει ο καθένας, χωρίς βέβαια στ’ αλήθεια να ξέρει κανένας για κανέναν εκεί μέσα τι κάνει πραγματικά και πώς μπορεί να νιώθει. Γι’ αυτό, ο ίδιος, όταν η εργασιακή μέρα τέλειωνε κι έφτανε η ώρα να φύγει, αισθανόταν ότι είχε περάσει δυο πίστες μονοκοπανιά, μπορεί και τρεις όταν είχαν προηγηθεί καυγάδες και φωνές.
Δεν είχε διάθεση να γυρίσει σπίτι, οι τέσσερις τοίχοι θα ήταν αφόρητοι με αυτές τις θερμοκρασίες. Κατηφόρισε με τα πόδια προς το κέντρο, οι αυτόματες πόρτες των πολυκαταστημάτων ανοιγόκλειναν στο πέρασμά του κι έστελναν ένα παρήγορο κύμα δροσιάς. Θα ήθελε να μπορεί να απολαύσει όπως παλιότερα τα καλοκαίρια, που η ζέστη δεν τον αφορούσε και τόσο πολύ, θα ήθελε να πιει ένα ποτό με τους φίλους του και να μιλήσουν. Όμως άλλος είχε κάνει πρόσφατα οικογένεια και παιδί κι είχε χαθεί στην καθημερινότητά του, άλλος προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με δυο και τρεις δουλειές και το μόνο που άντεχε γυρνώντας ήταν να βλέπει απανωτά επεισόδια σειρών στο Netflix, άλλος είχε βουλιάξει στην κατάθλιψή του και δεν έκανε προσπάθεια για τίποτα, καθένας μια ιστορία, όλοι είχαν μια πορεία που ακολουθούσαν, μακάρι μόνο να μην ήταν τόσο παράλληλες και τόσο ευθείες αυτές οι πορείες, να μπορούσαν να τέμνονται και λίγο.
Έφτασε έξω από ένα θερινό σινεμά. Πρόβαλε τον τελευταίο Σαμουράι, επανέκδοση, και χάρηκε γιατί ήταν χρόνια που ήθελε να το απολαύσει στην μεγάλη οθόνη. Ο κόσμος στην ουρά των εισιτηρίων ελάχιστος, η ταινία παιζόταν πιο αργά, στάθηκε κι αυτός πίσω τους και περίμενε αλλά φτάνοντας στο ταμείο, ο κύριος στο γκισέ τον ενημέρωσε πως η προβολή είναι sold out. Μα πώς, αναρωτήθηκε, αφού είμαστε δεν είμαστε δεκαπέντε άτομα, οι περισσότεροι έχουν προμηθευθεί από μέρες τα εισιτήρια ηλεκτρονικά τον ενημέρωσε ο ταμίας. Πώς να γνωρίζω από μέρες πριν ότι σήμερα μπορεί και να ήθελα να δω τον Αλέν Ντελόν, τον ρώτησε, μα ο ταμίας δεν σήκωσε καν το κεφάλι του, πόσο μάλλον να του απαντήσει. Αυτή η πόλη, του ατέλειωτου καλοκαιριού, τον έφτυνε και τον ξέρναγε από παντού. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού.
Είχε ναυαγήσει. Το ότι γνώριζε ακριβώς τις συντεταγμένες του δεν έκανε το ναυάγιό του λιγότερο πραγματικό ούτε του έδινε περιθώριο διαφυγής. Το μόνο πλεονέκτημά του ήταν ότι γνώριζε αρκετά καλά το εχθρικό περιβάλλον και αυτό θα τον βοηθούσε να σχεδιάσει ένα σχέδιο επιβίωσης. Πρώτα όμως έπρεπε να κοιμηθεί καλά, ν’ ανακτήσει δυνάμεις. Όχι ότι αυτό θα ήταν εύκολο. Έκλεισε καλά τα παντζούρια, πήρε τα χάπια μαγνησίου, έλεγξε για πιθανά κουνούπια και άλλα πετούμενα, έβαλε ωτοασπίδες και το air-condition στους 28 βαθμούς. Θα αντάλλαζε ευχαρίστως όλα αυτά τα κομφόρ με μια ανθρώπινη αγκαλιά δίπλα του, αλλά οι ναυαγοί πρέπει να μάθουν να αρκούνται στη μοναξιά τους. Δεν ξέρει πόση ώρα είχε περάσει απ’ όταν αποκοιμήθηκε όταν η φασαρία κατάφερε να διαπεράσει ακόμη και τις ωτοασπίδες του, ήταν μάλλον η ώρα που οι κανίβαλοι, όπως τους ονόμαζε λίγο χαριτολογώντας, λίγο εννοώντας το, επιδίδονταν στις τελετές τους. Δεν διακινδύνευε να ανοίξει την πόρτα ή το παράθυρο και να τους δει, αλλά το καταλάβαινε από τις φωνές, την δυνατή μουσική, τα τρεχαλητά στις σκάλες, τις πόρτες που χτυπάγανε και κυρίως από αυτό το απειλητικό τάκα τούκα, τάκα τούκα που κάνανε τα ροδάκια από τις βαλίτσες τους. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, στριφογύρισε, άπλωσε το χέρι να αναζητήσει το πορτατίφ και κατά λάθος έριξε την στοίβα με τα παιδικά βιβλία που είχε πάρει από το πατρικό του, με σκοπό να τακτοποιήσει στην βιβλιοθήκη του, αλλά τα είχε παρατήσει εκεί δίπλα του εδώ και βδομάδες. Είχαν πέσει με ένα δυνατό γδούπο στο πάτωμα, ένα είχε προσγειωθεί στο γόνατό του. Το κοίταξε. Ροβινσώνας Κρούσος. Τον έπιασαν τα γέλια, η μοίρα του τον κορόιδευε. Αν επιβιώσω μέχρι το φθινόπωρο, σκέφτηκε, μπορεί να βρω και την δική μου Παρασκευούλα.

 


Η Αφροδίτη Αυγέρη μεγάλωσε και ζει στην Αθήνα.  Έχει σπουδάσει οικονομικά και γνωσιακή επιστήμη κι αυτή την περίοδο εργάζεται στον χώρο της επικοινωνίας. Της αρέσει να περιπλανιέται στην πόλη, να φωτογραφίζει και να γράφει διηγήματα γι’ αυτήν και τους ανθρώπους της.