
«Το ξεχασμένο σάστισμα πως ζούμε» 1
Τον Οκτάβιο Παζ τον έχει χώσει στην κρυφή θήκη του σακιδίου. Διασχίζει τη λεωφόρο σβέλτα, με αυτό το μαύρο σακίδιο. Αν υποψιαστούν, αν τον ψάξουν, μπορούν ακόμα και να τον απελάσουν. Δεν αστειεύονται με κάτι τέτοια.
«Ούτε τη μάνα σου να εμπιστεύεσαι! Κανέναν!» θυμίζει στον εαυτό του. Όλοι τώρα πια είναι έτοιμοι να προδώσουν.
Περνάει από μια γκρεμισμένη εκκλησία. Εδώ ερχόταν από παιδί, ατέλειωτες, βαρετές Κυριακές. Ίσα που την αναγνωρίζει. Μπάζα φράσσουν την είσοδο, ζιζάνια φυτρώνουν στους κήπους της, άραγε να κουλουριάζονται φίδια κρυμμένα πίσω από τις ζεματιστές πέτρες; Καυτός αέρας έρχεται από κάπου μακριά, ίσως και από έναν άλλο κόσμο, μια άλλη εποχή. Φέρνει σκόνη μαζί που μπαίνει στη μύτη του. Βήχει. Βράδιασε και η ζέστη ακόμα να καταλαγιάσει.
Αποφεύγει να κοιτάξει το νεοκλασικό κτήριο στη γωνία, που κάποτε ήταν η βιβλιοθήκη. Ή αλλιώς το σπίτι του για δέκα χρόνια. Να τακτοποιεί τα βιβλία, ο Φ. αυτό ήθελε πάντα να κάνει. Να τα αγγίζει, να χαϊδεύει τη ράχη τους, αγαπημένη ράχη. Τα διάβαζε, ζούσε μαζί τους, ανάμεσά τους. Και πώς να μην είναι μέρα πένθους η μέρα που Αυτοί άρπαξαν την εξουσία και έβαλαν φωτιά στη βιβλιοθήκη;
Αφήνει πίσω του τη βιβλιοθήκη και περνάει από ένα μικρό βιβλιοπωλείο. Την παρακμή προδίδουν συνθήματα γραμμένα στις τζαμαρίες και μέσα οι πάγκοι γκρεμισμένοι, κασόνια πεταμένα στο πάτωμα.
Ανεβάζει ταχύτητα, βιάζεται, ο λεπτός σωματότυπος και το ύψος του τον διευκολύνουν στις μεγάλες δρασκελιές. Δεν πρέπει να αργήσει, οι Απουσιολόγοι στην πλατεία δεν αστειεύονται. Σκληρές τιμωρίες περιμένουν τους απόντες από τη Γιορτή. Και τι γιορτή είναι αυτή, όταν σε εξαναγκάζουν να πας;
Εδώ και ώρα έχει την αίσθηση ότι κάποιος τον παρατηρεί. Μια μεγάλη ελιά στο μέτωπο, εκεί, ανάμεσα στα φρύδια τον κάνει να ξεχωρίζει με έναν τρόπο που ποτέ δεν του άρεσε. Ελιά-στόχαστρο. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, έχει πάντα την αίσθηση ότι τον στοχεύουν στην ελιά. Αόρατοι σκοπευτές τον σημαδεύουν μια ζωή. «Είσαι ξεχωριστός», του έλεγε η μάνα του, κι αυτός δεν ήθελε να ξεχωρίζει. Είναι δύσκολο, άβολο το να ξεχωρίζεις!
Φτάνει στην πλατεία, στην κορυφή ενός λόφου. Άνθρωποι συνωστίζονται, λικνίζονται από κάτι που δεν είναι μουσική, πιο πολύ ακούγεται σαν μπουκωμένο ηχείο. Ταμπούρλα και πνευστά ηχούν παρόμοια με λεωφορείο που συντρίβεται. Και γιατί ο Φ. δυσκολεύεται να το χωνέψει; Ο παλιός κόσμος συντρίβεται.
Ο Φ. μεγάλωσε με έναν παππού που επισκεύαζε μουσικά όργανα. Οι φίλοι του παππού μαζεύονταν εκεί, σε ένα μικροσκοπικό μαγαζί, χωμένο σε μια παρακμιακή γειτονιά και έπαιζαν άλλος βιολί, άλλος ούτι, άλλος κανονάκι…Υπήρχε αρμονία, αγαπησιάρικοι ήχοι μπλέκονταν με τον γαύρο μαρινάτο και τη ρακή που τσούγκριζαν. Και τα γέλια τους, αυτή ίσως ήταν η πιο ωραία μουσική. Τα αυτιά του Φ., μαθημένα αλλιώς, ταράζονται βαθιά με τους ήχους της πλατείας, ήχοι που γίνονται σφυριά, τον χτυπάνε κατακέφαλα.
Στη μέση της πλατείας, μικρά κορίτσια, γυναίκες νεαρές και μεγαλύτερες, ντυμένες με προβιές, βαμμένες έντονα, άλλες ακίνητες, δεμένες σε ξύλινους, χοντρούς πασσάλους και άλλες λυτές. Οι λυτές γυναίκες θυμίζουν μαινάδες, χορεύουν έξαλλα, χέρια και πόδια υπακούνε σε πρωτόγονο κάλεσμα. Άλλες αναμένουν, καλούν άντρες και γυναίκες με το βλέμμα. Άλλες χαϊδεύονται μόνες τους και άλλες απολαμβάνουν χέρια ανδρών και γυναικών. Χέρια βουτηγμένα σε λάδια χουφτώνουν, κολλάνε πάνω τους, τις γδύνουν. Βυθίζονται μέσα τους, βογκούν συγχρονισμένα. Δεν εκπλήσσεται με το θέαμα. Τίποτα δεν μπορεί να τον σοκάρει πια.
Η πλατεία μυρίζει σπέρμα, γυναικεία υγρά και κρασί που χύνεται στα σώματα. Βακχεία. Δεν έχει περάσει ούτε μήνας από τότε που ανέλαβαν Αυτοί, κι όμως μοιάζει με χρόνια ολόκληρα. Οι άνθρωποι δεν σκέφτονται τώρα πια, αφιερώθηκαν ολόχαροι στη νέα θρησκεία: Έχουν ξεχάσει, είναι όλα τόσο μακρινά: Πώς είναι να ερωτεύεσαι; Να αφιερώνεσαι σε μια ιδέα, σε έναν άνθρωπο; Και η αποκλειστικότητα; Τώρα πια δεν ταλαιπωρούνται από σκέψεις, δεν αφήνουν ένα πρελούδιο, ένα ποίημα να τους πάει κάπου αλλού. Να τους ταΐσει τη φαντασία. Κάνουν αυτό που αγαπάει το σώμα: Δαγκώνουν, γλείφουν, λαγνουργούν. Σε τι διαφέρουν από τα ελάφια και τα σκυλιά, που συμμετέχουν κι αυτά στα όργια; Όσο για τα σπίτια, οι πόρτες καταργήθηκαν. Όλα είναι ανοικτά στον νέο κόσμο, ο καθένας αρπάζει ό,τι θέλει. Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα θεωρούνται αρετές.
Το περίεργο είναι πως δεν υπήρξε μεταίχμιο, μια ανάσα, ένα σύνορο χρόνου ανάμεσα στον παλιό και τον νέο κόσμο. Μέσα σε μια νύχτα, με μια γελοία αφορμή, Αυτοί πήραν την εξουσία και άρχισαν την εκστρατεία κατά του πνεύματος. Όλα άρχισαν από τις διπλανές πόλεις. Εφάρμοσαν νέα συστήματα, που Αυτοί τα ασπάστηκαν και τελικά αντέγραψαν τις αλλαγές, τη βία και όλα όσα γίνονταν στις διπλανές πόλεις. Από τη μια στιγμή στην άλλη βάλθηκαν να εκβαρβαρώσουν τα πάντα.
Ποιος να το περίμενε; Οι άνθρωποι πάντα κλείνουν τα αυτιά στις προειδοποιήσεις των καιρών. Αυτοί, λοιπόν, μπούκαραν στα σπίτια με διατάγματα. Με ρόπαλα, γκλοπ, με τα χέρια, όλα έγιναν όπλα. Έσπασαν πιάτα, τζαμαρίες, άρπαξαν τις γυναίκες, τις έχωσαν μέσα σε ένα φορτηγό και ξεκίνησε η Επιστράτευση. Κυκλοφόρησαν μπροσούρες: «Δέκα τρόποι να προστατευτείτε από τις βλάβες που προκαλεί ο πολιτισμός!» Και πού είναι η ζωή, όπως την ξέραμε μέχρι τώρα;
Μετά την Επιστράτευση, σειρά είχε η Εκπαίδευση και δεν ήταν εύκολη: έπρεπε να μάθουν, να σβήσουν τις παλιές εγγραφές του μυαλού και να γραφτούν όλα από την αρχή. Και τώρα πια οι γυναίκες ξέρουν. Ξέρουν να υπηρετούν τους άντρες και τις ορμές. Να κλείνουν τα αυτιά τους, όταν η καρδιά τούς μιλάει.
Και το περίεργο είναι πως Αυτοί τα καταφέρνουν. Δεν τους είναι δύσκολο να επιβληθούν. Κοιτάει τους γύρω του με τι ευκολία ασπάζονται τις νέες συνήθειες. Σε τι διαφέρουν από τα πρόβατα; Δέχονται αμάσητα κάθε τι καινούργιο που τους επιβάλλεται, με το πρόσχημα ότι δεν έχουν επιλογή.
Ο Φ. κλείνει τα μάτια μπροστά στο θέαμα ενός παιδιού που χτύπησε το πόδι του και στάζει αίμα. Τώρα πια οι άνθρωποι αιματοκυλιούνται στο δρόμο και κανείς δεν αντιδρά. Τι προδοσία, να διολισθήσεις στην ευαισθησία! Προχθές, ο Φ. ίσα που κρατήθηκε. Ένα παιδί στο πάρκο έχασε τη μαμά του. Φώναζε πανικόβλητο: «Μαμά! Πού είσαι; Φοβάμαι…» κι εκείνος έκανε πως δεν ακούει. Και γιατί να μην μπορεί να τον βοηθήσει; Να δείξει πως νοιάζεται; Νοιάζεσαι για τον άλλον; Άρα λειτουργεί η καρδιά και η ψυχή σου! Κι αν Αυτοί το μάθουν; Και γιατί κυβερνάνε τα ένστικτα; Απλούστατα, οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι απέτυχε η παντοδυναμία του μυαλού. Αυτοί ανέβηκαν στην εξουσία, οι αναξιότεροι των αναξιοτέρων και μαζί τους κυβερνά η αναρχία, η βασιλεία της ύλης. Όλα αλλάζουν: ο έρωτας καταδικάζεται γιατί συνδέεται με το πνεύμα, και τώρα πια έξυπνες συσκευές ανιχνεύουν περίεργες, σύνθετες σκέψεις, χτυπάνε συναγερμό! Στην πυρά τα βιβλία, ας γλεντοκοπήσουμε για την κυριαρχία των ηδονών!
Πάντως, εδώ και καιρό, χωρίς βέβαια να κυκλοφορήσει κάποιο φιρμάνι, οι ανοικτές κεραίες σκέψης και αισθημάτων εξοστρακίζονται. Αόρατα δρεπάνια αιωρούνται, σένσορες εντοπίζουν παρασπονδίες και κόβουν από τη ρίζα. Τις προάλλες, κάποιος υπέστη δημόσιο εξευτελισμό, γιατί ξεχάστηκε. Ξέθαψε συνήθειες από τον παλιό κόσμο. Είπε στη γυναίκα του «σ’ αγαπώ» πριν φύγει για τη δουλειά. Ήταν δύο τα αμαρτήματα: Πρώτον, η γυναίκα του (στο νέο κόσμο οι γυναίκες μοιράζονται, δεν είναι αγαπημένες κάποιου) και δεύτερον, επέτρεψε στον εαυτό του να νιώσει κάτι, να επενδύσει σε κάτι πέρα από τη φιέστα των ηδονών.
Και ο Φ. είχε μια δική του γυναίκα, μέχρι που τον εξανάγκασαν να τη μοιράζεται. Και μάλιστα η τελετή παράδοσης στο κοινόβιο ήταν… ο Φ. ψάχνει διάφορες λέξεις για να την περιγράψει, όπως «απότομη», «εξευτελιστική». Ή και «βάναυση» ακόμα. Μα να τον εξαναγκάσουν να βλέπει να μπήγουν τα δάχτυλά τους εκεί που την άγγιζε μόνο εκείνος; Και το πιο δύσκολο απ’ όλα; Να βλέπει τα μάγουλά της ροδοκόκκινα, το πρόσωπό της να ανθίζει. Να της αρέσει. Να γελάει τόσο δυνατά με τα γαργαλητά τους και μετά να βογκάει από μεγάλη χαρά στα χέρια τους. Του ήταν αδιανόητο: Πόσο απολαμβάνει εκείνη τέτοιες γιορτές! Και πόσο διαφορετική είναι τελικά από μένα!
Πίσω, στη Γιορτή, το ρολόι στο χέρι τού θυμίζει πως οποιαδήποτε λάμψη στα μάτια, οποιοσδήποτε σπινθήρας θα μπορούσε να προδώσει πως υπάρχει ψυχή. Η ψυχή τώρα τελευταία κρίθηκε ως το πιο επικίνδυνο απ’ όλα, επειδή έντυνε τα πάντα με φως κι αυτό το φως τούς αποσυντόνιζε, τους τάραζε βαθιά.
Τώρα στην πλατεία όλοι έχουν γίνει ένα σώμα. Τσουγκρίζουν τα ποτήρια, αλαλάζουν, πανηγυρίζουν. Στην άκρη της πλατείας μια τεράστια φωτιά λυσσομανάει, οι φλόγες τριζοβολάνε. Καίνε τα βιβλία. Τα βλέπει να αναλώνονται, να μικραίνουν, να γίνονται καπνός. Η φωτιά ρουφάει τις λέξεις. Καίνε τους νόμους, ο μόνος νόμος είναι η επιθυμία.
Ο Φ. υψώνει κι αυτός το ποτήρι του με ψεύτικο ενθουσιασμό, κάνει πως διασκεδάζει. Πιο έξυπνος κι από το έξυπνο ρολόι του, εδώ και μέρες έχει αλλάξει τη ρύθμιση ανίχνευσης σκέψεων, το ρολόι είναι σε λειτουργία πτήσης. Γεύεται μια κρυφή χαρά γι’ αυτό του το κατόρθωμα, που δεν έχει με ποιον να τη μοιραστεί.
Αφήνει το ποτήρι του και περιφέρεται στην πλατεία. Η ασυμβατότητα με τη Γιορτή τού προκαλεί ναυτία. Μοναξιά και ναυτία. Οι γυναίκες γύρω του… Ίσως, αν ήταν κάπου ήσυχα με κάποιαν από αυτές, θα μπορούσε, δεν θα το απέκλειε. Δίπλα από το ποτάμι… Ναι, σίγουρα θα άγγιζε κάποια από αυτές. Αυτήν με τη μεγάλη μύτη, για παράδειγμα, που τον κοιτάει τώρα. Δεν πρέπει να είναι πάνω από είκοσι. Σγουρά μαλλιά και μάτια κατάμαυρα, δέρμα σταρένιο. Μόνη, καθιστή σε ένα παγκάκι, θυμίζει πόρνη που περιμένει τους πελάτες της. Στάζει, είναι μούσκεμα στον ιδρώτα, τα μαλλιά της κολλάνε στο πρόσωπό της. Φοράει ένα λευκό σατέν νεγκλιζέ, ανεβασμένο μέχρι τον αφαλό της, που το έχουν περιχύσει με κρασί. Θυμίζει ξωτικό του δάσους. Παρατηρεί τα πόδια της, τις ζουμερές λαγόνες, τα μεστά στήθη. «μηροί από φως, κοιλιά από φως, οι κόλποι,
οι βράχοι του ήλιου, ένα κορμί στο χρώμα
του σύννεφου, στο χρώμα άλτριας μέρας,
η ώρα σπινθηρίζει, παίρνει σώμα,
είναι ορατός στο σώμα σου ήδη ο κόσμος,
διάφανος μες στη διαφάνειά σου…»2
Έχει την περιέργεια να νιώσει τα ντελικάτα της, μακριά δάκτυλα να σφίγγουν τα δικά του. Εδώ όμως, μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία, ακόμα κι αυτά τα δάκτυλα, οι τέλειες λαγόνες, τα βλέμματα… Τον απωθούν.
Κοιτάει γύρω του, ένα άνυδρο τοπίο, αγριόχορτα έχουν φυτρώσει ανάμεσα στις πλάκες των πεζοδρομίων. Τα κτήρια και τα σπίτια γύρω από την πλατεία γκρεμίστηκαν και τώρα είναι σωροί από ερείπια. Μετά την Επιστράτευση γκρέμισαν τα κτήρια, με την πρόφαση ότι είχαν πολιτισμό μέσα τους. Και ποιος να εργαστεί για να τα διώξει και να τα ξαναφτιάξει όλα από την αρχή;
«χρόνια φαντάσματα, κύκλιες ημέρες
που σ’ ίδια αυλή οδηγούν, στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή, κι είναι μια όψη μόνο».3 Ο Φ. θυμάται τον Οκτάβιο στριμωγμένο στο σακίδιο. Αυτό το κρυφό βιβλίο, ξεχασμένο στο πατάρι, ήταν η αρχή. Από κείνη τη στιγμή τίποτα δεν έμεινε όρθιο: Ξύπνησε ένα κύμα από αισθήσεις και εικόνες, έκαναν εισβολή στο άνυδρο τοπίο, και τώρα; Είχαν δίκιο όλοι αυτοί που έλεγαν ότι τα βιβλία είναι επικίνδυνα, αν σκεφτεί κανείς ότι μπορούν να σε φέρουν αντιμέτωπο με τη δυστυχία σου και να σου δώσουν τόση ομορφιά, που πονάει. Πονάει.
Τα ντεσιμπέλ ανεβαίνουν, το κέφι ανεβαίνει, σπρώχνουν ο ένας τον άλλον, θυμίζουν διαδήλωση, τι διαδηλώνουν άραγε; Ένας από αυτούς περιχύνει μια γυναίκα με κρασί, εκείνη γελάει τρανταχτά και μια παρέα αντρών τη γλείφει σε αργό χρόνο.
Κάποιος σπρώχνει τον Φ., παραπατάει, κουτρουβαλιάζεται, από κάτω του ένας γκρεμός, ή μήπως ένα μικρό χαντάκι που του φαίνεται γκρεμός; Το σώμα του σκοντάφτει σε μια σωτήρια πέτρα, που μπήγεται στα πλευρά του. Εκπλήσσεται. Δίπλα από την πέτρα βλέπει μια μαργαρίτα. Λευκή, εξαίσια παραφωνία στην άκρη της πλατείας, μέσα σε όλα αυτά τα σκουπίδια, τα χώματα και το τσιμέντο. Αγγίζει το μίσχο της, ίσα που την ακουμπάει, αναγνωρίζει την ευθραυστότητά της. Είναι πολύτιμη αυτή η μαργαρίτα, απαντάει στους στίχους του Οκτάβιο, που ασφυκτιούν στον πάτο του σακιδίου. «φυτό που αναρριχάται όλο φαρμάκι, λουλούδι ανάστασης, ζωής σταφύλι».
Κοιτάει γύρω του μήπως τον βλέπει κανείς, θα ήταν άκρως επικίνδυνο να τον εντόπιζαν τώρα. Είναι και το βιβλίο στο σακίδιο, ίσως το μόνο απομεινάρι του πολιτισμού. Ευτυχώς, κανείς δεν φαίνεται να τον προσέχει, η Γιορτή τούς έχει συναρπάσει.
Γονατίζει, ανασαίνει βαθιά, τη μυρίζει. Δεν μυρίζει όμορφα, αλλά μυρίζει όμορφα γιατί θυμίζει κάτι το απροσδιόριστο. Έχει ζωή μέσα της, πέταλα που πάλλονται. Μοιάζει με τα εσωτερικά του όργανα. Κυρίως την καρδιά. Χάνεται στον ειρμό των λέξεων, κάνουν επίθεση στο κεφάλι του, βρίσκεται σε οίστρο, που ουδεμία σχέση έχει με τον οίστρο της γυναίκας που την έχουν περιλούσει με κρασί και δυο νέα, δροσερά κορίτσια τρίβονται πάνω της και της πιπιλάνε αχόρταγα τις καφετιές ρώγες.
Κάνει αγώνα να μην προδώσει τις εικόνες και τα χρώματα που σκάνε στο μυαλό του. Αγγίζει τη μαργαρίτα με τις άκρες των δακτύλων του, της αφήνει χώρο να αναπνεύσει. Μαργαρίτα… Και πόσο χρειάζεται μια γυναίκα που ίσως να τη λένε Μαργαρίτα, ή και Μιράντα, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία το όνομα, αλλά το πώς μυρίζει, τι γεύση έχει εκεί, στα πιο αγαπημένα του σημεία. Μαργαρίτα. Τη φαντάζεται στο αυτί της, κι εκείνη τραγουδάει κάτι που να είναι στα αλήθεια μουσική. Μουσική, την έχει ανάγκη, όλα μοιάζουν λάθος μακριά της. Η κινούμενη ποίηση συνεχίζεται: η μαργαρίτα πέφτει από το αυτί της, γλιστράει στη σχισμή του στήθους της. Τα λευκά της πέταλα μοιάζουν με χέρια, χέρια φτιαγμένα για να παίζουν πιάνο, πέταλα-χέρια που αγγίζουν φευγαλέα τον αφαλό της και μετά… Ο Φ. μες την παραζάλη του εκστασιάζεται, φτιάχνει πρόχειρα ένα ποίημα. Συγυρίζει τις λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη.
Το ποίημα του πάει κάπως έτσι:
«Σε έχω ανάγκη.
Τη μυρωδιά βανίλιας στο δέρμα, όταν βγαίνεις από το μπάνιο
Τη μουσική που θα φτιάξουμε μαζί μια μέρα του χειμώνα
Το ζεστό σου πόδι στο κρεβάτι
Να κοιμάσαι δίπλα μου. Χέρια πλεγμένα.
Να ακουμπάς στο στέρνο μου όταν φοβάσαι.
Θα σε φροντίζω, θα σου φτιάξω ντομάτες με αυγά
Δεν ξέρω να κάνω πολλά, αλλά θα είμαι καλός μαζί σου, ειδικά τις νύχτες με ομίχλη.
Θες να το σκάσουμε από όλα;»
Επεξεργάζεται για λίγο τη γυναίκα με την υπερμεγέθη μύτη. Τη φέρνει με το μυαλό του στη σοφίτα του. Είναι εκεί, δική του. Τη φιλάει στο λαιμό, κι εκείνη ανοίγει τα πόδια της μόνο για αυτόν. Θέλει να την αγγίξει, να μπει μέσα της. Να είναι η γυναίκα του. Να ξαπλώσει μετά, αποκαμωμένος, σε ένα κρεβάτι μαζί της.
Κάθεται πάνω σε μια πέτρα εκεί στην άκρη της Γιορτής. Ολοκληρώνει κρυφά το ποίημα, το αισθάνεται σαν λουλούδι που φυτρώνει στο κεφάλι του, οι ρίζες βρίσκουν δρόμο στο σώμα του. Το λουλούδι μεγαλώνει, μεγαλώνει, γιγαντώνεται και απλώνεται προς τα έξω. Έχει μια λιακάδα μες το μυαλό του, μια δική του γιορτή και η μοναξιά τής κόβει τον δρόμο.
Ένας κοντόχοντρος αγροίκος τον πλησιάζει. Ξυπόλητος, με βρόμικα πόδια. Του λείπουν τα μπροστινά του δόντια. Βρωμοκοπάει αλκοόλ και ιδρώτα μαζί και το παντελόνι του είναι γεμάτο μπογιές και τρύπες. Του φέρνει στα μούτρα ένα ποτήρι γεμάτο κόκκινο κρασί. Το μισό χύνεται πάνω στα ρούχα του Φ.
«Έλα κι εσύ!» του φωνάζει και τον τραβολογάει στο χορό. Ο Φ. αρνείται.
Παραδίπλα σφάζουν έναν αγριόχοιρο, χρειάζονται το αίμα του για την τελετή. Η κραυγή την ώρα της σφαγής τού τριβελίζει τα αυτιά, τον ξυπνάει από τον οίστρο. Το ποίημα που σκαρφίστηκε μοιάζει παράταιρο, ξένο από τη Γιορτή. Θυμίζει πλουμιστό φόρεμα που δεν έχει σώμα να το φορέσει.
Ξημερώνει. Το φως θα τους αναγκάσει να πάνε για ύπνο, όταν βραδιάσει θα ξεμυτίσουν και πάλι.
Ο αγροίκος αρπάζει τη μαργαρίτα, οι ρίζες της μένουν στα χέρια του. Τη μασουλάει και τη φτύνει στο χώμα. Πνίγεται στο αίμα του αγριόχοιρου. Ο Φ. μαζεύεται, μικραίνει. Σφίγγει στην αγκαλιά του το σακίδιο, ίσως το βιβλίο και αυτή η παροδική λιακάδα στο κεφάλι να είναι ό,τι του έχει απομείνει. Και το βλέμμα της γυναίκας με τα ντελικάτα δάκτυλα.
Ψάχνει τρόπο να μην ξεχάσει το ποίημα. Αγαπάει τις λέξεις που έγραψε, σημαίνουν κάτι γι’ αυτόν, είναι λέξεις που θα ήθελε να τις ψιθυρίσει στο αυτί της μούσας του. Θα της ταίριαζε αυτή η λευκή μαργαρίτα. Έχει γράψει ένα ποίημα αληθινό κι όμως καταδικασμένο. Ένα ποίημα που δεν έχει σε ποιον να το στείλει.
Κάτι ψάχνει μες το πλήθος, αλλά δεν είναι βέβαιος τι ακριβώς. Για τίποτα δεν είναι βέβαιος και αυτή η ρευστότητα τον αποσυντονίζει. Ίσως κάποιος να τον ψάχνει. Θα ήθελε να τον ψάχνει κάποιος. Ή κάποια. Να χρειάζεται τις λέξεις του. Ίσως και να είναι ο Εκλεκτός.
«και σάπιες προσωπίδες που χωρίζουν
τον άνθρωπο απ’ τους άλλους τους ανθρώπους,
τον άνθρωπο απ’ τον ίδιο,
καταρρέουν σε μια αχανή στιγμή καθώς για λίγο
νιώθουμε τη χαμένη ενότητά μας,
τη δόξα και την ερημιά του ανθρώπου που θάνατο,
ήλιο και ψωμί μοιράζει,
το ξεχασμένο σάστισμα πως ζούμε».
Όταν κι αυτός ο κόσμος γκρεμιστεί, ο Εκλεκτός, ο Προφήτης, θα έχει κάποιον ρόλο, μιαν αποστολή; Μαντεύει πως οι λέξεις του θα είναι ακριβές, πολύτιμες. Και το ποίημα θα μπορεί ή να σώσει ή να καταστρέψει. Ή και τα δύο.
-
Οκτάβιο Παζ, Ηλιόπετρα.
-
Οκτάβιο Παζ, Ηλιόπετρα.
-
Ο.π.
*Το διήγημα αυτό προέκυψε από το εργαστήρι λογοτεχνικής γραφής «Κοσμοφυΐα», με την πολύτιμη συμβολή των αγαπημένων φίλων συγγραφέων Ερατώς Ιωάννου και Δημήτρη Τανούδη.
Η Ευαγγελία Χαραλάμπους γεννήθηκε στην Πάφο (1980). Σπούδασε Ελληνική φιλολογία (E.K.Π.Α) και Θέατρο στο «Νέο Ελληνικό Θέατρο». Κατέχει Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α). Διηγήματα, παραμύθια και άρθρα της διακρίθηκαν και βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Ελλάδα, Κύπρο). Διηγήματά της περιλήφθηκαν σε ανθολογίες: Ιστορίες για την Ελλάδα, Ο Άνθρωπος χωρίς προσωπείο, Ποιητική Ανθολογία για την Καρπασία. Διηγήματα, παραμύθια και άρθρα της υπάρχουν στο Ηθική, C.S.I., lemilou.blogspot.com, σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως: 121 words, periou.gr, fractalart.gr, diastixo.gr, koukidaki.gr, hartismag.gr, monoklread.gr , Κέφαλος, logografis.gr και σε κυπριακές εφημερίδες/περιοδικά: Άνευ, Καθημερινή, Φιλελεύθερος, Νέα Εποχή. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Κατακαλόκαιρο» (Μωβ Σκίουρος, Αθήνα, Οκτώβριος 2021) ήταν ανάμεσα στα 5 επικρατέστερα για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου 2021.