
(διήγημα του Νίκου Γαλάνη, προδημοσίευση από το βιβλίο διηγημάτων
«Η μεγάλη κοιλάδα» που θα κυκλοφορήσει μετά το φθινόπωρο)
στη μνήμη του Francesco Lentini
Ορίστε λοιπόν. Εδώ είμαστε στη Νέα Υόρκη. Λογικά είναι χειμώνας ή όχι, όχι… είναι φθινόπωρο. Πρέπει να είναι φθινόπωρο του ’29 και μάλιστα κάποια Τετάρτη. Ναι, τώρα θυμάμαι ακριβώς. Είναι Τετάρτη… Λοιπόν, η φωτογραφία αυτή έγινε την Τετάρτη 23 Οκτωβρίου του έτους 1929. Τον Μάιο του ίδιου έτους, είχα μπει στα σαράντα μου χρόνια και ήδη ήμουν γνωστός. Θα έλεγα μάλιστα πως η καριέρα μου βρισκόταν στο απόγειό της. Έκανα πολλές παραστάσεις σε όλα σχεδόν τα διάσημα τσίρκα. Για να λέμε την αλήθεια, παρουσίαζα σχεδόν κάθε φορά το ίδιο ακριβώς θέαμα. Ήταν αρκετό να βγω στη σκηνή και να φοράω ένα άσπρο κολάν. Ήταν αρκετό να δείξω στο κοινό όλα τα άκρα μου για να χειροκροτηθώ. Παρόλο που δίπλα μου υπήρχαν σπουδαίοι καλλιτέχνες, θα έλεγα, με όση σιγουριά με διακρίνει, ότι εγώ είχα το ευκολότερο ίσως νούμερο απ’ όλους. Λοιπόν, τι έλεγα; Α, ναι…
Τον φωτογράφο που έβγαλε αυτή τη φωτογραφία δεν τον γνώριζε κανείς μας. Εκείνη την Τετάρτη, το απόγευμα, τον είδαμε για πρώτη φορά. Ζητούσε άδεια απ’ το αφεντικό να φωτογραφίσει τους χώρους περιμετρικά της μεγάλης σκηνής. Μάλιστα, διαβεβαίωσε τον ίδιο, αλλά και όσους έτυχε να περάσουν από μπροστά του, πως ο φακός του θα βγάλει μονάχα μερικές ερασιτεχνικές λείψεις και κανένας δεν έπρεπε να ανησυχεί. Μας έστησε, λοιπόν, σε αυτήν την πόζα, δίχως να τον γνωρίζουμε, δίχως καν να ξέρουμε το όνομά του. Πρώτα έστησε εμένα. Με κατεύθυνε να σταθώ στα αριστερά, στα αριστερά όπως εκείνος μας κοιτούσε. Είχε προσέξει, φαντάζομαι, το πόδι μου και ήθελε να του δώσει μία περίοπτη θέση. Ακόμη και οι ερασιτέχνες φωτογράφοι γνωρίζουν πως το βλέμμα του θεατή μιας φωτογραφίας πέφτει πρώτα στ’ αριστερά. Έτσι ορίζει η συνήθεια της ανάγνωσης.
Εάν παρατηρήσεις το βλέμμα μου, μπορείς να δεις πως κοιτάζω πέρα από το φακό. Κοιτάζω στην πλευρά του μεγάλου φράχτη. Εκεί που ήταν το καμαρίνι των κοριτσιών. Θυμάμαι το καλοκαίρι του ’29 τα κορίτσια του Ringling Brothers Circus να με παίρνουν στην αγκαλιά τους, καθώς είχα υπογράψει κι έβγαινα χαρούμενος απ’ το γραφείο του αφεντικού. Ω… η καθεμιά τους ήταν υπέροχη. Η γλυκιά και στρουμπουλή Σαμάνθα, το πιο φωτεινό και πονηρό βλέμμα απ’ όσα έχω αντικρίσει. Η Κάρολ, το ξανθό μωρό με τα υγρά και παχιά χείλη, τους στρογγυλούς γοφούς και τα σμιλευμένα μικρά στήθη. Κι ύστερα… η θεά των θεών, η πανέμορφη και σιωπηλή Κριστίν. Όλες τους μία και μία. Διαλεγμένες απ’ τον θεό για τα πιο απίθανα πράγματα.
Από τις πρώτες μέρες της πρόσληψής μου, ήρθα κοντά με τα κορίτσια. Η πρώτη μου σχέση έγινε με την Κριστίν, αλλά δεν κράτησε παρά μερικές εβδομάδες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το κορίτσι αυτό έγινε ξαφνικά ανταγωνιστικό και δε με άφηνε να κοιτάζω καμία άλλη. Καθημερινά έβγαζε όλη της την κακία στην Κάρολ, αλλά και τη Σαμάνθα δεν έβλεπε καλά. Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη ένιωθα να ασφυκτιώ κι αισθανόμουνα περιττός και μόνος.
Πρέπει να ήταν Σάββατο μέσα Ιουλίου, την πιο καυτή μέρα του καλοκαιριού, που ήρθε και με βρήκε, λέγοντάς μου: «Φιλαράκο, δεν ξέρω γιατί, αλλά μου κάνεις κακό. Πάρε όποια θέλεις κι άσε με ήσυχη!» Έτσι έγινε. Σχεδόν η Κριστίν με πάσαρε στην Κάρολ. Κι εγώ που εκείνη την περίοδο της ζωής μου δεν εξέταζα πολλά-πολλά, σιγά-σιγά δέχτηκα τα πάντα. Έγινα ένας υποτακτικός της αγάπης. Ένας δούλος του ξανθού μωρού μου. Για όσο διάστημα μέναμε μαζί, το ομολογώ, ναι! έζησα τον καλύτερο έρωτα που θα μπορούσα να είχα σκεφτεί ποτέ μου. Η Κριστίν μπορεί να με αγάπησε κάπως βεβιασμένα και ξαφνικά, αλλά η καλή μου Κάρολ νοιάστηκε πραγματικά για μένα και για την κάθε σπιθαμή του παράξενου κορμιού μου.
«Αγάπη, φέρε μου τον καφέ…» Έτσι με έλεγε. «Αγάπη…» Κάθε πρωινό με φώναζε: «Αγάπη…» Κι εγώ υπάκουα σε κάθε της διαταγή σαν τον πιο σιωπηλό και υπάκουο υπηρέτη αυτής της παράξενης και όμορφης βασίλισσας του Ringling Brothers Circus. «Αγάπη… Θέλω τώρα να γδυθείς και να έρθεις κοντά μου». Θυμάμαι την τρυφερή της φωνή να μπαίνει μέσα μου και να σπάει με την όμορφη βία της την κάθε μου ανησυχία, από την πρώτη κιόλας στιγμή. Έπειτα, με ένα γρήγορο φύσημα, έσβησε το κερί. Μέσα σε αυτήν την ξαφνική απουσία του φωτός, ένιωσα να ελευθερώνομαι, ένιωσα να κερδίζω ξαφνικά όλη τη σοφία της μέχρι τότε ζωής μου. «Αγάπη…»
Βρήκα το στιλπνό κορμί της Κάρολ να περιμένει καυτό κάτω απ’ το βελουδένιο σκέπασμά της. Μπήκα μέσα της βιαστικά, αλλά εκείνη δεν ενοχλήθηκε καθόλου. Θυμάμαι ακόμη τους ανεπαίσθητους μικρούς της βρυχηθμούς, το τρεμούλιασμα της σάρκας. «Αγάπη…» είπε ξανά. «Θέλω να ξέρεις πως λατρεύω την κάθε σου σπιθαμή. Και πιο πολύ απ’ όλα το τρίτο σου πόδι. Ο γερο-Σμιθ μού είπε για σένα. Από την πρώτη ημέρα που ήρθες, ήξερα για τα κληροδοτήματα του σιαμαίου αδερφού σου». Τότε τα μάτια μου βούρκωσαν. Για πρώτη φορά ένιωσα συμπόνια για το μέλος του αδερφού μου που κουβαλούσα. Το τρίτο μου πόδι απέκτησε ξαφνικά καινούργια υπόσταση. Δεν ήταν μονάχα το παράταιρο εργαλείο της αμοιβής μου, αλλά έγινε ο κρίκος που ένωσε την ύπαρξή μου, με τον πιο σαφή και σαρκικό τρόπο, με το οικογενειακό μου παρελθόν. Ήξερα πια την ιστορία μου. Δεν μπορούσα να την αποφύγω. Τι κι αν οι γονείς μου με άφησαν σ’ ένα οικοτροφείο για εγκαταλειμμένα παιδιά στην μακρινή Ιταλία. Τι κι αν μεγάλωσα ταλαιπωρημένος από εδώ κι από ‘κει. Τώρα, εδώ, στην Νέα Υόρκη, πάνω σε αυτόν τον απύθμενο βωμό του κρεβατιού, αναγεννήθηκα. Σήμερα ένιωσα για πρώτη φορά… ένα ανθρώπινο ον…
Αλλά… κοίτα πώς ξεφύγαμε πάλι… Ας επιστρέψουμε στη φωτογραφία. Κοίτα στα δεξιά μου, εδώ που σου δείχνω. Πρόσεξε το βλέμμα του Χάρολντ. Είναι φανερό πως κρύβει καλά έναν μεγάλο φόβο, έτσι δεν είναι; Το καταλαβαίνεις κι εσύ, έτσι δεν είναι;…
Νίκος Γαλάνης